ΤΟΥ ΔΡΟΣ ΑΝΔΡΕΑ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ*
Από το 2008, περίοδο κατά την οποία ξέσπασε η οικονομική κρίση σε παγκόσμιο επίπεδο, πέραν των κοινωνικών προβλημάτων που δημιουργήθηκαν, όπως αυτό της ανεργίας, της φτώχειας, της εξαθλίωσης μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού, αναπόφευκτη υπήρξε και η αλλαγή στην πολιτική αρκετών κρατών αναφορικά με τις δαπάνες που αφιερώνουν στην εκπαίδευση. Ως εκ τούτου, οι τεχνοκράτες προβληματίζονται σοβαρά και μελετούν διαρκώς τρόπους για την αποδοτικότερη αξιοποίηση των επενδύσεων στην εκπαίδευση, ώστε η κάθε δαπάνη να αποδίδει θετικά αποτελέσματα.
Κατά καιρούς διατυπώνονται διαφορετικές απόψεις από πολλούς φορείς και ομάδες που έχουν ενδιαφέρον στα θέματα εκπαίδευσης για το ενδεικνυόμενο ύψος των δαπανών σε αυτή. Ο πλουραλισμός των διαφορετικών θέσεων και επιχειρημάτων οφείλεται κυρίως σε διαφορετικά κοινωνικο-οικονομικά και ιδεολογικά πλαίσια, και παρόλο που δεν επιχειρείται επιστημονικά τεκμηριωμένη προσέγγιση σε πολλές από τις πιο πάνω περιπτώσεις, είναι δυνατόν αυτές οι απόψεις να επιδράσουν καίρια στις αποφάσεις που λαμβάνονται από τους υπευθύνους για τη χάραξη εκπαιδευτικής πολιτικής.
Είναι παραδεχτό ότι η διαδικασία λήψης αποφάσεων για το ύψος των εκπαιδευτικών δαπανών και ο καθορισμός πολιτικής για μιαν ορθολογική διαχείριση των πόρων, η οποία θα εξυπηρετεί ταυτόχρονα και τους σκοπούς της εκπαιδευτικής πολιτικής, είναι ένας δύσκολος στόχος των κρατών. Πολλές φορές στην όλη προσπάθεια δεν λαμβάνεται υπόψη η χρησιμότητα της διερεύνησης της συσχέτισης του κόστους της εκπαίδευσης με την αποτελεσματικότητα της σχολικής πράξης. Είναι γι’ αυτό που επισημαίνεται ότι η λήψη αποφάσεων για τις εκπαιδευτικές δαπάνες πρέπει να ανατροφοδοτείται και να στηρίζεται τόσο από τον χώρο της οικονομίας, και συγκεκριμένα από τον επιστημονικό κλάδο που έχει ως κύρια ενασχόλησή του την αποτελεσματική διαχείριση των πόρων που διατίθενται για την Εκπαίδευση, όσο και από τον χώρο της Εκπαιδευτικής Αποτελεσματικότητας, αναφορικά με την απόδοση σε μαθησιακά αποτελέσματα.
Ως γνωστόν η επιστήμη που ερευνά την Εκπαιδευτική Αποτελεσματικότητα είναι η Εκπαιδευτική Διοίκηση, η οποία θεωρεί τους εκπαιδευτικούς οργανισμούς ως ανοικτά κοινωνικά συστήματα, σύμφωνα με το μοντέλο Κοινωνικών Συστημάτων των Getzels και Guba (1957). Οι οργανισμοί αυτοί αποτελούν τους κυριότερους εκπροσώπους της Συστημικής Θεωρίας στην Εκπαίδευση και λειτουργούν στη βάση ενός θεωρητικού σχήματος εισροών (input), διεργασίας (process) και εκροών (output).
Οι διάφορες έρευνες που έγιναν μέχρι τώρα κατέληξαν σε αντιφατικά αποτελέσματα όσον αφορά στο κατά πόσο υπάρχει κάποια σχέση μεταξύ της αύξησης των επενδύσεων (εισροών) στην Εκπαίδευση και στα μαθησιακά αποτελέσματα (εκροές). Οι κυριότεροι λόγοι για την αντιφατικότητα αυτή των αποτελεσμάτων εστιάζονται στην πολυπλοκότητα και πολυμορφία των εκπαιδευτικών διαδικασιών και παραγόντων που επηρεάζουν την κατάσταση στην Εκπαίδευση. Παρόλο που το γενικό συμπέρασμα του γνωστού ερευνητή/ακαδημαϊκού Hanushek (1989) είναι ότι δεν υπάρχει μια ξεκάθαρη, συστηματική σχέση μεταξύ οικονομικών πόρων και τελικών αποτελεσμάτων των μαθητών, ο ίδιος δεν αποκλείει την επίδραση της ακαδημαϊκής επιτυχίας από τέτοιους παράγοντες.
