ΤΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΒΑΝΕΖΗ*
Με την ευκαιρία της συμμετοχής μου στο 2ο Διεθνές Επιστημονικό Συνέδριο το οποίο πραγματοποιήθηκε στις 28 και 29 Νοεμβρίου 2017 στο Συνεδριακό Κέντρο «Φιλοξενία» από το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο και Πανεπιστήμιο Κύπρου, με θέμα: «Γραμματισμός και Σύγχρονη Κοινωνία: Χώροι, Λόγοι, Πρακτικές» παρακινήθηκα να γράψω το άρθρο αυτό.
O όρος γραμματισμός είναι συνώνυμος με τον όρο αλφαβητισμός που χρησιμοποιούνταν παλαιότερα και προσδιόριζε τον στόχο της γλωσσικής διδασκαλίας στη βασική εκπαίδευση, περιγράφοντας κυρίως την κατάκτηση του μηχανισμού της γραφής και της ανάγνωσης. Πολλές είναι οι μελέτες που δείχνουν ότι η ικανότητα ανάγνωσης και παραγωγής λόγου ήταν μόνο η κορυφή του παγόβουνου όσον αφορά την εγγραμματοσύνη. Ειδικότερα, παγκόσμια πορίσματα ερευνών δείχνουν αυξητική τάση στους λειτουργικά αναλφάβητους μαθητές (Heath, 1983; Baynham, 2000) που δυσκολεύονται να ανταπεξέλθουν στις αυξανόμενες γλωσσικές απαιτήσεις της σύγχρονης κοινωνίας με την ποικιλία κειμενικών ειδών, τροπικοτήτων και διαφοροποιημένων περιστάσεων. Ο όρος γραμματισμός, αντικατέστησε τον παραδοσιακό όρο αλφαβητισμό, καταδεικνύοντας την πολύπλευρη και πολυσύνθετη όψη της εγγραμματοσύνης, ορίζοντας μια διαφορετική φιλοσοφία και προσέγγιση στη διδακτική της γλώσσας.
H εκπαίδευση γραμματισμού επιδιώκει την υλοποίηση μιας γλωσσικής αγωγής που μπορεί να καλύψει τις προαναφερθείσες κοινωνικές ανάγκες (Baynham 1995; Hasan & Wiliams 1996). Εμφανίζονται όμως δύο τάσεις προσέγγισης των αναγκών, οι οποίες βασίζονται σε διακρινόμενες απόψεις.
H πρώτη άποψη συνθέτει το τοπίο του «λειτουργικού γραμματισμού». Μια λειτουργική προσέγγιση του γραμματισμού σημαίνει ότι «διδάσκουμε τον γραμματισμό έτσι ώστε να μαθαίνουν οι συμμετέχοντες να πετυχαίνουν τους κοινωνικούς τους στόχους, δίνοντάς τους δηλαδή τη δυνατότητα πρόσβασης σε συναφείς χρήσεις του, χωρίς ωστόσο να υπεισέρχεται η κριτική διάσταση, με μια μορφή διδασκαλίας που αποδέχεται τα κυρίαρχα μέσα επικοινωνίας με τους δικούς τους όρους ως κάτι δεδομένο και φυσικό» (Baynham 2002).
H δεύτερη άποψη οριοθετεί το πεδίο του «κριτικού γραμματισμού», Ο κριτικός γραμματισμός συνεπάγεται απαραίτητα τη δράση στη ζώνη της γλώσσας ως κοινωνικής πρακτικής, συνδέεται με τον εντοπισμό των προβληματικών σημείων, με τη μη αποδοχή αυτού που παρουσιάζεται ως δεδομένο.
Σήμερα στην εκπαίδευση υπάρχουν οι πολυγραμματισμοί. Για παράδειγμα ο οπτικός γραμματισμός, που αφορά την κατανόηση και παραγωγή οπτικών μηνυμάτων, ο τεχνολογικός γραμματισμός, ο Πληροφοριακός γραμματισμός - και έπονται και πολλοί άλλοι.
Με την έκρηξη του όγκου των πληροφοριών που έχουν επιφέρει οι νέες τεχνολογίες της πληροφορίας και επικοινωνίας, ο «Πληροφοριακός γραμματισμός» (Information literacy) είναι ένας σημαντικός και ίσως ως ο κρισιμότερος άξονας των δεξιοτήτων που χρειάζεται να αναπτύξει το άτομο ως εφόδιο για τη διά βίου εκπαίδευση του και για την ενεργό συμμετοχή του στην κοινωνία. Ο «Πληροφοριακός γραμματισμός» είναι αναγκαίος για να αποδώσει τη νέα και εξελισσόμενη πραγματικότητα της σημερινής εποχής της Πληροφορίας.
