Για τον ήρωα Μάκη Θ. Γιωργάλλα


ΤΟΥ ΑΝΔΡΕΑ Κ. ΦΥΛΑΚΤΟΥ*

Τα πενήντα χρόνια που συμπληρώθηκαν την τελευταία μέρα του χρόνου που μας πέρασε, όχι μόνο δε ξεθώριασαν τη μορφή του, αλλά την έκαναν ακόμη πιο φωτεινή και πιο καθαρή. Όσοι είχαν την τύχη να τον γνωρίσουν από κοντά, θυμούνται τον αγνό ιδεαλιστή, το γνήσιο άνθρωπο, τον προσηλωμένο στο καθήκον προς την πατρίδα και την ορθοδοξία, τον αφοσιωμένο στις ιδέες και στις πεποιθήσεις του. Στις τις ιδέες αυτές που αγωνίστηκε με όλες του τις δυνάμεις να επικρατήσουν, πρόσφερε θυσία τον ίδιο τον εαυτό του. Ήταν ο έφηβος με τις αγνές προθέσεις, τον πύρινο ενθουσιασμό και το αδάμαστο θάρρος. Ανήκε στη γενιά εκείνη των νέων που ήταν ενταγμένοι στις χριστιανικές μαθητικές ομάδες της δεκαετίας του ’50 και που έδωσαν πολλά μέλη τους στη στρατιωτική οργάνωση που είχε αναλάβει τη διεξαγωγή του απελευθερωτικού αγώνα του κυπριακού Ελληνισμού.

Η γνωριμία με το Μάκη ξεκίνησε το καλοκαίρι που προηγήθηκε της χρονιάς της έναρξης του ένοπλου αγώνα, στην κατασκήνωση των Κατηχητικών στον Άγιο Νικόλαο της Στέγης, κοντά στην Κακοπετριά. Εκείνος μαθητής της πέμπτης τάξης και ο συντάκτης του άρθρου αυτού μαθητής της δεύτερης τάξης του Γυμνασίου. Στην κατασκήνωση εκείνη, που οργανωνόταν από την Αρχιεπισκοπή, συμμετείχαν μαθητές και από άλλα μέρη του νησιού, μαζί μ’ εκείνους της Λευκωσίας. Ο Γιωργάλλας ήταν μαθητής του Παγκυπρίου Γυμνασίου και ο γράφων μαθητής του Ελληνικού Γυμνασίου Πάφου. Τον φωνάζαμε Μάκη και όχι Μιχάλη ή Μιχαήλ, γιατί έτσι καθιερώθηκε το όνομά του από τον ίδιο και γιατί με το όνομα αυτό ακόμα και σήμερα οι φίλοι του τον αισθάνονται πιο κοντά τους. Εξάλλου, και ο «Μάστρος» του, ο Γρηγόρης Αυξεντίου, έτσι τον αποκαλούσε.

Παρόλο το νεαρό της ηλικίας του, ο Γιωργάλλας έδειχνε μια εντυπωσιακή ωριμότητα που μόνο σε ανθρώπους με πολλή γνώση και με πλούσιες εμπειρίες μπορείς να συναντήσεις. Στις συζητήσεις μας, που περιστρέφονταν γύρω από τα θέματα που απασχολούσαν τότε τους ανθρώπους που βρίσκονταν στην αφετηρία της νεότητάς τους - άλλοι καιροί, άλλες αξίες - είχε πάντοτε τη δική του άποψη και θέση, που στηριζόταν πάνω στα διαβάσματά του και στις δικές του συμπυκνωμένες εμπειρίες, όσες πρόλαβε στη σύντομη ζωή του να αποκτήσει. Διάβαζε πολύ τα ιερά βιβλία, αλλά και την ελληνική λογοτεχνία. Θυμόταν απ’ έξω, και μας εντυπωσίαζε γι’ αυτό, ολόκληρες περικοπές από τις Πράξεις των Αποστόλων και από τις επιστολές του Απόστολου Παύλου. Ήταν ένα βαθιά θρησκευόμενο άτομο, από το οποίο έλειπε εντελώς η προσποίηση, ο εγωισμός ή η επίδειξη. Με τα επιχειρήματά του και όχι γιατί ήταν μεγαλύτερός μας, μας έπειθε για την ορθότητα των απόψεών του. Καμιά φορά στη μικρή ηλικία και τα δυο και τα τρία χρόνια κάνουν διαφορά. Διέθετε πολύ χιούμορ και ήταν εξαιρετικά ευχάριστος στις συντροφιές.         

