ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ*
Ανέκαθεν τα γλωσσικά μαθήματα προκαλούσαν ένα αίσθημα δυσφορίας στους μαθητές με αποκορύφωμα την απαξίωση τέτοιων γνωστικών αντικειμένων. Η συμπεριφορά αυτή θα μπορούσε να μεταφραστεί ως ένας φόβος που αφορά στην πιθανότητα αρνητικής απόδοσης στο μάθημα λόγω του βαθμού «δυσκολίας» του. Αν και ο όρος «απόδοση» ταυτίζεται σχεδόν πάντα με βαθμοθηρικές επιδιώξεις, εμείς θα τον ορίσουμε ως «γλωσσικές ικανότητες» τις οποίες μπορεί να κατακτήσει κάποιος και να τις κατέχει εφ’ όρου ζωής.
Στο πρακτικό κομμάτι, πολλές φορές οι εκπαιδευτικοί βρίσκονται αντιμέτωποι με μια «μαζική» αποτυχία των μαθητών όσον αφορά στην περάτωση των στόχων που θέτουν τα γλωσσικά μαθήματα: ορθή ανάγνωση, κατανόηση κειμένου, ευκολία παραγωγής προφορικού και γραπτού λόγου.
Στην πραγματικότητα, θα ήταν αφελές να μιλούσαμε για «δύσκολο» μάθημα. Οι μαθητές «δυσκολεύονται» διότι η διδασκαλία και οι μέθοδοι δεν είναι τόσο ευέλικτες ώστε να μπορέσουν ανταποκριθούν στις ιδιαιτερότητες του καθενός και έτσι καλλιεργείται ο φόβος και οι αρνητικές στάσεις προς το μάθημα. Πρώτιστα, οι μαθητές θα πρέπει να αντιληφθούν τη σημαντικότητα του γλωσσικού μαθήματος, ώστε φράσεις τύπου «μα εγώ ξέρω να μιλώ», που έχουν καταντήσει κλισέ, να σταματήσουν να αναπαράγονται. Καθήκον των εκπαιδευτικών είναι η διασαφήνιση του βαρυσήμαντου ρόλου της γλώσσας, ένας ρόλος που δεν κατακτιέται πάντοτε φυσικά αλλά και διδακτικά. Για παράδειγμα, πώς θα μπορέσει κανείς να προσαρμόσει τον προφορικό ή γραπτό του λόγο αναλόγως περίστασης επικοινωνίας (επίσημη, ανεπίσημη) χρησιμοποιώντας διαφορετικά υφολογικά χαρακτηριστικά, εάν δεν τα έχει διδαχθεί;
Επίσης, ο τρόπος διδασκαλίας της έκθεσης ιδεών ενισχύει την κρίση περί «δυσκολίας» εφόσον υποχρεώνει τους μαθητές να εισέλθουν σε ένα ορισμένο εκθεσιακό «καλούπι». Εφόσον ζητείται η συγγραφή ενός άρθρου, λόγου χάρη, με συγκεκριμένη δομή, πώς θα καταφέρει ο μαθητής που είναι διάνοια στη συγγραφή στοχαστικού δοκιμίου να ανταποκριθεί; Και γιατί να αποκρύπτεται και να μην καλλιεργείται το ταλέντο του αυτό;
Επιπρόσθετα, το ζήτημα της ορθογραφίας αποτελεί θέμα ταμπού για τους μαθητές. Η ανορθογραφία της πλειοψηφίας, για την οποία δεν ευθύνεται, ωθεί τους μαθητές να χρησιμοποιούν άλλες μορφές γραπτής γλώσσας όπως τα greeklish. Η μη διδασκαλία ορθογραφίας καθώς και η υπερβολικά κανονιστική ορθογραφική διόρθωση είναι ζημιογόνες για αυτούς. Θα πρέπει να υπάρχει ορθογραφική διόρθωση, ωστόσο, χωρίς αυτή να τίθεται σε αυστηρά πλαίσια, διότι, όπως γνωρίζουμε, το γλωσσικό σύστημα αλλάζει ενώ κάποιοι τύποι (π.χ. διπλές γραφές) θα πρέπει να χρησιμοποιούνται βάσει ποσότητας χρήσεως με μία κοινή σύμβαση.
Όσο λιγότερο αισθάνονται το αίσθημα αποτυχίας οι μαθητές, τόσο πιο δεκτικοί θα είναι ως προς το γλωσσικό μάθημα. Φανταστείτε τον εαυτό σας να αποτυγχάνει συνεχώς ως προς την ορθή εκτέλεση των καθηκόντων σε ένα επάγγελμα. Θα υπήρχε μίσος για αυτό ενώ αν μπορούσατε να το εξασκήσετε σωστά μέσα από σωστή καθοδήγηση, τα συναισθήματα θα αντιστρέφονταν. Έτσι και οι μαθητές μέσα από τον επαναπροσδιορισμό παραμέτρων του σχολικού συστήματος θα μπορέσουν να απαλλαγούν από αρνητικά συναισθήματα που αφορούν στο γλωσσικό μάθημα και να αναπτύξουν τις γλωσσικές δεξιότητές τους.
Καλές γιορτές να έχουμε!
*Υποψήφιος Διδάκτορας Αναλυτικών Προγραμμάτων και Συγκριτικής Παιδαγωγικής
Τμήμα Επιστημών Αγωγής, Πανεπιστήμιο Κύπρου