Η (ανορθολογική) διδασκαλία της Ελληνικής Γλώσσας στο Γυμνάσιο


ΤΟΥ ΠΑΝΤΕΛΗ ΒΟΥΤΟΥΡΗ*

Η θλιβερή εικόνα την οποία παρουσίασαν οι υποψήφιοι φοιτητές στις Παγκύπριες Εξετάσεις στο μάθημα των Νέων Ελληνικών, εξέπληξε πολλούς, προκάλεσε κάποιες διχογνωμίες (οι οποίες επικεντρώθηκαν κυρίως στο «δυσνόητο» θέμα της έκθεσης),  και –όπως συμβαίνει συνήθως– σε βραχύ χρονικό διάστημα απωθήθηκε. Επειδή, ωστόσο, η ιστορία συνηθίζει να επαναλαμβάνεται, αν κανείς δεν ενδιαφερθεί να την αλλάξει, είναι βέβαιο ότι το καλοκαίρι του 2016, θα πιάσουμε ξανά τη συζήτηση από το ίδιο σημείο, συγκλονισμένοι, και πάλιν, από την πτώση στη βαθμολογική επίδοση των υποψηφίων˙ αν και πόσο πιο κάτω από τα 8/20 μπορεί να κατρακυλήσει;

Τις πρώτες μέρες, πάντως, μετά τις εξετάσεις, γράφτηκαν διάφορα και επιχειρήθηκε να αποδοθούν ευθύνες είτε στους θεματοθέτες, είτε στον εθισμό των μαθητών στα greeklish, είτε στους ακατάλληλους εκπαιδευτικούς, είτε στη γενικότερη πολιτισμική κρίση και στην απαξίωση της γλώσσας. Κάποιες από αυτές τις αιτιάσεις είναι βάσιμες, κάποιες όχι˙ οι αρμόδιοι όφειλαν πάντως να κρατήσουν όλους όσοι ασχολούνται με την εκπαίδευση σε κατάσταση επιφυλακής, να αναζητήσουν τις βαθιές αιτίες και να προχωρήσουν σε διορθωτικές παρεμβάσεις, ξεκινώντας από το προφανέστερο: την επιτάχυνση των διαδικασιών για τη σύνταξη –επιτέλους– του Νέου Αναλυτικού Προγράμματος για το μάθημα της Ελληνικής Γλώσσας.

Αλλά, πριν φτάσει η συζήτηση στα αναλυτικά προγράμματα θα έπρεπε να δοθεί μια λογική απάντηση στο εξής εύλογο ερώτημα: πώς είναι δυνατόν οι περισσότεροι υποψήφιοι, ύστερα από έξι συνεχή χρόνια μαθητείας (αφήνουμε έξω τη δημοτική εκπαίδευση), να αγνοούν τους στοιχειώδεις συντακτικούς και γραμματικούς κανόνες; Είναι προφανές ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν έχουμε απλώς κάποιες δυσλειτουργίες, αλλά συνολική αποτυχία όλου του θεσμοθετημένου πλαισίου, το οποίο σχετίζεται με τη διδασκαλία της Νέας Ελληνικής Γλώσσας. Τι συμβαίνει, εντέλει, με το μάθημα της Νέας Ελληνικής Γλώσσας στα σχολεία μας; Πώς διδάσκεται˙ με ποιο πρόγραμμα, ποια στρατηγική, ποια θεωρητική βάση, ποιες κατευθύνσεις, και από ποια βιβλία;

Καθώς δεν υπάρχει αυτή τη στιγμή αναλυτικό πρόγραμμα αναζήτησα απαντήσεις στα προηγούμενα ερωτήματα, στα βιβλία της Νεοελληνικής Γλώσσας των τριών τάξεων του Γυμνασίου, τα οποία είναι αναρτημένα στην ιστοσελίδα του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού. Πρόκειται για βιβλία τα οποία έχουν τυπωθεί στην Ελλάδα (έκδοση Ο.Ε.Δ.Β.) και έχουν εισαχθεί εδώ και κάμποσα χρόνια στην κυπριακή Μέση Εκπαίδευση. Γνώριζα, βεβαίως, ότι οι σχετικιστικές θεωρίες (δεν υπάρχουν σταθεροί κανόνες, όλα είναι «αφήγηση», δεν υπάρχει «σωστό» ή «λάθος») έχουν προσβάλει και έχουν αποσυντονίσει κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων δεκαετιών το εκπαιδευτικό μας σύστημα. Τώρα φαίνεται να ήρθε η ώρα των λογαριασμών˙ γιατί προφανώς η καλπάζουσα αγλωσσία δεν μπορεί να είναι άσχετη με τα μεταμοντέρνα ιδεολογήματα και τα ασυνάρτητα, ασυνεχή και αμέθοδα βιβλία, τα οποία ομνύουν στο όνομα του «κριτικού γραμματισμού» και των «σύγχρονων παιδαγωγικών θεωριών».

