ΤΗΣ ΜΑΙΡΗΣ ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ-ΚΟΥΤΣΕΛΙΝΗ*
Όσο και αν ακούγεται κοινότοπο, αλλά απολύτως αναγκαίο και από καρδιάς, και όχι γιατί είθισται, απευθύνω ιδιαίτερες ευχαριστίες, εκ μέρους όλων των τιμωμένων, στον Σύνδεσμο Φιλολόγων, για την τιμητική αυτή βραδιά και την αναδρομή σε τόσα περασμένα. Ευχαριστίες και σε σας όλους,τους εκλεκτούς παρευρισκόμενους, συναδέλφους,σε διαφορετικά χρονικά διαστήματα, για σαράντα πέντε τόσα χρόνια, τα οποία, μόνο σε τέτοιες στιγμές συνειδητοποιούμε ότι σημαίνουν, πραγματικά, μια ζωή στην εκπαίδευση. Ιδιαίτερα, επίσης, ευχαριστούμε τον Υπουργό Παιδείας και Πολιτισμού,κ. Κώστα Καδή, ο οποίος μας τίμησε με την παρουσία του.
Είμαι υπερήφανη, για το γεγονός ότι τιμώμαι σήμερα μαζί με τους εκλεκτούς συναδέλφους μου, την Ανδρούλα Ηλιοφώτου,τον Κώστα Νικολαϊδη, τον Σάββα Παύλου και τον Γεώργιο Χατζηκωστή. Συναδέλφους με τους οποίους είχα την τύχη να συνυπηρετήσω, από διάφορες θέσεις στην εκπαίδευση, σχολεία, υπηρεσίες του Υπουργείου Παιδείας, επιμορφωτικά κέντρα, συνδικαλιστικές και πολιτιστικές επάλξεις. Γιατί, για τύχη πρόκειται. Ας θυμηθούμε τον Πλάτωνα: «Εις τελειότητα του ανθρώπου τρία δει συνδράμειν: φύσιν, μάθησιν και άσκησιν». Οι προσδοκίες του καθενός μας καθορίζονται, πέρα από τις φυσικές μας ικανότητες, και από το περιβάλλον μέσα στο οποίο καλούμαστε να εργαστούμε, στα πρώτα χρόνια της σταδιοδρομίας μας, από τους ανθρώπους με τους οποίους μοιραζόμαστε τις πρώτες εμπειρίες και ανησυχίες, έργα και προβληματισμούς σε έναπεριβάλλον άτυπης, αλλά κατ΄ εξοχήν αποτελεσματικής, μάθησης και άσκησης.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, στο οποίο αναπτύχθηκε η υπαρξιακή μας σχέση με τη φιλολογία, την εκπαίδευση και τα ευρύτερα θέματα παιδείας, δεν μπορώ παρά να αναλογιστώ, ευδαιμόνως: τις ατέρμονες φιλολογικές και μεθοδολογικές αναζητήσεις μας με την Ανδρούλα Ηλιοφώτου στην Υπηρεσία Ανάπτυξης Προγραμμάτων, και την ουσιαστική επικοινωνία στην ίδια υπηρεσία με πολλούς παρευρισκόμενους, τον φιλολογικό –λογοτεχνικό λόγο του Κώστα Νικολαϊδη και τους κριτικούς προβληματισμούς του Σάββα Παύλου, που εμπλούτιζαν την καθημερινότητά μας με τις δημοσιεύσεις και τα δημοσιεύματά τους, καθώς και την επίδραση που είχε για όλους τους νεότερους το πολύπλευρο έργο, το κύρος και το ήθος του Γιώργου Χατζηκωστή, μαζί με την έγνοια του για την ελληνική γλώσσα.
Διπλή τύχη αγαθή, επίσης, γιατί εκλεκτοί συνάδελφοι αφιέρωσαν χρόνο και κόπο, για να μας δώσουν- υπέρμετρη ίσως- αξία σήμερα, μέσα από τις παρουσιάσεις τους: τις εκλεκτές φιλολόγους Γεωργία Κούμα και Ρένα Γιαβρή, τον αγαπητό μου φίλο και κριτικό αναστοχαστή Ανδρέα Χατζηθωμά, και ιδιαίτερα τους συνοδοιπόρους μέσα σε αυτόν τον σχεδόν μισό αιώνα, από την πρώτη μέρα διορισμού μας στην εκπαίδευση, σε ποικίλους αγώνες και πονήματα, τους φίλτατους Νίκο Ορφανίδη και Στέλιο Παπαντωνίου.
