ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ Κ. ΠΕΡΣΙΑΝΗ *
Στη συζήτηση που ακολούθησε τις τρεις εισηγήσεις στην εκδήλωση που έγινε στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας στις 8 Φεβρ. με θέμα Οι Προκλήσεις της Δικοινοτικής Παιδείας προκάλεσε μεγάλη αίσθηση μια ερώτηση που υπέβαλε ένας από τους παρευρεθέντες. Συγκεκριμένα, αφού ανέφερε ότι πήρε πρόσφατα τα παιδιά του στο χωριό του στα κατεχόμενα και τους έδειξε το σπίτι του και τους είπε «αυτό το σπίτι είναι δικό μας», ζήτησε με πολύ σοβαρό και σεμνό τρόπο τη γνώμη των παρόντων «κατά πόσο έκανε καλά ή όχι».
Η ερώτηση ήταν εντελώς απροσδόκητη. Το πρώτο πράγμα που ήλθε στη σκέψη ήταν η μεγάλη αντίθεση ανάμεσα στα συναισθήματα των χιλιάδων ελληνοκυπρίων που περίμεναν καρτερικά μέχρι και δυο μερόνυχτα στο οδόφραγμα του Λήδρα Πάλας το 2003, όταν πρωτάνοιξαν τα σύνορα, για να περάσουν στα κατεχόμενα για να δουν το σπίτι τους, και στα συναισθήματα που ομολόγησε ότι ένιωσε την ώρα που έδειχνε στα παιδιά του το κατειλημμένο σήμερα από τους Τούρκους σπίτι του ο συγκεκριμένος πρόσφυγας. Τότε ο ενθουσιασμός ήταν μεγάλος και η ελπίδα και το φρόνημα πολύ υψηλά, στη σκέψη ότι θα έβλεπαν το σπίτι τους στα κατεχόμενα. Σήμερα, δεκατρία χρόνια μετά, δεν είναι καν βέβαιοι αν ενεργούν σωστά που δείχνουν το σπίτι τους στα κατεχόμενα στα παιδιά τους.
Ασφαλώς οι λόγοι γι αυτή τη μετάλλαξη συναισθημάτων είναι πολλοί. Η ψυχική κούραση από τη μακρά αναμονή, η απογοήτευση από τις επανειλημμένες διαψεύσεις, ο φόβος ότι θα πεθάνουν και αυτοί, όπως πέθαναν οι παππούδες, οι γιαγιάδες και οι γονιοί τους με τον πόνο της επιστροφής που δεν ήλθε. Στην περίπτωση αυτή όμως υπάρχει και ένα άλλο συναίσθημα που δεν ένιωσαν, τουλάχιστο από ό,τι ξέρουμε, όσοι εκδήμησαν προηγουμένως, μια αμφιβολία, η οποία μπορεί να είναι αμφίσημη, αμφιβολία δηλαδή αν είναι σωστό να εμπλέξουν και τα παιδιά τους σ’ αυτό το μαρτύριο της αναμονής της επιστροφής και της επανειλημμένης διάψευσης ή αμφιβολία αν συμφέρει στο σύνολο να μένει αγκυλωμένο για περισσότερα ακόμα χρόνια σε κάτι που δεν εξαρτάται από την ίδια την ελληνοκυπριακή κοινότητα αλλά από τις ορέξεις του Τούρκου εισβολέα. Η απογοήτευση αυτή μπορεί να εξηγεί και την ενέργεια απελπισίας που έκαναν και κάνουν όσοι πουλούν μισοτιμής την περιουσία τους στη συσταθείσα στα κατεχόμενα ειδική επιτροπή με χρηματοδότηση της Τουρκίας. Ο συγκεκριμένος πρόσφυγας δεν ρωτήθηκε να μας εξηγήσει τους λόγους της αμφιβολίας του και έτσι ποτέ δεν θα τους μάθουμε. Πιθανό όμως αυτό να είναι καλύτερο, γιατί έτσι μπορούμε να τον δούμε ως εκπρόσωπο μιας μικρής ή μεγάλης μερίδας των προσφύγων και όχι ένα απλό άτομο.
Εκείνο που έχει σημασία είναι να αναζητήσουμε τους βασικούς λόγους που οδήγησαν σ’ αυτή την αμφιβολία και να δούμε ποιους από αυτούς μπορούμε να προσέξουμε περισσότερο στη διαχείριση του θέματος, ειδικά σήμερα που διεξάγονται κρίσιμες συνομιλίες και με τις καθημερινές δηλώσεις και αντιδηλώσεις των δυο πλευρών πληγωνόμαστε, απελπιζόμαστε ή αναθαρρούμε και έχουμε καθημερινά την αίσθηση ότι πατάμε πάνω σε κινούμενη άμμο.
Ο κύριος λόγος, πιστεύω, της αμφιβολίας του συγκεκριμένου πρόσφυγα είναι η αλλαγή της βάσης πάνω στην οποία γίνεται η διαπραγμάτευση του περιουσιακού προβλήματος. Για πολλά χρόνια για μας ήταν θέμα εφαρμογής του βασικού ανθρώπινου δικαιώματος και της βασικής αρχής του διεθνούς δικαίου της επιστροφής της κλαπείσας/ διαρπαγείσας περιουσίας στο νόμιμο ιδιοκτήτη. Σήμερα όχι μόνο μπήκε στο τραπέζι θέμα δικαιώματος του χρήστη, αλλά γίνεται σοβαρή συζήτηση κατά πόσο στην απόφαση πρέπει να προτιμηθεί ο χρήστης έναντι του ιδιοκτήτη. Με την εισαγωγή μάλιστα και της πτυχής της ανθρώπινης ψυχολογίας ως βαρύνοντος κριτηρίου στην απόφαση, ο κατοχικός ηγέτης τόλμησε να υποστηρίξει δημοσίως ότι «ο χρήστης είναι πιο πολύ συναισθηματικά δεμένος, ύστερα από την παρέλευση σαράντα δυο χρόνων, με το σπίτι και την περιουσία που του δόθηκαν, και, επομένως, πρέπει η απόφαση να εκδοθεί υπέρ του».
Η εξέλιξη αυτή, όπως ήταν φυσικό, διάβρωσε δραματικά την ελπίδα και το φρόνημα των προσφύγων. Ξαφνικά κάτι που θεωρούσαν αδιαμφισβήτητα και υπό οιασδήποτε συνθήκας δικό τους σκεπάστηκε από τη νομική θολούρα της διελκυστίνδας μεταξύ των δικαιωμάτων του ιδιοκτήτη και του χρήστη και έγινε απρόσιτο και ξένο. Το πρόβλημα τώρα μεταμορφώθηκε ξανά, αυτή τη φορά σε πρόβλημα εξεύρεσης στο εξωτερικό των χρημάτων με τα οποία θα αποζημιωθεί ο ιδιοκτήτης, ώστε να μη διαταραχθούν τα συναισθήματα του χρήστη. Είναι τόσο «συναισθηματικά δεμένος» με το νέο σπίτι του ! Και αν τελικά δεν βρεθούν τα χρήματα, δεν χάθηκε ο κόσμος. Θα βρεθεί και πάλι μια δικαιολογία. Πιθανότατα θα πουν ότι οι πραγματικοί ιδιοκτήτες δεν ζουν πια, τι χρειάζονται τα σπίτια και τα χρήματα;
*Πρώην αναπληρωτής καθηγητής του Πανεπιστημίου Κύπρου