Ήταν λεπτός, σχεδόν ξερακιανός, με οστεώδες πρόσωπο που θύμιζε βυζαντινές αγιογραφίες ή προσωπογραφίες του Ελ Γκρέκο. Δεν έδινε σημασία στο ντύσιμό του και στην εμφάνισή του. Οπωσδήποτε, φρόντιζε περισσότερο για το πώς θα «λαμπρύνει την στολήν της ψυχής», παρά την εξωτερική του εμφάνιση. Η αφοσίωσή του στον εξωραϊσμό του εσωτερικού του κόσμου με αρετές, η αναζήτηση της τελειότητας για τον εαυτό του δεν του άφηνε χρόνο ούτε και άλλο ενδιαφέρον για το ένδυμα του σώματος. Πάνω απ’ όλα για τον έφηβο Μάκη ήταν το ξαλάφρωμα της ψυχής, για τη σωτηρία της οποίας έδινε όλο του το είναι. 

Δίπλα στον αγώνα του για ηθική τελείωση, βρισκόταν ο αγώνας του λαού του για αποτίναξη του βρετανικού ζυγού και για ένωση με την Ελλάδα. Γνήσιος πατριώτης, χωρίς καμιά τάση επίδειξης ή επιβολής της άποψής του, παρακολουθούσε από κοντά όλα τα διαδραματιζόμενα στο νησί, αλλά και στη διεθνή σκηνή, από την ειδησεογραφία των εφημερίδων και του ελληνικού ραδιοφώνου. Εντάχθηκε από τους πρώτους στην ΕΟΚΑ, στις ομάδες της Λευκωσίας και υστερότερα βρέθηκε δίπλα στο Σταυραετό του Μαχαιρά να πολεμά με όλο του το πάθος αυτούς που επέμεναν με όλο τους το πείσμα να κρατούν σιδηροδέσμιο έναν ολόκληρο λαό. Αισθάνθηκε έντονα «τον καημό του θανάτου», την τιμωρία της αδικίας και πίστεψε πως έπρεπε να δοθεί «φωτιά στην άνομη φωτιά». Η Ζωοπηγή, χιλιόμετρα μακριά από το λίκνο του, το Μαραθόβουνο, ήταν ο βωμός της θυσίας των είκοσι χρόνων της νιότης του και το πέρασμά του στην πηγή της ζωής και στην αιωνιότητα.

Κάθε φορά που δρασκελίζει το κατώφλι του Παγκυπρίου Γυμνασίου κάποιος που γνώρισε από κοντά το Μάκη Γιωργάλλα, η ολόλαμπρη μορφή, λουσμένη στο φως, έρχεται στη μνήμη του και το χαμόγελό του γεμάτο αισιοδοξία και αποφασιστικότητα διώχνει από το μυαλό τη σκέψη ότι δε βρίσκεται εδώ ανάμεσά μας. Είναι εδώ, με τον αέρα του εφήβου, αρυτίδωτος και  γενναίος, «με το μένος της αθωότητας», όπως ήταν ακριβώς πριν από μισό, περίπου, αιώνα, όταν δρασκελούσε το κατώφλι της αθανασίας.

*Πρωην Διευθυντής Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού 

Λευκωσία, 18 Απριλίου 2007.




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter










219