ΤΗΣ ΡΕΝΑΣ ΧΟΠΛΑΡΟΥ*
Η συζήτηση βοηθάει όντως και χαίρομαι που απάντησες και δημόσια, αγαπητή Αλεξία.
Τον πίνακα δεν τον έβαλα ως «Βίβλο». Τον χρησιμοποίησα ως ένδειξη, εξηγώντας παράλληλα με τέσσερα επιχειρήματα πόσο δύσκολες είναι οι διεθνείς συγκρίσεις. Παρά ταύτα, είναι ο μόνος πίνακας που βρήκα για το θέμα. Όπως γράφω, θα ήθελα να δω κι άλλους, αν υπάρχουν. Οι κατεξοχήν ειδικοί για το θέμα, από την Αρχή Αξιολόγησης Πανεπιστημίων, με παράπεμψαν σε αυτή την έρευνα, ως τη μοναδική για το θέμα. Δεν νομίζω ότι είναι αντιδεοντολογικό να μπει το οποιοδήποτε όνομα συμμετείχε στην έρευνα από τη στιγμή που δεν εκφέρει γνώμη. Ήταν απλώς οι άνθρωποι που έδωσαν τους αριθμούς στη συγκεκριμένη έρευνα. Το κείμενό μου δεν παίρνει θέση για τους μισθούς. Γράφω τα ίδια που γράφεις, με τα δικά μου λόγια και πιο συνοπτικά (ξαναδιάβασε αν θες, γιατί δεν κατανοώ πού βρίσκεται η διαφωνία σου):
"Το θέμα με τους μισθούς είναι αρκετά σύνθετο για διεθνείς συγκρίσεις. Στην Αγγλία το μισθό τον καθορίζει κάθε ίδρυμα μόνο του (γιατί τα πανεπιστήμια είναι νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου). Από εκεί και πέρα τα ίδια τα ιδρύματα, από άλλα δικά τους έσοδα, όχι από τα χρήματα των φορολογούμενων, δίνουν επιπλέον αμοιβές αλλά, κατά κανόνα, με βάση κάποια κριτήρια απόδοσης π.χ. κάποιο αριθμό δημοσιεύσεων ή τα ερευνητικά προγράμματα που φέρνουν στο ίδρυμα, κλπ. Τα τελευταία χρόνια που οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, και οι σκανδιναβικές, μετατρέπουν σιγά-σιγά τα πανεπιστήμια σε νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, οι μισθοί καθορίζονται όλο και περισσότερο από τα ίδια τα ιδρύματα. Οπότε υπάρχει μεγάλη ρευστότητα για να κάνει κανείς καλές διεθνείς συγκρίσεις [...] Από την άλλη, το επάγγελμα των πανεπιστημιακών είναι ανοικτό στο διεθνή ανταγωνισμό. Έτσι, ο μισθός είναι σημαντικό στοιχείο για τις επιλογές χώρας εγκατάστασης τους. Αν λοιπόν μια χώρα θέλει να προσελκύει καλούς πρέπει να προσφέρει διεθνώς ανταγωνιστικές αμοιβές. Αυτό έκανε η Κύπρος για να προσελκύσει καλούς καθηγητές όταν ίδρυσε το Πανεπιστήμιο Κύπρου. Δεν λέω ότι είναι κάτι που πρέπει να παραβλέπει κανείς, ακόμα και σε συνθήκες κρίσης, αλλά θα πρέπει να το συζητήσουμε κι αυτό νηφάλια στα πλαίσια μια εθνικής στρατηγικής για την Παιδεία (που δεν υπάρχει)!"