Σε ένα ορθολογικό εκπαιδευτικό σύστημα το μάθημα της Νεοελληνικής Γλώσσας θα έθετε ως αυτονόητο στόχο του να καταστήσει τους μαθητές ικανούς να μιλούν και να γράφουν σωστά, με βάση τους γραμματικούς και συντακτικούς κανόνες της γλώσσας τους. Ελάχιστοι, υποθέτω, θα διαφωνούσαν με αυτή την προγραμματική αρχή. Από τη στιγμή που αρχίζει να αποδομείται το αυτονόητο και να τίθενται από τους συγγραφείς των βιβλίων ζητήματα όπως «τι σημαίνει να γράφουν σωστά», «ποιο είναι το σωστό και ποιο το λάθος», και «ποιος όρισε τους γραμματικούς κανόνες», περνάμε στην περιοχή του ανορθολογισμού.

Αναφέρω μερικά παραδείγματα, ενδεικτικά της ιδεολογικής και επιστημονικής σύγχυσης  που χαρακτηρίζει τα συγκεκριμένα βιβλία, ξεκινώντας από τον Πρόλογο της Νεοελληνικής Γλώσσας, Α΄ Γυμνασίου (συγγραφείς: Κωνσταντίνος Αγγελάκος, Ελένη Κατσαρού, Αναστασία Μαγγανά): «[τα βιβλία των τριών γυμνασιακών τάξεων] δε σας επιβάλλουν να "αποστηθίσετε" κανόνες και οδηγίες για να μιλάτε ή να γράφετε ποικίλα κείμενα, αλλά σας καλούν να "συνεργαστείτε" μαζί του [;] για να εκφράσετε με ποικίλους τρόπους τις ιδέες.....». Από αυτό το σημείο, από την απαξίωση των «κανόνων και οδηγιών» (ίσως εκείνο το μετέωρο «του», το οποίο υπονομεύει την κανονική σύνταξη, να μην οφείλεται σε αβλεψία) ξεκινά η παρεξήγηση. Η ομάδα που συνέταξε τα βιβλία απορρίπτει τις έννοιες «σωστό-λάθος» και αποστρέφεται τόσο τις γραμματικές και τα συντακτικά, όσο και τους κανόνες.

«Η διδασκαλία της γλώσσας», αναφέρεται στο Βιβλίο Εκπαιδευτικού, Γ΄ Γυμνασίου (συγγραφείς: Ελένη Κατσαρού, Αναστασία Μαγγανά, Αικατερίνη Σκιά, Βασιλική Τσέλιου), «δεν μπορεί να επιμένει κοντόφθαλμα στη διδασκαλία ενός συνόλου κανόνων και τρόπων που συγκροτούν τη λεγόμενη "σχολική γλώσσα"...» (σ. 7). Και αλλού: [αντίθετα με τις «γραμματοκεντρικές προσεγγίσεις»] «δεν επιδιώκουμε την απομνημόνευση γραμματικών κανόνων και όρων από τους μαθητές, ούτε θεωρούμε πως μια γραμματική περιγραφή πρέπει να είναι κανονιστική, να επιβάλλει δηλαδή τρόπους γλωσσικής συμπεριφοράς. Αντίθετα θεωρούμε πως η γραμματική που περιλαμβάνεται στο σχολικό εγχειρίδιο είναι απλώς μια προσπάθεια περιγραφής της γραμματικής που ήδη γνωρίζουμε ως φυσικοί ομιλητές της γλώσσας» (ό.π., σ. 10). Καταργούμε, συνεπώς, τους κανόνες και επιτρέπουμε στους μαθητές να γράφουν «ο τείχος», «το τοίχος», και «του άνθροπου».

