ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΠΟΡΤΙΔΗ*
Πριν περίπου ενάμισι μήνα έγιναν πρυτανικές εκλογές στο ΤΕΠΑΚ. Υπήρξαν οκτώ υποψήφιοι για τις θέσεις του Πρύτανη και των δύο Αντιπρυτάνεων. Ένας από αυτούς βρισκόταν στη βαθμίδα του Αναπληρωτή Καθηγητή, ένας άλλος στη βαθμίδα του Επίκουρου Καθηγητή, οι υπόλοιποι στη βαθμίδα του Καθηγητή.[2] Το γεγονός ότι υπήρξαν υποψήφιοι ευρισκόμενοι σε βαθμίδες κατώτερες της βαθμίδας του Καθηγητή προκάλεσε έκπληξη σε πολλά μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας της Κύπρου. Βεβαίως αν και η πηγή της έκπληξης όλων είναι το ίδιο γεγονός, αυτό δεν σημαίνει ότι το πώς ο κάθε ένας συνάδελφος εξεπλάγη είναι απαραίτητα το ίδιο. Αλλά είμαι βέβαιος ότι ουκ ολίγοι συνάδελφοι εκπλάγηκαν με παρόμοιο τρόπο με αυτόν που θα εξηγήσω παρακάτω.
Ας ξεκινήσουμε όμως με το αυτονόητο: ο νόμος που διέπει τις λειτουργίες του ΤΕΠΑΚ επιτρέπει υποψηφιότητες για την Πρυτανική Αρχή από όλες τις ακαδημαϊκές βαθμίδες. Επομένως, είναι δικαίωμα κάθε μέλους του ακαδημαϊκού προσωπικού του ΤΕΠΑΚ, αν το επιθυμεί, να υποβάλει υποψηφιότητα. Το νομικό δικαίωμα του κάθε μέλους δεν το αμφισβητεί κανείς. Χωρίς αμφιβολία,αυτό πουυπαγορεύει o νόμος είναι αναγκαίο συστατικό στην οριοθέτηση ενός πλαισίου εντός του οποίουπεριορίζεται η αυθαιρεσία και έτσι μπορεί να λειτουργεί ο κάθε πολίτης χωρίς να πλήττει σε μεγάλο βαθμό και έκταση τις ελευθερίες των συμπολιτών του. Αυτό τουλάχιστον είναι το ζητούμενο στις σύγχρονες δημοκρατίες. Είναι ωστόσο το νομικό πλαίσιο ικανό (δηλ. επαρκές), για να επιτυγχάνει σταθερά ένα πανεπιστήμιο τους κυριότερούς του σκοπούς,ώστε να μπορεί να κάνει συνεχώς βήματα προόδου; Για να δοθεί μια αιτιολογημένη απάντηση σε αυτό το ερώτημα πρέπει πρώτα να εξηγηθούν οι κυριότεροι σκοποί ενός πανεπιστημίου.
Αυτό δεν θα ήταν αναγκαίο σε χώρες με μακρόχρονη πανεπιστημιακή παράδοση, π.χ. όπως η Βρετανία, η Γερμανία, ή οι Η.Π.Α. Αλλά στην Κύπρο η πανεπιστημιακή εμπειρία είναι ολιγόχρονη και αυτό καθιστά την εξήγηση αναγκαία. Ο τρόπος που κατά καιρούς διάφοροι πολιτειακοί και κοινοβουλευτικοί παράγοντες καθώς και τα ΜΜΕ αντιμετωπίζουν τα κρατικά πανεπιστήμια στην Κύπρο είναι ως εάν να πρόκειται για οργανισμούς που εξυπηρετούν δύο σκοπούς: (1) να λειτουργούν ως δημόσια εκπαιδευτήρια και ως προεκτάσεις του δημοσίου λυκείου να εκπαιδεύουν τους απόφοιτους των τελευταίων με κατάληξη το πτυχίο,και (2) να παράγουν κάποια πράγματα τα οποία να τυγχάνουν άμεσης χρήσης ή να γίνονται άμεσα κατανοητά και αποδεκτά στην ευρύτερη κοινωνία. Αυτή η άποψη είναι συνυφασμένη με τις ευρύτερες κοινωνικές επιθυμίες, αντιλήψεις και νοοτροπίες των Κυπρίων πολιτών και είναι και γι’ αυτό ακριβώς που ίσως η θέση που θα εκφράσω δύσκολα θα γίνει αποδεκτή. Αν αυτή η αντίληψη για τους σκοπούς του Πανεπιστημίου ήταν ορθή, τότε ενδεχομένως ένα νομικό πλαίσιο συνοδευόμενο από έναν κώδικα αξιολόγησης της διδακτικής επάρκειας του ακαδημαϊκού προσωπικού θα ήταναρκετό να επιτρέψει σε ένα Πανεπιστήμιο να πετύχει το σκοπό του. Και αναμφίβολα το επιχείρημα που ακολουθεί εδώ θα κατέρρεε. Ωστόσο, ένα ίδρυμα με τέτοιου είδους σκοπούς μόνο φαινομενικά θα είχε την υπόσταση Πανεπιστημίου.