Δεύτερο, γράφεις, «σήμερα για τους τακτικούς καθηγητές, η αποκοπή αυτή είναι της τάξης του 30+ τοις εκατόν, πολύ ψηλότερη από οποιαδήποτε άλλη κοινωνική ομάδα του δημόσιου ή ευρύτερου δημόσιου τομέα». Το ίδιο λένε και οι βουλευτές, το ίδιο απαντάει κάθε ομάδα η οποία της κόβουν τον μισθό, το ίδιο απαντάει και ο Πρόεδρος της ΠΑΣΥΔΥ. Θα ήθελα να δω λοιπόν, για να ξέρουμε τι λέμε, από το Υπουργείο Οικονομικών γραπτώς τις αποκοπές των μισθών δημοσιευμένες στις εφημερίδες. Για να σταματήσουν οι ψίθυροι.
Φαντάζομαι ότι συμφωνείς με την έννοια της «δίκαιης λιτότητας», την οποία έχει αναπτύξει εκτενώς ο οικονομολόγος Μάνος Ματσαγγάνης. «Δίκαιη λιτότητα» προς το παρόν δεν βλέπουμε. Την κρίση την πληρώνουν οι outsiders, όχι οι insiders (παρά τις επιμέρους αποκοπές των μισθών τους). Θα ήθελα λοιπόν να δω ένα συγκεκριμένο σχέδιο για το πώς θα στηριχθούν σε βάθος χρόνου οι outsiders, οι άνεργοι και οι επιχειρήσεις που κλείνουν η μια μετά την άλλη. Πού θα βρεθούν τα χρήματα για να έχουν έστω για το σούπερ μάρκετ τους οι άνθρωποι που έμειναν χωρίς δουλειά σε έξι μήνες από τώρα όταν θα τελειώσουν τα επιδόματα. Ένα συγκεκριμένο σχέδιο από ποιες ομάδες θα κοπούν τα χρήματα, μιας και το χρηματόδεντρο μας τελείωσε και τα επόμενα δύο με τρία χρόνια θα είναι τραγικά δύσκολα, κυρίως για τα άτομα του ιδιωτικού τομέα που πληρώνουν το βαρύτερο τίμημα. Τα λόγια περί κοινωνικής αλληλεγγύης είναι εύκολα. Τα λέμε όλοι. Όταν έρθει όμως η κρίσιμη στιγμή της πρακτικής εφαρμογής, κάνουμε όλοι πίσω και λέμε «κόψε από τους άλλους που παίρνουν περισσότερα». Οι πανεπιστημιακοί αποτελούν μια ευνοημένη ομάδα του πληθυσμού, ειδικά οι πρωτοβάθμιοι, όσον αφορά τους μισθούς τους. Θα πληρώσουν αυτό που τους αναλογεί, όπως όλοι (ελπίζω και απαιτώ ως φορολογούμενος πολίτης). Αντιστρέφοντας μια φράση του Γλαύκου Κληρίδη, της δεκαετίας του ’70, που έλεγε πως «οι πεινασμένοι και οι χορτασμένοι δεν μπορούν να δώσουν μαζί αγώνα», θα έλεγα πως υπό αυτές τις συνθήκες που ζούμε «οι πεινασμένοι και οι χορτασμένοι πρέπει να δώσουν μαζί τον αγώνα».
Τρίτο, καθόλου δεν θέλω να αποπροσανατολίσω από «τα μεγάλα προβλήματα της χώρας» και μάλιστα «εσκεμμένα», όπως γράφεις. Αυτό ήταν το μόνο κακοπροαίρετο σχόλιο στο κείμενό σου. Τι σημαίνει να αποπροσανατολίσω; Εξυπηρετώ δηλαδή κάποια συμφέροντα επειδή δεν ταυτίστηκα εξολοκλήρου με τα αιτήματα των πανεπιστημιακών αλλά με μέρος τους; Η διαφορετική άποψη δεν σημαίνει ότι αποπροσανατολίζει. Αρθρογραφώ συστηματικά εδώ και πέντε χρόνια. Εάν οι απόψεις μου «αποπροσανατολίζουν» ας το κρίνουν οι αναγνώστες. Όπως αναγνωρίζεις είμαι ανοιχτή στην κριτική και τη συζήτηση.