Κάποιοι μειδιούν προφανώς, ωστόσο τα πράγματα είναι πιο σοβαρά απ' όσο φαίνονται. Πίσω από αυτόν τον γλωσσικό σχετικισμό λανθάνει μια «μοντέρνα» γλωσσολογική θεωρία, η οποία υποστηρίζει ότι η παραγωγή του γλωσσικού σημείου (ο τρόπος δηλαδή με τον οποίο γράφουμε μια λέξη) δεν είναι τόσο σημαντική όσο η πρόσληψή του (η εικόνα δηλαδή της λέξης την οποία προσλαμβάνουμε με την ανάγνωση). Αυτό το «επιχείρημα» χρησιμοποιείται ήδη (όχι πάντως ρητά από τους συγγραφείς των συγκεκριμένων βιβλίων) για να νομιμοποιήσει φαινόμενα όπως η φωνητική γραφή, το λατινικό αλφάβητο και τα greeklish.

Αξίζει ωστόσο να προσέξουμε την καταληκτική πρόταση του προηγούμενου παραθέματος: «η γραμματική που περιλαμβάνεται στο σχολικό εγχειρίδιο είναι απλώς μια προσπάθεια περιγραφής της γραμματικής που ήδη γνωρίζουμε ως φυσικοί ομιλητές της γλώσσας». Τι σημαίνει αυτό; Τα συγκεκριμένα βιβλία είναι δομημένα πάνω σε μιαν αντιπαιδαγωγική και νεφελώδη ψυχο-μεταφυσική θεωρία, η οποία πάνω-κάτω λέει τα εξής: οι μαθητές, ως φυσικοί ομιλητές, πριν προσέλθουν στο σχολείο, κατέχουν ήδη πολύ καλά τη γλώσσα (δεν χρειάζεται επομένως να τους διδάξουμε κανόνες). Η γνώση αυτή είναι «άρρητη», ασύνειδη. Σκοπός επομένως της διδασκαλίας είναι να οδηγήσει τους μαθητές σε μια «συνειδητοποίηση» αυτής της άδηλης γνώσης: η διδασκαλία της γλώσσας «δεν αποβλέπει στην εκμάθηση αλλά στη συνειδητοποίηση» (ό.π., σελ. 9).

Λογική συνέπεια των προηγουμένων: εφόσον δεν υπάρχει σωστό-λάθος και εφόσον οι μαθητές κατέχουν ήδη με τρόπο άρρητο –έστω– τη γλώσσα, τότε είναι εντελώς περιττή όχι μόνο η διδασκαλία «κανόνων», αλλά και η βαθμολογική αξιολόγηση της επίδοσής τους. Στα εισαγωγικά σημειώματα, τα οποία οι συντάκτες των βιβλίων απευθύνουν στους εκπαιδευτικούς, γίνεται εκτενής αναφορά στη «νέα αντίληψη αξιολόγησης». Για παράδειγμα στο Βιβλίο Εκπαιδευτικού της Α΄ Γυμνασίου (σελ. 8 κ.ε.) αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι «κύριος σκοπός της αξιολόγησης στη γλωσσική διδασκαλία δεν είναι κυρίως ο έλεγχος, αλλά η βελτίωση του παραγόμενου κειμένου». Τι σημαίνει αυτό; Η επεξήγηση που ακολουθεί είναι χαοτική, όσο χαοτική είναι και η προτεινόμενη μέθοδος: [η νέα αντίληψη] συνδέεται έτσι με τη διαδικασία της διδασκαλίας-μάθησης με σχέση επανατροφοδότησης, υποβάλλοντας μια κυκλική διάταξη στις διαδικασίες (αντί της γραμμικής που υπήρχε παλιότερα: πρώτα διδασκαλία-μάθηση και στο τέλος αξιολόγηση» (ό.π., σελ. 8).

Έτσι, αντί της  «παραδοσιακής» αξιολόγησης καλούνται οι καθηγητές να εφαρμόσουν μια νέα μέθοδο «αυτοαξιολόγησης». Η επεξήγηση της νέας μεθόδου και πάλιν θολή, ασύντακτη, και ακατανόητη: [η αυτοαξιολόγηση] «δε σημαίνει βαθμολόγηση της γλωσσικής παραγωγής από τους ίδιους τους μαθητές. Σημαίνει εμπλοκή τους στη διαδικασία καθορισμού του κατάλληλου και αποτελεσματικού λόγου σε δεδομένες συνθήκες και σύγκριση του λόγου που παρήγαγαν με αυτόν [;]». «Διευκρινίζεται» ότι η διαδικασία αυτή δεν είναι «γραμμική», αλλά «μια διαδικασία κυκλική», και για να συμπληρωθεί ο κύκλος, σημειώνεται με έμφαση ότι «η αυτοαξιολόγηση είναι κοινωνική διαδικασία». (ό.π., σελ. 10).