Φιλόλογος, σημαίνει πρωτίστως έγνοια για τη Γλώσσα μας, την ελληνική γλώσσα, η οποία σήμερα έχει υποβαθμιστεί σε περιεχόμενο και αξία, λόγω εσωτερικών και εξωτερικών παραγόντων: η διαρκής μετακίνηση πληθυσμών, η πολυπολιτισμική κοινωνία, η οποία μέσα από ημιμαθείς προσεγγίσεις,ερμηνεύτηκε ως ισοπέδωση πολιτισμών, η εργαλειακή χρήση της γλώσσας στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και στην καθημερινή ζωή, η ευκολία σπουδών σε μια ξένη γλώσσα, αλλά και οι διευκολύνσεις που παρέχονται από πανεπιστήμια του εξωτερικού για σπουδές είναι μόνο λίγοι από τους εξωτερικούς παράγοντες που υποβαθμίζουν την αξία της εθνικής γλώσσας. Περισσότερο, όμως, επικίνδυνοι είναι οι εσωτερικοί παράγοντες, η δήθεν σύγχυση της ελληνικής γλώσσας και της αρχαιοπρεπούς μας διαλέκτου, η αμφισβήτηση της εθνικής γλώσσας ως στοιχείου ταυτότητας, η ελλιπής διδασκαλία της, η κάκιστη χρήση της στον δημόσιο λόγο και η κατάργηση του μαθήματος των Αρχαίων ελληνικών, που στέρησε από τη νέα ελληνική τη σύνδεση με τις ρίζες της και την κατανόηση των εννοιών της.
Όπως έγραψε ο Πλάτωνας, «Γλώσσα και Νόησις ταυτόν» και πλούσια σκέψη χωρίς τις λεπτές διαφοροποιήσεις μεταξύ των λέξεων δεν μπορεί ναεκφραστεί. Η νέα ελληνική, ξεκομμένη από τις ρίζες της, χάνει τον πλούτο και το περιεχόμενό της, φτωχή να εκφράσει αυτό για το οποίο η ελληνική υμνήθηκε, την ενάργεια στις έννοιές της και τη δυνατότητα σύλληψης μεταφυσικών εννοιών.Ακόμη, όπως ο Ελύτης μας δίδαξε στον « Λόγο στη Στοκχόλμη» :
«Εάν η γλώσσα αποτελούσε απλώς ένα μέσο επικοινωνίας, πρόβλημα δεν θα υπήρχε. Συμβαίνει όμως ν' αποτελεί και εργαλείο μαγείας και φορέα ηθικών αξιών. Προσκτάται η γλώσσα στο μάκρος των αιώνων ένα ορισμένο ήθος. Και το ήθος αυτό γεννά υποχρεώσεις».
Μόνο αν χαθείτο ήθος που εμπεριέχει η ελληνική γλώσσα, χάνεται η ταυτότητα και η συνέχεια.
Η εκπαίδευση, όπως τη ζήσαμε, από την Ανεξαρτησία μέχρι σήμερα, άλλαξε ποικίλους ρόλους και προσανατολισμούς:από την ηγεμονίδα ελληνική εκπαίδευση των πρώτων χρόνων της ανεξαρτησίας, στις αμφισβητήσεις της δημοκρατικότητάς της στα χρόνια της καταστροφής –αμφισβητήσεις που περιοδικά και ανεξέταστα πλείστες τόσες φορές επανήλθαν- μέχρι τον προσανατολισμό της εκπαίδευσης σε επαγγελματικές και άλλες επιλογές στα χρόνια που ακολούθησαν.
Από το 90 και ύστερα η εκπαιδευτική πολιτική προσαρμόζεται, σπασμωδικά πολλές φορές, σε νέους όρους συνύπαρξης: στην παγκόσμια κοινωνία, στην κοινωνία της γνώσης, στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στην πολυπολιτισμική κοινωνία. Έννοιες που εύκολα και ανεξέταστα εντάχθηκαν στη ρητορική περί εκπαίδευσης,χωρίς ουσιαστική υποδομή τις πλείστες φορές, αφήνοντας το εκπαιδευτικό σύστημα χωρίς σαφή φιλοσοφία και προσανατολισμό. Η για πρώτη φορά αξιολόγηση του εκπαιδευτικού μας συστήματος από την ΟΥΝΕΣΚΟ (1997)- η πιο έγκυρη και αντικειμενική αξιολόγηση που έγινε ποτέ στο εκπαιδευτικό μας σύστημα- ανέδειξε αυτή την αδυναμία, διαπιστώνοντας ότι το Κυπριακό σύστημα έχει «Εξαίρετους γενικούς σκοπούς και στόχους», πλην όμως σοβαρό έλλειμμα διαδικασιών και πρακτικών, που δεν επιτρέπει την υλοποίησή τους. Αυτόν το αποπροσανατολισμό και τη διάσταση ρητορείας και πράξης τον ζήσαμε πολλές φορές σε θέματα εθνικά, κοινωνικά, εκπαιδευτικά.