Ξεκαθαρίζω για άλλη μια φορά: Τα έξτρα χρήματα που παίρνει ένας πανεπιστημιακός από ερευνητικά προγράμματα «με γεια του, με χαρά του». Όπως έγραψα στο αρχικό μου κείμενο, άλλες χώρες επιβραβεύουν τους πανεπιστημιακούς που κερδίζουν ερευνητικά για τη χώρα τους. Το ζήτημα ωστόσο των μισθών/επιδομάτων το διαχώρισα από τις ερευνητικές χρηματοδοτήσεις εξαρχής (γιατί το αγνόησες;). Στον δημόσιο διάλογο που αναπτύχθηκε η πανεπιστημιακή κοινότητα στην ολότητά της δεν έκανε καμιά αναφορά στα έξτρα επιδόματα που έπαιρνε από τον κρατικό κουρβανά. Όπως έγραψε και ο Ανδρέας Δημητρίου και διόρθωσέ με εάν υπάρχει άλλο κείμενο με δόση αυτοκριτικής για το συγκεκριμένο θέμα «και η κοινωνία και η πολιτεία στήριξαν τα δημόσια Πανεπιστήμια. Υπήρξαν πολύ γενναιόδωρες από τότε που τα ίδρυσε. Βέβαια η γενναιοδωρία ήταν εύκολη γιατί τα Πανεπιστήμια αναπτύχθηκαν σε περίοδο παχιών αγελάδων. Υπήρχαν πλεονάσματα και συνεπώς ήταν εύκολο για την πολιτεία να δαπανά για υποδομές και προσωπικό ό,τι περίπου ζητούσαμε […]Σπανίως άκουσα όχι σε οικονομικό ή θεσμικό αίτημα των Πανεπιστημίων και ποτέ δεν το είπα ως Υπουργός. Κατά συνέπεια, ως ακαδημαϊκή κοινότητα, οφείλουμε πρώτα να αναγνωρίσουμε τη γενναιοδωρία και τη στήριξη της πολιτείας μέχρι τη φάση αυτή και στη συνέχεια να κατανοήσουμε ότι είμαστε ήδη σε μια πολύ διαφορετική φάση. Οι λόγοι και τα έργα της προηγούμενης φάσης δεν σχετίζονται πολύ με τις ανάγκες της φάσης στην οποία μπήκαμε». Συμφωνώ επίσης με την ανάλυση του περί πολιτικών δυνάμεων που δεν χώνεψαν ποτέ το κρατικό πανεπιστήμιο, το θεώρησαν πολύ αυτόνομο, πολύ δυναμικό ή ως τον παιδευτικό θεσμό που μας αποκόβει από τον εθνικό κορμό (βλ. ελληνικά πανεπιστήμια). Σε όλα αυτά, όπως φαντάζομαι, μπορείς να αντιληφθείς, είμαι κάθετα αντίθετη.
Τέλος, διαχωρίζω τη θέση μου ως προς το τελευταίο σου σχόλιο, το οποίο βρίσκω αντιφατικό: «Είναι τόσο μα τόσο πιο εύκολο να μιλούμε για το μισθό του Α ή του Β αντί να μιλούμε για τη διαφθορά που μαστίζει το φάσμα της κομματικής ζωής, την προχειρότητα του νομοθετικού σώματος και τις ελλιπείς δικαστικές αποφάσεις». Συμφωνώ, πως όχι, δεν πρέπει να μετατραπούμε σε μια ανθρωποφαγική κοινωνία. Μια κοινωνία φθόνου. Όμως, εάν όντως ζητούμε πραγματική κάθαρση και αλλαγή πρέπει να αρχίσουμε να μιλάμε συγκεκριμένα για τον Α και τον Β, που φοροδιαφεύγουν, που είναι επίορκοι, διαπλεκόμενοι ή ευνοούνται εις βάρος των πιο αδύναμων ομάδων της κοινωνίας που τώρα θέλουν στήριξη περισσότερο από ποτέ. Δεν γίνεται, για παράδειγμα, να ζητούμε τιμωρία των επίορκων ας πούμε δικαστών ή πολιτικών, χωρίς να μιλούμε για τη συγκεκριμένη πράξη του Α ή του Β. Η μικρή κοινωνία της Κύπρου επέβαλλε ως τώρα την ομερτά και την αλληλοκάλυψη. Ας κάνουμε το μειονέκτημα της μικρής κοινωνίας, πλεονέκτημα. Η ομερτά να σπάσει, κυρίως για τα κόμματα που έχεις δίκιο ότι αποτελούν, όπως έγραψες αλλού, όπως έγραψα κι εγώ πολλές φορές, τον πιο αδιαφανή θεσμό του τόπου.