Με βάση τα δεδομένα της Κύπρου, τα τελευταία χρόνια οι συνολικές δαπάνες για την εκπαίδευση, ως ποσοστό στο Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν (Α.Ε.Π.), υπήρξαν αρκετά μεγάλες, κατατάσσοντάς τη χώρα μας στις πιο υψηλές θέσεις σε σύγκριση με τον μέσο όρο των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.). Ενδεικτικά αναφέρεται ότι, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία (Eurostat, 2012), κατά το έτος 2010 το ποσοστό των συνολικών δαπανών της Κύπρου στο Α.Ε.Π. ανερχόταν σε 7,92%, ενώ για τις χώρες τις Ε.Ε. το μέσο ποσοστό ήταν 5,44%, χωρίς, όμως, αυτό να αποδεικνύει ότι η παρεχόμενη εκπαίδευση στην Κύπρο είναι ποιοτικά καλύτερη από ό,τι σε άλλες χώρες, των οποίων η συνολική δαπάνη για την παιδεία αντιστοιχεί σε μικρότερο ποσοστό στο Α.Ε.Π. Συνεπώς, τίθεται επιτακτικά το ερώτημα, αν τα ποσά που διατίθενται για δαπάνες στην Εκπαίδευση φέρουν τα επιθυμητά αποτελέσματα και αντανακλούν κάποια επίδραση στις επιδόσεις των μαθητών ή όχι. Η υπόθεση αυτή αποτελεί το αντικείμενο της έρευνάς μας και ευελπιστούμε ότι τα συμπεράσματά της θα αποτελούν μια μικρή συνεισφορά στη γενικότερη προσπάθεια για μεγαλύτερα επίπεδα αποτελεσματικότητας στην Εκπαίδευση, λαμβάνοντας υπόψη ότι στην Κύπρο υφίσταται μια παραδοξότητα. Παρά τα υψηλά κονδύλια που επενδύονται στην εκπαίδευση, εντούτοις οι επιδόσεις των μαθητών σε διεθνείς εξετάσεις, όπως στις TIMSS, PISA, PIAAC, κατατάσσονται στις χαμηλότερες μεταξύ των συμμετεχουσών χωρών στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Στην παρουσίαση των σημαντικότερων ερευνών από τη διεθνή βιβλιογραφία στεκόμαστε ιδιαίτερα σε έναν από τους πρώτους ερευνητές που ασχολήθηκαν με τη διερεύνηση της επίδρασης των δαπανών Εκπαίδευσης στα μαθησιακά αποτελέσματα, τον Eric Hanushek που μέσα από δεκάδες επιστημονικά άρθρα και μελέτες του κατέληξε ότι δεν υπάρχει μια ξεκάθαρη, συστηματική σχέση μεταξύ οικονομικών πόρων και τελικών αποτελεσμάτων των μαθητών (Hanushek, 1989).
Αρχικά, ο Hanushek το 1986, σε μια προσπάθεια να διερευνήσει τη σχέση των σχολικών δαπανών με την αποδοτικότητα των σχολείων, όπως αυτή εκφραζόταν μέσω των αποτελεσμάτων των μαθητικών εξετάσεων ή των εισοδημάτων που κέρδιζαν οι μαθητές μετά το πέρας των σπουδών τους, προχώρησε στον έλεγχο 147 ξεχωριστών μελετών. Σκοπός της έρευνάς του ήταν να αποδείξει πως τα σχολεία της Δημοτικής και Μέσης Εκπαίδευσης στις Η.Π.Α., κατά τη διάρκεια της περιόδου 1960 μέχρι το 1983, διαφέρουν δραματικά στην ποιότητά τους παρόλη την αυξητική τάση που είχαν οι σχολικές τους δαπάνες. Ο κυριότερος λόγος που ώθησε τον Hanushek στη διεξαγωγή της έρευνας αυτής ήταν επειδή τα αυξανόμενα κόστη των σχολικών δαπανών δεν παρουσιάζονταν να έχουν τα ανάλογα αυξητικά αποτελέσματα και στα μαθησιακά αποτελέσματα.