Μεταξύ αρκετών, ίσως των περισσοτέρων, συναδέλφων μου, επικρατεί διαφορετική άποψη. Ότι οι σκοποί των σοβαρών πανεπιστημίων παγκοσμίως –και όλοι ευχόμαστε και των κρατικών πανεπιστημίων της Κύπρου— αν και πολυσχιδείς, μπορούν να ταξινομηθούν στις εξής τρεις κύριες κατηγορίες: (1) Να παράγουν νέα επιστημονική γνώση(αυτό γίνεται εφικτό με βασική/θεωρητική και πειραματική/εφαρμοσμένη επιστημονική έρευνα) και στη δική μας περίπτωση να εντάξουν την Κύπρο στο χάρτη της επιστήμης. Είναι κοινοτοπία αλλά ίσως χρειάζεται να αναφερθεί: δεν θα στερηθεί κάτι η Επιστήμη, αν εξαλειφθεί η παραγωγή επιστημονικής γνώσης στην Κύπρο, αλλά η Κύπρος είναι αυτή που θα στερηθείσημαντικά πράγματα. (2) Να μεταδώσουν τις βασικές αρχές και τα στοιχεία της κάθε επιμέρους επιστήμης στους φοιτητές τους για να τους καταστήσουν ικανούς να ανταγωνίζονται επιτυχώς στην αγορά εργασίας τους αποφοίτους ευρωπαϊκών και άλλων πανεπιστημίων. (3) Να μεταδώσουν με σοβαρότητα στοιχεία της επιστημονικής γνώσης καθώς και την κουλτούρα της Επιστήμης στο κοινωνικό σύνολο και έτσι να εισαγάγουν στην κοινωνία τα κύρια χαρακτηριστικά της κουλτούρας του ορθού λόγου που γεννήθηκε στην Αρχαία Ελλάδα και αναγεννήθηκε και σμιλεύτηκε την εποχή της Αναγέννησης και του Διαφωτισμού. Με στοιχειώδη λογική και φαντασία μπορεί κάποιος να συναγάγει ότι ο πρώτος σκοπός καθορίζει την ευθύνη που έχει μια ακαδημαϊκή κοινότητα απέναντι στην Επιστήμη εν γένει, ανεξάρτητα από το συγκεκριμένο κράτος στο οποίο η επιστημονική γνώση παράγεται, ότι ο δεύτερος σκοπός καθορίζει την ευθύνη που έχει απέναντι στις νεώτερες γενιές και ότι ο τρίτος σκοπός καθορίζει την ευθύνη που έχει απέναντι στην κοινωνία γενικά.