Συχνά βλέπουμε να γίνονται αναφορές στην Κοινωνία της Γνώσης, στην Κοινωνία της Πληροφορίας, στην Κοινωνία της μάθησης. Όλες αυτές οι θεωρήσεις θέτουν τη γνώση στο επίκεντρο της οικονομικής ανάπτυξης (OECD 2000,1996; Stehr 1994). Τις τελευταίες δεκαετίες, οι ρυθμοί τόσο της δημιουργίας νέας γνώσης όσο και της απαξίωσης ή καταστροφής της έχουν ενταθεί. Αυτό που είναι πραγματικά πρωτοφανές είναι η ταχύτητα των αλλαγών. Για να επιτύχει κανείς οικονομικά σήμερα, έχει λιγότερη σημασία στο να κατέχει μια συγκεκριμένη και ειδικευμένη βάση γνώσεων, απ' ό,τι η ικανότητα που έχει αναπτύξει να μαθαίνει, καθώς και να ξεχνάει.
Στο σύγχρονο εκπαιδευτικό περιβάλλον, η Τεχνολογία Πληροφοριών και Επικοινωνίας (ΤΠΕ) θεωρείται ως ο φορέας εκπαιδευτικών αλλαγών στα σχολεία που μπορεί να βελτιώσει σημαντικά τα εκπαιδευτικά και παιδαγωγικά αποτελέσματα. Πολλοί υποστηρίζουν ότι τα ΤΠΕ, με κατάλληλες προϋποθέσεις σχεδιασμού και ένταξης στη διδακτική πρακτική, μπορούν να ενισχύσουν τους μαθητές στην κατεύθυνση της ανάπτυξης των γνώσεων, των δεξιοτήτων και των στάσεων που χρειάζονται για να επιτύχουν στην κοινωνία του 21ου αιώνα.
Το Γυμνάσιο οφείλει να προετοιμάσει αποτελεσματικά τους αυριανούς πολίτες της Κοινωνίας της Γνώσης, προκειμένου να είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις αλλά και να αξιοποιήσουν τις ευκαιρίες της νέας εποχής. Για το λόγο αυτό, η διδασκαλία του μαθήματος της Πληροφορικής στο Γυμνάσιο δεν έχει ως στόχο την κατάρτιση των μαθητών σε εφήμερες τεχνολογικές γνώσεις ή δεξιότητες. Περιλαμβάνει πολλά περισσότερα στοιχεία από την απλή εξοικείωση των μαθητών με τους υπολογιστές, τις λειτουργίες συγκεκριμένων λογισμικών και το Διαδίκτυο. Κυρίως, όμως, στοχεύει στην ανάπτυξη ικανοτήτων αυτόνομης αξιοποίησης των υπολογιστικών και δικτυακών εργαλείων για την επίλυση προβλημάτων και δίνει έμφαση στην αλγοριθμική σκέψη και τον προγραμματισμό σε όλες της τάξεις του γυμνασίου.
Η Τεχνολογία Πληροφοριών και Επικοινωνίας (ΤΠΕ) ως μεθοδολογία επίλυσης προβλημάτων, οι μαθητές εμπλέκονται σε δραστηριότητες επίλυσης προβλημάτων που έχουν ως σκοπό την καλλιέργεια δεξιοτήτων μεθοδολογικού χαρακτήρα (επεξεργασία δεδομένων, σχεδιασμός και υλοποίηση αλγορίθμων, μοντελοποίηση λύσεων, χαρτογράφηση εννοιών, προγραμματισμός υπολογιστών, δημιουργικότητα και καινοτομία) και δεξιοτήτων υψηλού επιπέδου (διερεύνηση, κριτική και αναλυτική σκέψη, συνθετική ικανότητα, ικανότητες επικοινωνίας και συνεργασίας).
Η κριτική επισκόπηση και αξιολόγηση των σύγχρονων εφαρμογών των ΤΠΕ με αναφορές στον κοινωνικό, εργασιακό, εκπαιδευτικό, επιστημονικό και πολιτισμικό τομέα απώτερος στόχος είναι: Οι μαθητές να αποκτήσουν ευρύτερη πληροφορική παιδεία-κουλτούρα, να διαμορφώσουν στάσεις και αξίες, που θα τους βοηθήσουν να κατανοήσουν το νέο κοινωνικό, οικονομικό και πολιτισμικό περιβάλλον που διαμορφώνεται στη σημερινή εποχή.
Η προσέγγιση που ακολουθήθηκε και στη χώρα μας, κατά την εισαγωγή του μαθήματος της Πληροφορικής στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, καθώς το πλαίσιο διδασκαλίας που διαμορφώθηκε ήταν προσανατολισμένο στα χαρακτηριστικά των χρησιμοποιούμενων τεχνολογικών περιβάλλοντων (π.χ. λογισμικά, γλώσσες προγραμματισμού κ.λπ.). Οι διδακτικές προσεγγίσεις βασίστηκαν στο λεγόμενο ‘επικοινωνιακό’ μοντέλο, στο οποίο ο εκπαιδευτικός μεταδίδει τις γνώσεις του στους μαθητές, οι οποίοι καλούνται στη συνέχεια να τις εφαρμόσουν στο εκάστοτε υπολογιστικό περιβάλλον χρησιμοποιώντας ποικίλες μεθόδους διδασκαλίας. Το μοντέλο αυτό εμπνέεται, σε μεγάλο βαθμό, από τη συμπεριφοριστική προσέγγιση για τη διδασκαλία και τη μάθηση.