Στη συγκεκριμένη συζήτηση που ξέσπασε για τα πανεπιστήμια παίρνω την εξής θέση: κανένα έξτρα επίδομα σε ήδη καλοπληρωμένους καθηγητές, όλη η ακαδημαϊκή/πολιτική ελευθερία που απαιτείται για να μπολιάζουν την κοινωνία με τις γνώσεις τους, τα ευρήματά τους και βεβαίως τα διεθνή ερευνητικά προγράμματα που μας κάνουν όλους περήφανους και μας δίνουν μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση ως κράτος ότι συμμετέχουμε κι εμείς στο διεθνές γίγνεσθαι είναι απολύτως δική τους υπόθεση. Για κανένα λόγο δεν πρέπει να περνούν από τον έλεγχο της Βουλής.
Κλείνω με την τελευταία παράγραφο του αρχικού μου κειμένου που αποτελεί και την τελική μου θέση: Τα πράγματα επομένως στο συγκεκριμένο ζήτημα δεν είναι μαύρο - άσπρο. Από τη μια πλευρά τα άρθρα που είδαν το φως της δημοσιότητας από πλευράς πανεπιστημιακών δεν είχαν ίχνος αυτοκριτικής για το ίδρυμα στο οποίο εργάζονται και δουλεύουν. Για παράδειγμα, κανένας δεν λέει ότι πρέπει να υπάρχει μεγαλύτερη διαφάνεια στο κομματικό αλισβερίσι με τις φοιτητικές παρατάξεις για την εκλογή του κάθε Πρύτανη ή πώς ακριβώς ξοδεύονται τα χρήματα που μπαίνουν στον κουρβανά του Πανεπιστημίου από τον μόχθο των καθηγητών του. Από την άλλη, η Επιτροπή Παιδείας της Βουλής, κατέβασε ψηφίσματα εντελώς πρόχειρα, τα οποία μάζεψε τελικά κακήν κακώς, δημιουργώντας ένα κακό πολιτικό προηγούμενο. Για άλλη μια φορά, το πολιτικό προσωπικό κατέβασε την ήδη λαβωμένη αξιοπιστία του μερικούς πόντους παρακάτω. Η κυβέρνηση δεν έχει εκπαιδευτική πολιτική. Το κόψιμο των επιδομάτων δεν συνιστά από μόνο του εκπαιδευτική πολιτική».
Υ.Γ: Εύχομαι να δω στο μέλλον τέτοια μαχητική αρθρογραφία από πλευράς καθηγητών του Πανεπιστημίου Κύπρου για όλα τα ιδεολογικοπολιτισμικά θέματα που συζητιούνται έντονα στην κοινωνία μας κατά καιρούς γιατί στο παρελθόν η σιωπή ήταν ο χρυσός κανόνας, εκτός ορισμένων φωτεινών εξαιρέσεων. Χρειαζόμαστε δημόσιους διανοούμενους που θα ανεβάζουν την ποιότητα του διαλόγου, που θα λειτουργούν σαν το παγοθραυστικό ενάντια στη συμβατικότητα, που έλεγε ο Κάφκα.
Εκπαιδευτικός/δημοσιογράφος