Αυτοί οι σκοποί, οι οποίοι φυσικά είναι αλληλοεξαρτώμενοι, δεν επιτυγχάνονται επειδή οριοθετήθηκε κάποιο πλαίσιο λειτουργίας από ένα νόμο ή επειδή εγκρίθηκε κάποιος προϋπολογισμός. Αυτό που κυρίως καθορίζει το βαθμό εκπλήρωσης των σκοπών είναι ένα άλλο πλαίσιο, αμιγώς ακαδημαϊκό, το οποίο κοινώς στα πανεπιστήμια καλούμε «ακαδημαϊκή κουλτούρα». Σε ένα κοινωνικό περιβάλλον με πλουσιότερη ακαδημαϊκή κουλτούρα οι σκοποί αυτοί θα επιτευχθούν σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό παρά σε ένα άλλο περιβάλλον με φτωχότερη ακαδημαϊκή κουλτούρα. Φυσικά τα πράγματα είναι σαφώς πιο σύνθετα, διότι όσο περισσότερο ένα πανεπιστήμιο επιτυγχάνει τους σκοπούς αυτούς, τόσο περισσότερο αυξάνονται οι απαιτήσεις προς τα μέλη του ακαδημαϊκού προσωπικού με επακόλουθο να επιταχύνεται η περαιτέρω και σε μεγαλύτερο βάθος καλλιέργεια της ακαδημαϊκής κουλτούρας κ.ο.κ. Σε κάθε περίπτωση, κανένα νομικό πλαίσιο δεν είναι ικανό να διασφαλίσει την αποτελεσματική και σταθερή επίτευξη των κυριοτέρων σκοπών ενός Πανεπιστημίου, με τρόπο ώστε να επιτρέπει στο ίδιο να κάνει συνεχώς βήματα προόδου και να βάζει τον πήχη ψηλότερα. Μόνο η καλλιέργεια ακαδημαϊκής κουλτούρας μπορεί να το διασφαλίσει.[3]
[1] Ευχαριστώ θερμά τον συνάδελφο μου στο Πανεπιστήμιο Κύπρου Γιώργο Ξενή για την προθυμία του να διαβάσει πρότερη εκδοχή αυτού του κειμένου και για τις χρήσιμες παρατηρήσεις του που με βοήθησαν στη διατύπωση στοιχείων του κειμένου με μεγαλύτερη σαφήνεια. Φυσικά η ευθύνη των απόψεων και γενικότερα του περιεχομένου του κειμένου είναι αποκλειστικά δική μου.
[2]Σημαντικό μέρος αυτού του άρθρου γράφτηκε τις μέρες που είχαν εξαγγελθεί οι υποψηφιότητες των ακαδημαϊκών για την εκλογή της Πρυτανικής αρχής του ΤΕΠΑΚ. Επειδή δεν ήταν σκοπός του άρθρου η στήριξη συγκεκριμένων υποψηφίων και η υπόσκαψη άλλων, και επειδή δε με απασχολούσε η κατάληξη των εκλογών, επέλεξα να καθυστερήσω την δημοσίευσή του. Γιατί, όπως θα γίνει σαφές στη συνέχεια, αυτό που θεωρώ μείζονος σημασίας ζήτημα, δεν είναι το ποιος θα εκλεγεί σε ένα διοικητικό αξίωμα αλλά είναι η ικανότητά μας να δημιουργήσουμε γνήσια ακαδημαϊκή κουλτούρα και η ικανότητά μας να θέτουμε προτεραιότητες συμβατές με την κουλτούρα αυτήν.
[3]Υπάρχει διάχυτη σε διάφορα στρώματα της κοινωνίας η άποψη ότι οι οικονομικοί πόροι είναι καθοριστικός παράγοντας για την επιστημονική έρευνα και την παραγωγή γνώσης. Αυτό ευσταθεί αν κάποιος προσεγγίζει το ζήτημα από ένα πολύ συγκεκριμένο πρίσμα που αφορά τις σύγχρονες πρακτικές της επιστημονικής έρευνας, π.χ. την διεξαγωγή πειραμάτων, τη χρήση ηλεκτρονικού και άλλου τεχνολογικού εξοπλισμού, τη φυσική επαφή με την παγκόσμια επιστημονική κοινότητα, τη διάδοση επιστημονικών αποτελεσμάτων κλπ. Το χαρακτηριστικό των σύγχρονων πρακτικών ωστόσο συναρτάται από τις πραγματικότητες της δικής μας εποχής. Δεν είναι καθολικό όπως το ζήτημα το οποίο προσπαθώ να περιγράψω εδώ. Για παράδειγμα, ούτε ο Νεύτωνας ούτε ο Αϊνστάιν χρειάζονταν (στην εποχή τους) μεγάλα χρηματικά ποσά για να επινοήσουν τις θεωρίες τους. Ήταν όμως απαραίτητο να βρίσκονται στο κατάλληλο περιβάλλον με την κατάλληλη κουλτούρα, το οποίο θα επέτρεπε την εξέταση, συζήτηση και αξιολόγηση των θεωριών τους χωρίς προκατάληψη. Το ζήτημα της πολιτικής οικονομίας της επιστημονικής έρευνας είναι διακριτό από το ζήτημα της ακαδημαϊκής κουλτούρας και δεν το εξετάζω εδώ, αλλά ούτε και ισχυρίζομαι ότι είναι αμελητέο.
Η συνέχεια στο έγγραφο που ακολουθεί
*Αναπληρωτής Καθηγητής Φιλοσοφίας, Πανεπιστήμιο Κύπρου