Βιώσαμε την εκπαίδευση, άλλοτε ως επικρατούσα αξία και άλλοτε ως θεραπαινίδα της οικονομίας, σε ευτυχείς στιγμές ως εθνική πολιτική, σε εποχές πνευματικής κρίσης ως κομματική διεκδίκηση και σε καιρούς σύγχυσης ως ανίκανο και παραμελημένο θεσμό απλής κουστωδίας. Η Ιστορία της εκπαίδευσης της Κύπρου είναι στενά συνυφασμένη με την πολιτική, πρωτίστως, ιστορία της και συνεπακόλουθα με τις κοινωνικο- οικονομικές και πολιτιστικές συνθήκες που επικράτησαν, σε διάφορα χρονικά διαστήματα.Ο πρώτος Υπουργός Παιδείας Κ. Σπυριδάκις έγραψε το 1969 στην εφημερίδα Κύπρος (15/12/1969):
«[…] θέτουμε τέσσερις στόχους στην εκπαίδευσή μας, με την εξής σειρά σπουδαιότητας: εθνικό, κοινωνικό, πολιτιστικό, και οικονομικό».
Οι ανάγκες δεν άλλαξαν μέχρι σήμερα, τη σειρά σπουδαιότητας πολλές φορές αναζητούμε, γιατί και σήμερα, η Γλαυκώπις Αθηνά βρίσκεται, για μια ακόμη φορά, αντιμέτωπη με τον Κερδώο Ερμή. Σ΄ αυτόν τον αγώνα η εκπαιδευτική πολιτική έχει πολλά να κερδίσει επανεπισκεπτόμενη την πλούσια ελληνική γραμματεία, για να θεμελιώσει μέσα από αυτήν την αριστοτέλεια μέθοδο προσδιορισμού των αγαθών στην ταυτότητα του πολίτη και στην κοινωνία: «και των πρακτών τα μεν εις τα αναγκαία και χρήσιμα, τα δε εις τα καλά», γράφει ο Αριστοτέλης στα Πολιτικά του. Ο άνθρωπος πρέπει να επιδιώκει τα Αναγκαία, τα Χρήσιμα, και τα Καλά.
Τα αναγκαία, τα οποία είναι υποχρεωτικά για όλους, όπως είναι πρωτίστως η εθνική Γλώσσα και ταυτότητα, τα χρήσιμα, τα οποία μπορεί κάθε άτομο να επιλέξει, ανάλογα με τις κλίσεις και τις δυνατότητές του, για επαγγελματική αποκατάσταση και τα Καλά, αυτά που συνέχουν την κοινωνία και αποβλέπουν στο συνολικό καλό.
Οι αλλαγές στο Γυμνάσιο και Λύκειο, που προωθούνται από το ΥΠΠ, μπορούν να διαφυλάξουν τη Γλώσσα αλλά και τη βαθύτερη σπουδή της, μέσω των Αρχαίων Ελληνικών. Χρειάζονται, όμως, βοήθεια τα Αρχαία Ελληνικά και η φιλολογία, για να επιλεγούν από τους μαθητές, οι οποίοι ανυποψίαστοι για την αξία τους, και με πολλές σειρήνες να προσπαθούν να τους μαγέψουν, επιδιώκουν τα αμέσως Χρήσιμα, αφήνοντας τα Αναγκαία και Καλά. Για να συνεχίσουν να μορφώνονται φιλόλογοι, με πρωταρχική τους έγνοια την ελληνική Γλώσσα, η οποία με το ήθος της, όπως ακριβώς το όρισε ο Ελύτης, διαμορφώνει τον ελληνικό πολιτισμό, χρειαζόμαστε ενίσχυση της κατεύθυνσης των Ανθρωπιστικών Σπουδών.
Κλείνοντας θυμίζω τους στίχους του Βρεττάκου, ο οποίος με λιτό και ζηλευτό ελληνικό λόγο, δηλώνει την αξία της ελληνικής γλώσσας:
Όταν κάποτε φύγω από τούτο το φως
Θα ελιχθώ προς τα άνω όπως ένα
Ρυακάκι που μουρμουρίζει.
Κι αν τυχόν κάπου ανάμεσα
Στους γαλάζιους διαδρόμους
Συναντήσω αγγέλους, θα τους
Μιλήσω ελληνικά, επειδή
Δεν ξέρουνε γλώσσες. Μιλάνε
Μεταξύ τους με μουσική.
*Αντιφώνηση στην τιμητική εκδήλωση του Συνδέσμου Ελλήνων Φιλολόγων Κύπρου στις 4 Μαρτίου 2016