Η διδασκαλία της Λογοτεχνίας στο Γυμνάσιο: Ο λόγος ανάγκη της ψυχής


ΤΟΥ ΠΑΝΤΕΛΗ ΒΟΥΤΟΥΡΗ*  

Τον Φεβρουάριο του 2009 ξεκίνησε, όπως είναι γνωστό, η προσπάθεια για τη σύνταξη των νέων Αναλυτικών Προγραμμάτων από την προδημοτική και δημοτική εκπαίδευση έως τη βαθμίδα του Λυκείου, στο πλαίσιο της «Εκπαιδευτικής Μεταρρύθμισης». Η επιστημονική Επιτροπή, η οποία συστάθηκε για το νέο Πρόγραμμα Σπουδών της Λογοτεχνίας, αποτελούμενη από τρεις πανεπιστημιακούς (τον Μίμη Σουλιώτη, την Αφροδίτη Αθανασοπούλου, και τον υποφαινόμενο) πλαισιώθηκε από τρεις ομάδες «μάχιμων» εκπαιδευτικών, μία για κάθε βαθμίδα. Στις συζητήσεις που ακολούθησαν και στην επεξεργασία των προτάσεων συμμετείχαν πέραν των εξήντα φιλολόγων. Τον συντονισμό ανέλαβε με αποτελεσματικότητα η φιλόλογος Βασιλική Σελιώτη. Προϊόν αυτής της διεργασίας, στην οποία ελάχιστη (έως μηδενική) συμβολή είχε η Επιτροπή Διαμόρφωσης Αναλυτικών Προγραμμάτων (ΕΔΑΠ), υπήρξε μια ολοκληρωμένη πρόταση επανασχεδιασμού της ύλης, των προγραμμάτων, των διδακτικών βιβλίων, των τρόπων και των μεθόδων διδασκαλίας της λογοτεχνίας.

Με την παρέλευση πέντε σχεδόν χρόνων από την εκκίνηση του εγχειρήματος, και ενώ διδάσκονται ήδη στις τρεις γυμνασιακές τάξεις των σχολείων μας τα νέα βιβλία, νομίζω ότι δεν θα ήταν άσκοπος ένας πρώτος δημόσιος απολογισμός. Συνοψίζω, καταρχάς, τις βασικές προγραμματικές αρχές πάνω στις οποίες κτίστηκε το Αναλυτικό Πρόγραμμα της Λογοτεχνίας:

α) Η διαμόρφωση ενός προγράμματος σπουδών θεμελιωμένου στην ελληνική παιδεία και γλώσσα. Αυτή η ουσιώδης καταστατική αρχή, υπό κανονικές συνθήκες, θα έπρεπε να θεωρείται αυτονόητη (και άρα περιττή η υπόμνησή της). Ωστόσο παλαιότερες ιδεολογικές στρεβλώσεις (οι οποίες ξεκινούν από την περίοδο της αποικιοκρατίας) και σύγχρονες κυπροσωβινιστικές αγκυλώσεις, κατέστησαν τα ζητήματα αυτά (τα σχετικά με την ταυτότητα και τη γλώσσα) επίμαχα.

 β) Ο καταρτισμός ενός συνεκτικού προγράμματος σπουδών, στο πλαίσιο του οποίου θα διασφαλιζόταν η συνέχεια στη σπουδή του αντικειμένου και η προοδευτική εμβάθυνση (όπως συμβαίνει με άλλα γνωστικά αντικείμενα, τα αρχαία ελληνικά, για παράδειγμα, ή τα μαθηματιικά). Με αυτό το σκεπτικό, αντιμετωπίσαμε τη λογοτεχνία ως ένα ενιαίο γνωστικό αντικείμενο, η διδασκαλία του οποίου ξεκινά από τα στοιχειώδη στο Δημοτικό, προοδευτικά επεκτείνεται, και εμβαθύνει στα πιο σύνθετα, στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο (αυτό ακριβώς σημαίνει ο όρος «σπειροειδής ανάπτυξη», ο οποίος χρησιμοποιείται στην περιγραφή του νέου αναλυτικού προγράμματος).

γ) Υιοθέτηση ενός προτύπου θεματικής οργάνωσης της ύλης, για τις τρεις τάξεις του Γυμνασίου και την πρώτη τάξη του Λυκείου. Αντιθέτως, για τις δύο τελευταίες τάξεις του Λυκείου η ύλη οργανώνεται με βάση ιστορικά-γραμματολογικά κριτήρια. Παράλληλα, περιορίστηκε ο αριθμός τόσο  των θεματικών ενοτήτων όσο και των ανθολογημένων κειμένων. Σκοπός ήταν ο καταρτισμός ενός φιλικού (σε διδάσκοντες και διδασκομένους) προγράμματος σπουδών, το οποίο να επιτρέπει μεγαλύτερη -συγκριτικά με τα παλαιότερα αναλυτικά προγράμματα- ελευθερία.

