Γιατί είναι σημαντικό να μαθαίνει κανείς Ξένες Γλώσσες;


ΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ*  

    Στις μέρες μας μιλάμε όλο και περισσότερο για ξένες γλώσσες. Η σημασία της εκμάθησης ξένων γλωσσών γίνεται όλο και πιο σημαντική στην καθημερινότητα μας. Γιατί είναι λοιπόν τόσο σημαντικό να μαθαίνουμε ξένες γλώσσες και μάλιστα από μικρή ηλικία;

    Η εκμάθηση μιας τουλάχιστον ξένης γλώσσας έχει γίνει αναγκαία για τη σύνδεση μας με τον υπόλοιπο κόσμο. Το άτομο λειτουργεί ως μέλος ενός παγκόσμιου χώρου του οποίου τα μέλη μιλούν μια ποικιλία γλωσσών.

     Όπως όλοι πολύ καλά γνωρίζουμε διανύουμε μια περίοδο όπου μεγάλος αριθμός νέων επιστημόνων δυσκολεύεται να βρει μια εργασία. Η γνώση ξένων γλωσσών αποτελεί αναμφίβολα ένα μεγάλο πλεονέκτημα για μια θέση στην αγορά εργασίας. Παράλληλα, η γλωσσομάθεια βοηθά στη συνεχή επιμόρφωση του εργαζομένου. Τομείς, όπως το εμπόριο, είναι αυτοί που εξαρτώνται ιδιαίτερα από τη δυνατότητα της επικοινωνίας. Οι περισσότερες πολυεθνικές εταιρείες για θέσεις στις οποίες απαραίτητο και βασικό προσόν είναι η γνώση των γλωσσών δίνουν μεγάλη σημασία, όπως επίσης και έναν αρκετά καλό μισθό. Γνωρίζοντας λοιπόν ξένες γλώσσες, οι προοπτικές για εργοδότηση αυξάνονται σημαντικά.

     Στην ανώτατη εκπαίδευση η γνώση ξένων γλωσσών είναι απαραίτητη μιας και οι ερευνητές έχουν το πλεονέκτημα να καταρτιστούν αρτιότερα και να καταφύγουν στην ξενόγλωσση βιβλιογραφία. Η συμμετοχή επίσης ενός φοιτητή σε προγράμματα ανταλλαγής φοιτητικού πληθυσμού όπως και οι σπουδές στο εξωτερικό δείχνει πως οι ξένες γλώσσες είναι απολύτως απαραίτητες. Παράλληλα, με τη μελέτη του λεξιλογίου, των ιδιωματισμών και των εκφραστικών μέσων μιας γλώσσας οξύνεται το πνεύμα μας και ασκείται η μνήμη, η προσοχή και η κρίση μας.

    Επιπλέον, η εκμάθηση ξένων γλωσσών μας δίνει τη δυνατότητα να γνωρίσουμε καλύτερα τη νοοτροπία των ανθρώπων, τα ήθη και τα έθιμα ενός τόπου. Ο άνθρωπος απαλλάσσεται από τις προκαταλήψεις και γίνεται πιο δεκτικός σε νέες ιδέες και αντιλήψεις Η κατανόηση της διαφορετικότητας μπορεί να επιλύσει διαφορές και να διασφαλίσει την παγκόσμια ειρήνη. Οι γνώση ξένων γλωσσών βοηθά στη διεύρυνση των οριζόντων του ανθρώπου αφού έχει μια πιο σφαιρική εικόνα για το συμβαίνει γύρω του διαβάζοντας διάφορες πηγές από διαφορετικές γλώσσες.

    Επιπρόσθετα, η γλωσσομάθεια συντελεί στην ψυχολογική ευημερία και την ψυχαγωγία των ανθρώπων. Μπορεί το άτομο να παρακολουθήσει ξένες ταινίες, να διαβάσει βιβλία αλλόγλωσσων συγγραφέων και να περιπλανηθεί σε ατέλειωτες πηγές πληροφοριών στο διαδίκτυο.