Στον Εικονικό γραμματισμό, τα συναισθήματα διαδραματίζουν έναν εξαιρετικά σημαντικό ρόλο στη ζωή των μικρών παιδιών στην προσχολική και πρωτοβάθμια εκπαίδευση, αφού λειτουργούν ως ρυθμιστές των διαπροσωπικών τους σχέσεων (Denham, Zoller & Couchoud, 1994). Για το λόγο αυτό, πολλοί ερευνητές θέλησαν να διερευνήσουν κατά πόσο τα μικρά παιδιά είναι σε θέση να διακρίνουν και να κατανοούν τα συναισθήματα. Προκειμένου να πάρουν απάντηση στα ερωτήματα τους, χρησιμοποίησαν την εικόνα (πίνακες ζωγραφικής, σχέδια κ.λ.π.) ως μεθοδολογικό εργαλείο. Για αρκετά χρόνια, επικρατούσε η άποψη ότι τα πολύ μικρά παιδιά δεν μπορούν να κατανοήσουν τα συναισθήματα που αποδίδονται σε μια εικόνα (Carothers & Gardner, 1979. Jolley & Thomas, 1995). Αργότερα όμως, η Callaghan (1997) διαπίστωσε ότι οι κρίσεις των παιδιών αναφορικά με τα απεικονιζόμενα συναισθήματα είναι σωστές, όταν χρησιμοποιηθεί ο κατάλληλος μεθοδολογικός σχεδιασμός. Από την άλλη, η ενσωμάτωση των Νέων Τεχνολογιών και επικοινωνίας στην προσχολική εκπαίδευση αλλά και στη ζωή των μικρών παιδιών οδήγησε στην αυξημένη χρήση τεχνολογικών μέσων, με κυριότερα τα εκπαιδευτικά λογισμικά. Οι περιορισμένες βέβαια, αναγνωστικές ικανότητες των μικρών παιδιών επιβάλλει ο σχεδιασμός των εκπαιδευτικών λογισμικών να περιέχει τα στοιχεία εκείνα (εικόνες, σύμβολα και ήχους) (Liu, 1996) τα οποία μπορούν εύκολα να αντιληφθούν τα παιδιά (Νικολοπούλου, 2009). Άρα, η χρήση κατάλληλων εικόνων των οποίων το μήνυμα και το περιεχόμενο μπορεί να γίνει κατανοητό από τα παιδιά θεωρείται επιβεβλημένη κατά το σχεδιασμό των εκπαιδευτικών λογισμικών.
Σήμερα, στις μεταβιομηχανικές και τεχνολογικά ανεπτυγμένες κοινωνίες μας, το επίπεδο του γραμματισμού των πολιτών, συνδέεται άμεσα με τις ικανότητές τους να καλύψουν τις επιτακτικές ανάγκες σε μία κοινωνία που μεταβάλλεται συνεχώς, με νέες γνώσεις, νέες δεξιότητες και νέες ικανότητες που απαιτούνται για να εκπληρώσουμε τους πολλαπλούς δημόσιους και ιδιωτικούς ρόλους μας ως εργαζόμενοι, ως πολίτες, ως γονείς, ως καταναλωτές κτλ.
Κρίνει σήμερα απαραίτητο το εκπαιδευτικό μας σύστημα να δίνει έμφαση στην κατανόηση, παραγωγή, ερμηνεία και να οξύνει την κριτική σκέψη των μαθητών μέσω των δεικτών επάρκειας και επιτυχίας, στην αντιμετώπιση διαφόρων τύπων λόγου και κειμενικών ειδών. Οι ανάγκες αυτές, μεταβάλλονται με γοργούς ρυθμούς, και αποτελούν αντικείμενο έρευνας στα πλαίσια ενός ευρύτερου επιστημονικού χώρου.
‘Έχουμε διαπιστώσει και είναι σε όλους μας γνωστό, ότι οι γνώσεις που παρέχονταν από το εκπαιδευτικό μας σύστημα τις τελευταίες δεκαετίες, δεν επαρκούσαν και δεν αντιστοιχούσαν στις γνώσεις εκείνες που θα ήταν απαραίτητες στο μέλλον, ώστε να μπορεί κανείς να εκπληρώσει τους σύνθετους και πολλαπλούς ρόλους που απαιτούνται. Πιστεύω ότι εκείνο που χρειάζεται, είναι οι νέοι, να έχουν μάθει πώς να μαθαίνουν, ώστε να έχουν τη δυνατότητα να αναπτύσσουν διά βίου τις γνώσεις τους και τις ικανότητες τους ανάλογα με τις συνθήκες και απαιτήσεις που θα δημιουργούνται στο μέλλον. Εκείνο που χρειάζεται είναι να έχουν αναπτύξει την ικανότητα τους, για τη διαχείριση των νέων πληροφοριών που θα παράγονται διαρκώς, έτσι ώστε να μπορούν να τις εντοπίζουν, να τις κρίνουν και να τις αξιοποιούν, στη συνέχεια, ως νέα γνώση.
*Καθηγητής Πληροφορικής στη Μέση Εκπαίδευση