Η άμιλλα μεταξύ των δημόσιων πανεπιστημίων μας


 ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ Κ. ΠΕΡΣΙΑΝΗ*

Ένα πολύ ενδιαφέρον φαινόμενο στην  ελληνοκυπριακή ανώτατη εκπαίδευση είναι  η δημόσια αλλά έμμεσα εκδηλούμενη τα τελευταία δυο τρία  χρόνια  άμιλλα μεταξύ των δυο παραδοσιακής μορφής δημόσιων πανεπιστημίων μας, του Πανεπιστημίου Κύπρου και του ΤΕΠΑΚ. Πολύ συχνά διαβάζουμε στον τύπο ανακοινώσεις τους για τη θέση στην οποία  τα κατέταξαν,  με βάση συγκεκριμένα κριτήρια διαφορετικοί κάθε φορά  ξένοι οργανισμοί ή επιτροπές αξιολόγησης, είτε παγκοσμίως είτε  μεταξύ των ευρωπαϊκών πανεπιστημίων ή των πανεπιστημίων των χωρών μελών της Ευρωπαϊκής  Ένωσης, και συμπεραίνουμε έμμεσα από τις  δημοσιεύσεις και των δυο, του καθενός για τον εαυτό του, ότι μερικές φορές η κατάταξή τους  είναι πολύ κοντά και άλλες φορές  υπερέχει πότε το ένα και πότε το άλλο.

Είναι ασφαλώς πολύ ευχάριστο να ακούμε για  αναγνωρισμένες από ειδικές επιτροπές αξιολόγησης  προόδους και διακρίσεις των πανεπιστημίων μας και να διαπιστώνουμε ως φορολογούμενοι πολίτες ότι τα πανεπιστήμιά μας, παρόλο που έχουν βραχύ βίο (26 χρόνια το πρώτο και 11 το δεύτερο) όχι μόνο λειτουργούν αποτελεσματικά αλλά και διεκδικούν  δάφνες διαγωνιζόμενα με πολύ παλιά και διάσημα πανεπιστήμια.  Αυτό ασφαλώς ενθαρρύνει τους ελληνοκύπριους γονείς να τα προτιμούν και να μην καταφεύγουν σε πανεπιστήμια του εξωτερικού, με σημαντικό οικονομικό όφελος όχι μόνο δικό τους αλλά και της κοινωνίας.

Υπάρχουν ωστόσο δυο λόγοι ανησυχίας σχετικά με την άμιλλα αυτή. Ο πρώτος αφορά στον βαθμό στον οποίο η άμιλλα αφήνει περιθώρια για τη συνέργεια που είναι απαραίτητο να υπάρχει μεταξύ των δυο πανεπιστημίων όχι μόνο για το καλό του δημόσιου προϋπολογισμού αλλά και για τη μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα των δυο πανεπιστημίων, ιδιαίτερα των τμημάτων που υπηρετούν τα ίδια και τα συγγενή  επιστημονικά πεδία. Θα ήταν τραγική ειρωνεία  για την Κύπρο να μην αξιοποιείται πλήρως και από τα δυο  πανεπιστήμια η πείρα που αποκτά και η προεργασία που κάνει ατομικά το κάθε ένα από αυτά.

Ο δεύτερος λόγος ανησυχίας αφορά στον βαθμό στον οποίο η  άμιλλα  αυτή αφήνει χρόνο και διάθεση στις αρχές των δυο πανεπιστημίων να επικεντρώνονται στην προσφορά στους φοιτητές τους όχι μόνο  των  επιστημονικών  γνώσεων και των πρακτικών  δεξιοτήτων   που θα τους βοηθήσουν στην εξεύρεση απασχόλησης μετά την αποφοίτησή τους, αλλά και  των πνευματικών ικανοτήτων που είναι απαραίτητες για έναν μορφωμένο άνθρωπο στον σημερινό δύσκολο και περίπλοκο παγκοσμιοποιημένο κόσμο. Από ό,τι θυμούμαι, μεταξύ των κριτηρίων που, όπως αναφέρθηκε στις ανακοινώσεις των δυο πανεπιστημίων, λήφθηκαν υπόψη από τις επιτροπές  αξιολόγησης, δεν περιλαμβανόταν  η καλλιέργεια αυτών των ικανοτήτων. Αυτό είναι κατανοητό, αφού για την αξιολόγηση αυτού του κριτηρίου χρειαζόταν χρόνος πολύς και επί τόπου έλεγχος.