Ο Hanushek (1997), μετά την πρώτη έρευνά του που έκανε το 1986, επανεξέτασε τη βιβλιογραφία, διερευνώντας κατά πόσο τα αυξημένα ποσά που αφιερώνονται στην Εκπαίδευση χρησιμοποιούνται αποδοτικά. Κατέληξε στο συμπέρασμα πως οι διάφορες μικροοικονομικές και μακροοικονομίες αρχές είναι χρήσιμες σε κάθε προσπάθεια αναθεώρησης ή μεταρρύθμισης του Εκπαιδευτικού Συστήματος και η αύξηση των εξόδων στα σχολεία δεν οδηγεί υποχρεωτικά και σε καλύτερα μαθητικά αποτελέσματα. Το συμπέρασματου Hanushek (1997) είναι πως για να γίνει οποιαδήποτε αύξηση των σχολικών δαπανών πρέπει να προηγηθεί αναδιάρθρωση, μεταρρύθμιση των σχολείων, καθώς και καλύτερη χρήση των υπαρχόντων πόρων, δίνοντας με τον τρόπο αυτό κίνητρα στους καθηγητές για καλύτερα αποτελέσματα και ακολούθως να τεθεί ο στόχος για αύξηση των σχολικών δαπανών μακροπρόθεσμα.
Αργότερα, αρκετοί ερευνητές αμφισβήτησαν τα αποτελέσματα του Hanushek, με αποτέλεσμα να ακολουθήσει μια επανεξέταση των αναλύσεων του ιδίου από τους Greenwald, Hedges & Laine (1994). Οι μελετητές αυτοί από το Πανεπιστήμιο του Σικάγο, κατέληξαν σε διαφορετικά συμπεράσματα. Διαφάνηκε ότι, όταν χρησιμοποιηθούν διαφορετικές διαδικασίες για τις διάφορες μελέτες (του Hanushek), τότε συγκεκριμένες εισροές έχουν ουσιαστική σχέση με τις εκροές, όπως για παράδειγμα ο παράγοντας της ποιότητας του καθηγητή, η εκπαίδευση του καθηγητή, η εμπειρία του, τα μικρά σχολεία και ο χαμηλότερος δείκτης απόδοσης καθηγητή/μαθητή, δηλαδή ο αριθμός των μαθητών που αναλογεί ανά εκπαιδευτικό.
Στη βιβλιογραφική ανασκόπηση σημαντική είναι και η έρευνα των Jones & Zimmer (2001), οι οποίοι επικεντρώθηκαν περισσότερο στο σχολικό περιβάλλον. Καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι ένα ασφαλές, καθαρό και ελεγχόμενο περιβάλλον μπορεί να έχει θετική επίδραση στα μαθησιακά αποτελέσματα με πολλούς τρόπους.
Σε μιαν άλλη έρευνα οι Powell και Steelman (1996) χρησιμοποίησαν δεδομένα από το κράτος για το 1993 και κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι οι εκπαιδευτικές δαπάνες είχαν ως αποτέλεσμα μια μεγάλη και στατιστικά σημαντική επίδραση στα αποτελέσματα των εξετάσεων των μαθητών στο Scholastic Assessment Test (SAT) και American College Testing (ACT). Μια σημαντική έρευνα είναι και των Hakkinen et al., (2003), οι οποίοι εξέτασαν τη μείωση των δαπανών στα σχολεία Μέσης Εκπαίδευσης, όπου φοιτούν παιδιά 16-19 χρονών, κατά την περίοδο 1990-1998. Χρησιμοποιώντας παλινδρομική ανάλυση των εθνικών αποτελεσμάτων των τελικών εξετάσεων τεσσάρων μαθημάτων των μαθητών από ένα μεγάλο δείγμα σχολείων της Φινλανδίας, σε μια περίοδο που λόγω ύφεσης οι εκπαιδευτικές δαπάνες μειώθηκαν, δεν βρήκαν ότι υπάρχει σημαντική επίδραση της μείωσης των δαπανών στα αποτελέσματα καμιάς εξέτασης. Αντίθετα, η ανάλυση των στοιχείων απέδειξε πως η οικογενειακή κατάσταση των παιδιών και η γονική φροντίδα που τυγχάνουν είχαν μεγαλύτερη επίδραση στην επίτευξη καλύτερων αποτελεσμάτων.
*Το Β μέρος στο πιο κάτω έγγραφο
*Εκπαιδευτικού, Προέδρου της Ένωσης Οικονομολόγων Κύπρου)