Εύκολα μπορεί να αναλογιστεί κανείς τη σύγχυση που δημιουργούν οι προηγούμενες κατευθύνσεις σε έναν ευσυνείδητο φιλόλογο, ο οποίος προσπαθεί να οργανώσει στοιχειωδώς το μάθημα της γλώσσας και –παραβλέποντας τις συστάσεις– να «διδάξει» στους μαθητές του κάποιους «κανόνες», να τους υποδείξει τα «σφάλματά» τους,  και τέλος να αξιολογήσει την επίδοσή τους (γιατί η αξιολόγηση, ευτυχώς, δεν έχει καταργηθεί ακόμη στο εκπαιδευτικό μας σύστημα). Τη σύγχυση την επιτείνει ακόμη περισσότερο η γενική ροπή των βιβλίων στην αμφισημία, τη σκοτεινότητα, και τους κακόγλωσσους νεολογισμούς. Αυτό ισχύει τόσο για τη θεωρητική βάση των βιβλίων όσο και για τη ρητή της διατύπωση˙ όπως, για παράδειγμα, στο παράθεμα που ακολουθεί, όπου τα κριτήρια αξιολόγησης χαρατηρίζονται ως «δεδομένα και σαφή», αλλά όχι και «τόσο συγκεκριμένα» σαν «συμπεριφοριστικοί στόχοι»: «Προσπαθήσαμε τα κριτήρια να είναι δεδομένα και σαφή, αλλά ταυτόχρονα να μη γίνονται τόσο συγκεκριμένα ώστε να εγκλωβίζουν το μαθητή σαν κλειστοί συμπεριφοριστικοί στόχοι...» (Βιβλίο Εκπαιδευτικού, Α΄ Γυμνασίου, σ. 10.

γ) εν είδει συμπεράσματος

Είναι γνωστό ότι η Εκπαιδευτική Μεταρρύθμιση δεν απέφερε κανένα αποτέλεσμα, ή παρέκαμψε, κατά κάποιον τρόπο, την περιοχή που καταλαμβάνει στον εκπαιδευτικό χάρτη η Νεοελληνική Γλώσσα, καθώς το Νέο Αναλυτικό Πρόγραμμα που καταρτίστηκε το 2010 κρίθηκε ακατάλληλο. Τα βιβλία ωστόσο του Ο.Ε.Δ.Β. δεν μπορούν σε καμιά περίπτωση να θεωρηθούν ως λύση· ούτε ενδιάμεση (μέχρι τον καταρτισμό Νέου Αναλυτικού Προγράμματος), ούτε προσωρινή. Το ζήτημα της διδασκαλίας της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, δεδομένης της αυτονόητης κρισιμότητας του μαθήματος, χρήζει άμεσης αντιμετώπισης. Κάποιες «διορθωτικές» οδηγίες που απέστειλε το Υπουργείο Παιδείας τον Οκτώβριο του 2013 προς τους φιλολόγους, δεν διορθώνουν ουσιαστικά τίποτε. Η αίσθησή μου είναι ότι η ζημιά την οποία έχουν προκαλέσει τα συγκεκριμένα βιβλία στο εκπαιδευτικό μας σύστημα και στη γλωσσική συμπεριφορά των μαθητών είναι ανυπολόγιστη˙ και αν ακόμη αποσυρθούν αμέσως, θα χρειαστούν αρκετά χρόνια προκειμένου να δημιουργηθεί απο την αρχή ένα ορθολογικό πλαίσιο και να ξεκινήσει η διόρθωση. Η εισήγησή μου, πάντως,  προς τους αρμοδίους του Υπουργείου Παιδείας είναι να αποσυρθούν αμέσως, πριν την έναρξη της νέας σχολικής περιόδου.

*Καθηγητής Πανεπιστημίου Κύπρου




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter











316