Με βάση τις παραπάνω προγραμματικές αρχές σχεδιάστηκαν και τα νέα διδακτικά βιβλία από τη συντακτική ομάδα την οποία αποτελούσαν οι Αφροδίτη Αθανασοπούλου, Βασιλική Σελιώτη, Αλέξανδρος Μπαζούκης, και Παντελής Βουτουρής.  Ήδη βρίσκεται στα χέρια των εκπαιδευτικών και των μαθητών (και διδάσκεται) η σειρά για τις τρεις τάξεις του Γυμνασίου, με γενικό τίτλο Ο λόγος ανάγκη της ψυχής. Κείμενα λογοτεχνίας. Συγκεκριμένα,  για κάθε τάξη υπάρχει ένα βιβλίο για τον μαθητή (με ανθολογημένα λογοτεχνικά κείμενα, τα οποία είναι κατανεμημένα σε τρεις θεματικές ενότητες), και ένα βιβλίο για τον εκπαιδευτικό (με συμπληρωματικό υλικό, εισηγήσεις και ενδεικτικές ασκήσεις ή οδηγίες για τη διδασκαλία των κειμένων).

Το νέο αναλυτικό πρόγραμμα (το οποίο, όπως αναφέρθηκε, αντιμετωπίζει τη λογοτεχνία ως ενιαίο και συνεχές γνωστικό αντικείμενο) καταργεί τον κατακερματισμό της ύλης σε ξεχωριστά ανθολόγια για τη νεοελληνική, την ευρωπαϊκή, και την «κυπριακή» λογοτεχνία (η οποία μέχρι σήμερα εμφανιζόταν ως άλλη, ανεξάρτητη λογοτεχνία από την ελληνική). Στα νέα «Κείμενα Λογοτεχνίας» αντιπροσωπεύεται κατά βάσιν, όπως είναι φυσικό, η νεοελληνική λογοτεχνία (στη νεοελληνική λογοτεχνία εντάσσεται προφανώς και η νεοελληνική λογοτεχνία της Κύπρου), σε συστοιχία με μεταφρασμένα έργα αναγνωρισμένων δημιουργών της ευρύτερης ευρωπαϊκής λογοτεχνίας.

Η συντακτική ομάδα έχει γίνει αποδέκτης πολλών –θετικών στη συντριπτική πλειονότητά τους– κρίσεων, εποικοδομητικών παρατηρήσεων ή υποδείξεων, κυρίως από φιλολόγους, οι οποίοι διδάσκουν τα συγκεκριμένα βιβλία. Υπήρξαν ωστόσο και ορισμένες ενστάσεις σχετικά με την καταλληλότητα (ή την ακαταλληλότητα) συγκεκριμένων λογοτεχνικών κειμένων, τα οποία η συντακτική ομάδα επέλεξε και συμπεριέλαβε σε κάποιους από τους θεματικούς κύκλους. Εννοείται ότι οι κρίσεις των φιλολόγων, ή όσων έχουν παιδιά στα κυπριακά σχολεία ή όσων ενδιαφέρονται ενγένει για τη λογοτεχνία και τη διδασκαλία της στην εκπαίδευση, είναι ευπρόσδεκτες και προφανώς αν υπάρξει δυνατότητα ανασχεδιασμού των βιβλίων θα ληφθούν σοβαρά υπόψιν. Όλοι συμφωνούμε ότι ένα σχολικό εγχειρίδιο με επιλεγμένα λογοτεχνικά κείμενα διαφέρει κατά πολύ από μια «κανονική» ανθολογία, η οποία, σε τελευταία ανάλυση, κατοπτρίζει το γούστο και τις προτιμήσεις του ανθολόγου. Αυτό δεν μπορεί να ισχύει σε ένα σχολικό εγχειρίδιο.  Οι ανθολόγοι, προκειμένου να επιλέξουν τα κείμενά τους, συνδυάζουν πολλαπλά κριτήρια και  λαμβάνουν υπόψιν τους διάφορες παραμέτρους, εκτός από τη λογοτεχνική αξία, όπως είναι η γλώσσα, το θέμα (δηλαδή η δυνατότητα ένταξης του κειμένου σε μια συγκεκριμένη ενότητα), και ακόμη οι γνώσεις και οι προσδοκίες των μαθητών. Είναι σημαντικό επίσης να διευκρινιστεί ότι τα κείμενα, πεζά και ποιητικά, τα οποία περιλαμβάνονται στα «Κείμενα Λογοτεχνίας», προτείνονται ως παραδειγματικά (μπορούν, επομένως, να αντικαθίστανται από άλλα ομόθεμα –μια που αποτελούν «παραδείγματα»– ανάλογα με τις απαιτήσεις, τις ανάγκες και τις ιδιαιτερότητες κάθε σχολικής μονάδας).

*Καθηγητής Πανεπιστημίου Κύπρου 




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter










939