Ένας σοβαρός λόγος για τον οποίο θα ανέμενε κανείς από τα δυο πανεπιστήμιά μας να δείχνουν ενδιαφέρον και γι’ αυτή την πτυχή μόρφωσης των φοιτητών τους είναι οι  υψηλές προσδοκίες που δηλώνουν δημόσια ότι έχουν. Οι αρχές και των δυο πανεπιστημίων τονίζουν συχνά στις δηλώσεις τους ότι επιδιώκουν την αριστεία και καλούν την κοινωνία να υιοθετήσει σ’ όλες τις πτυχές δραστηριότητάς της  το δικό τους ιδεώδες. Εφόσον λοιπόν τα πανεπιστήμιά  μας έχουν την ευγενή φιλοδοξία  να φτάσουν όσο πιο ψηλά μπορούν διεθνώς, πρέπει να νιώθουν και την πρόκληση  να διευρύνουν την προσφορά τους παρέχοντας και γενική  μόρφωση και καλλιέργεια πνευματικών  ικανοτήτων, όπως κάνουν  εκείνα, για παράδειγμα το Harvard University. Είμαι βέβαιος πως οι αρχές των πανεπιστημίων μας έχουν υπόψη τον κατάλογο των δέκα πνευματικών ικανοτήτων του μορφωμένου ανθρώπου (educated person) που έχει καταρτίσει το πανεπιστήμιο αυτό, τον παραθέτω όμως παρακάτω για γενικότερη ενημέρωση:

Αυτές είναι:

1. Η ικανότητα να καθορίζει κάποιος το πρόβλημα  το οποίο αντιμετωπίζει χωρίς εξωτερική βοήθεια.

2. Η ικανότητα να ρωτά δύσκολες ερωτήσεις που αμφισβητούν επικρατούσες  παραδοχές.

3. Η ικανότητα να αφομοιώνει γρήγορα τα  δεδομένα  που χρειάζεται από έναν μεγάλο όγκο άσχετων πληροφοριών.

4. Η ικανότητα να δουλεύει σε ομάδες χωρίς καθοδήγηση.

5. Η ικανότητα να δουλεύει εντελώς μόνος.

6. Η ικανότητα να πείθει άλλους πως ο δικός του δρόμος είναι ο σωστός.

7. Η ικανότητα να συλλαμβάνει θεωρητικά το  νόημα που έχουν οι διάφορες  πληροφορίες και να τις αναδιοργανώνει  σε νέα μορφή.

8. Η ικανότητα να συζητά ιδέες έχοντας κατά νου την εξεύρεση τρόπων εφαρμογής τους.

9. Η ικανότητα να σκέφτεται επαγωγικά, παραγωγικά και διαλεκτικά.

10. Η ικανότητα να προσεγγίζει τα προβλήματα εμπειρικά/με βάση την πείρα του (να μαθαίνει με τη μέθοδο δοκιμή-λάθος).

Είναι αλήθεια ότι το έργο αυτό είναι πολύ δύσκολο, ιδιαίτερα  στην Κύπρο, γιατί ούτε το λύκειο ούτε η κοινωνία μπορεί να τους παράσχει την αναγκαία υποστήριξη. Το λύκειο δεν μπορεί να βοηθήσει γιατί , όπως είναι σήμερα η κατάσταση, το κύριο έργο του είναι να διδάξει στους μαθητές το περιεχόμενο των  εγκεκριμένων σχολικών  εγχειριδίων για να πάρουν όσο το δυνατό μεγαλύτερο βαθμό στις Παγκύπριες Εξετάσεις και να μπορέσουν να εισαχθούν στο πανεπιστημιακό τμήμα της προτίμησής τους. Ξέρω ότι γίνονται προσπάθειες για ανάπτυξη της κριτικής σκέψης,  αλλά αυτό από μόνο του δεν επαρκεί. Χρειάζεται ριζική αλλαγή τόσο των μεθόδων διδασκαλίας όσο και της γενικής προσέγγισης στο θέμα της γνώσης. Ούτε όμως η κοινωνία  μπορεί να βοηθήσει, γιατί αυτές είναι καινούργιες ικανότητες που ποτέ δεν τις διδάχτηκε και δεν  είναι σε ευρεία χρήση, ώστε να  μπορούν οι πολίτες  να τις μάθουν εμπειρικά.  Άρα το έργο αυτό επαφίεται μόνο στα πανεπιστήμιά μας.

*Πρώην αναπληρωτής καθηγητής Πανεπιστημίου Κύπρου




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter











144