Οι Ευρωπαίοι εργοδότες δίνουν μεγάλη σημασία στη γνώση ξένων γλωσσών και στις ικανότητες επικοινωνίας. Στην Ευρώπη τα παιδιά αρχίζουν να μαθαίνουν ξένες γλώσσες από όλο και πιο μικρή ηλικία. Αναρίθμητες έρευνες έχουν αποδείξει ότι η εκμάθηση μιας ξένης γλώσσας (ειδικά σε μικρή ηλικία) ωφελεί τη γραφή και την ανάγνωση του παιδιού και στη μητρική του γλώσσα, συμβάλλει στην ανάπτυξη της ευφυίας και βελτιώνει τις επιδόσεις του μαθητή στο σχολείο. Επιπλέον, όποιο παιδί μεγαλώνει με δύο γλώσσες κατακτάει και τις δύο ως μητρικές και γίνεται δίγλωσσος ομιλητής. Μελέτες που έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια ανατρέπουν τις παλαιότερες θεωρίες διαπιστώνοντας ότι οι δίγλωσσοι – όσοι δηλαδή μαθαίνουν δύο γλώσσες ως μητρικές από τη γέννησή τους – εμφανίζουν «ενισχυμένες» εγκεφαλικές, γνωσιακές και συμπεριφορικές λειτουργίες. Εκτός του ότι μπορούν ευκολότερα να μαθαίνουν ξένες γλώσσες και να εκτελούν πολλά καθήκοντα ταυτοχρόνως, έχουν ιδιαίτερη ικανότητα στο να μπαίνουν στη θέση του άλλου ενώ δείχνουν σαν να λειτουργούν με «δύο μυαλά», ανάλογα με τη γλώσσα που χρησιμοποιούν. «Η διγλωσσία αποτελεί ένα εκπληκτικό μικροσκόπιο για τη διερεύνηση του ανθρώπινου εγκεφάλου» λέει η Λόρα Αν Πετίτο, νευροεπιστήμονας στο Πανεπιστήμιο Γκαλοντέτ της Ουάσιγκτον. Οι ερευνητές μπόρεσαν να παρακολουθήσουν τον εγκέφαλο των βρεφών κατά τη διάρκεια των πρώτων επαφών τους με τη γλώσσα. Χρησιμοποιώντας αυτή την τεχνική η κυρία Πετίτο και οι συνεργάτες της ανακάλυψαν μια σημαντική διαφορά στα μωρά που μεγαλώνουν μιλώντας δύο γλώσσες. Σύμφωνα με την κρατούσα θεωρία, τα μωρά όταν γεννιούνται είναι «πολίτες του κόσμου», μπορούν να ξεχωρίσουν τους ήχους κάθε γλώσσας. Ως την ηλικία του ενός έτους ωστόσο θεωρείται ότι χάνουν αυτή την ικανότητα και επικεντρώνονται μόνο στους ήχους της μητρικής τους γλώσσας. Αυτό φαινόταν να ισχύει στα μονόγλωσσα παιδιά, η μελέτη όμως της κυρίας Πετίτο ανακάλυψε ότι τα δίγλωσσα εξακολουθούσαν να εμφανίζουν αυξημένη εγκεφαλική δραστηριότητα αντιδρώντας σε γλώσσες που τους ήταν παντελώς ξένες ως και το τέλος του πρώτου έτους.

     Επιπλέον, η διγλωσσία φαίνεται να έχει ρόλο ασπίδας που καθυστερεί την άνοια και τη νόσο Αλτσχάιμερ. Οι ερευνητές έκαναν μια μελέτη με 200 άτομα τα οποία παρουσίαζαν δείγματα της νόσου Αλτσχάιμερ. Στα περισσότερα από τα συμπτώματα υπήρχε μια καθυστέρηση πενταετίας στους δίγλωσσους.

    Επίσης είναι αξιοσημείωτο να αναφέρουμε ότι απ' τα πολύ παλιά χρόνια ένας «διερμηνέας» ήταν ο πιο πολύτιμος βοηθός του αρχηγού της κάθε ομάδας ανθρώπων, αφού μέσω αυτού, μπορούσε να συνεννοηθεί με τους αρχηγούς άλλων οργανωμένων ομάδων.

    Καταλήγοντας θα μπορούσαμε να πούμε ότι η γνώση πολλών γλωσσών είναι ένα προσόν το οποίο σε παγκόσμιο επίπεδο κρίνεται ως ιδιαίτερα αξιόλογο, χρήσιμο και σημαντικό. Είναι ένα προσόν που μόνο θετικά αποτελέσματα μπορεί να φέρει στη ζωή κάποιου ανθρώπου. Από μας εξαρτάται αν θα το χρησιμοποιήσουμε. 

*Ειδική Επιστήμονας-Τουρκική Γλώσσα

Πανεπιστήμιο Κύπρου




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter










6655