Η διοικητική κρίση στην ΟΕΛΜΕΚ


 ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ Κ. ΠΕΡΣΙΑΝΗ*

Για όσους βλέπουν τα πράγματα επιφανειακά η πρόσφατη διοικητική κρίση και ουσιαστική διάσπαση της ΟΕΛΜΕΚ (οι εφημερίδες μιλούν για τις πιο δύσκολες μέρες στη ζωή της) οφείλεται στη μετακίνηση ενός μέλους του Δ.Σ. από το ένα μπλοκ Κινήσεων (Αλλαγή και Νέα Κίνηση) στο άλλο (ΔΗΚΙ, Προοδευτική και Νέα Πνοή) και στην αντίδραση στη συμμετοχή του προέδρου της ΟΕΛΜΕΚ στην Επιτροπή που ετοίμασε τα Νέα Ωρολόγια Προγράμματα  και στην παράλειψή του να ενημερώσει έγκαιρα το Δ.Σ για όσα θα προτείνονταν. Για όσους όμως βλέπουν τα διαδραματισθέντα  βαθύτερα, η διάσπαση αυτή είναι το αναπόφευκτο αποτέλεσμα της αδυναμίας της Οργάνωσης να αντέξει τις συγκρούσεις συμφερόντων μεταξύ των διαφόρων Συνδέσμων Μαθημάτων που είναι ενταγμένοι στους κόλπους της και τις φυγόκεντρες δυνάμεις που αναπτύχθηκαν από την  προσπάθεια όλων των Συνδέσμων να εκβιάσουν την κατάσταση με διάφορες ενέργειες και απειλές  σε μια προσπάθεια  να καρπωθούν όσο το δυνατό περισσότερα οφέλη  σε βάρος των άλλων. Η τάση φυγής και διάσπασης ήταν έκδηλη καθημερινά στα άρθρα διαμαρτυρίας που δημοσιεύονταν  στο Paideia-news τους τελευταίους δυο μήνες και στα δημόσια μηνύματα που Κινήσεις και πολλοί εκπαιδευτικοί έστελλαν με τις ανακοινώσεις και τα άρθρα τους προς το Δ.Σ. να τους διαγράψει από μέλη. Η πράξη έδειξε ότι η Οργάνωση ήταν αδύνατο να μπορέσει να διατηρήσει τη συνοχή της  μέσα σε τόσο μεγάλη σύγκρουση και αναταραχή. Η διάσπαση ήλθε τώρα που κορυφώθηκε η σύγκρουση λόγω των ΝΩΠ.

Αν θέλουμε να είμαστε πιο ειλικρινείς, θα μπορούσαμε ίσως να πούμε ότι η διάσπαση είναι η εκδίκηση της μεγάλης αύξησης της δύναμης που απέκτησε η Οργάνωση όλα αυτά τα χρόνια  ακριβώς με την προσπάθειά της να καταστεί μια συνδικαλιστική οργάνωση  που να έχει ως βασικό ρόλο την εξυπηρέτηση των συμφερόντων  όλων ανεξαίρετα των μελών της. Ένα τέτοιο έργο ήταν εκ των πραγμάτων αδύνατο, ένα mission impossible, αφού θα ήταν αδύνατο να αντιμετωπισθεί  με επιτυχία η  σφοδρή σύγκρουση των συμφερόντων μεταξύ τους και σε μερικές περιπτώσεις  και με   το βασικό συμφέρον της εκπαίδευσης.  Η αύξηση της δύναμης της Οργάνωσης δημιούργησε σε πολλά μέλη την ψευδαίσθηση πως αυτή ήταν παντοδύναμη με αποτέλεσμα να θεωρούν προσωπικά υπεύθυνη τη Γραμματεία της Οργάνωσης ή συγκεκριμένα μέλη του Συμβουλίου στην περίπτωση που τα αιτήματά τους δεν ικανοποιούνταν και να απειλούν με αποχώρηση. Μερικοί θα πουν ίσως ότι μεγάλη ευθύνη  φέρει το ΔΣ, επειδή  δεν μπόρεσε για σειρά ετών να δείξει την ηγετική ικανότητα και τη θέληση που απαιτούνταν για να προχωρήσει στον  εξορθολογισμό  της πολιτικής του, ώστε να σταθμίσει τα πράγματα και να χαράξει  έναν οδικό  χάρτη με γενικές αρχές που θα το βοηθούσαν να αντιμετωπίσει συνειδητά και σωστά τις νέες συνθήκες που δημιουργούσαν καθημερινά οι μεγάλες αλλαγές και εξελίξεις στην εκπαίδευση και στα θέματα των εκπαιδευτικών. Πιστεύω ωστόσο πως όσο μεγάλη ηγετική ικανότητα και να επιδείκνυαν τα εκάστοτε διοικητικά συμβούλια, οι περιστάσεις ήταν τέτοιες και τα προβλήματα τόσο δύσκολα, κυρίως λόγω της βαθιάς πολιτικοποίησης,  που δεν θα μπορούσαν να  τις αντιμετωπίσουν με επιτυχία.

Το ερώτημα βέβαια είναι τι θα γίνει απ’εδώ και πέρα. Μπορεί η Οργάνωση να αγνοήσει αυτή την πραγματικότητα και να συνεχίσει απτόητη τον ίδιο ρόλο σαν να μην άλλαξε τίποτε; Πιστεύω πως υπάρχουν τρεις πιθανότητες.

Η πρώτη, να συνεχίσει να λειτουργεί όπως σήμερα, με πολύ μόχθο και πόνο βυθιζόμενη καθημερινά περισσότερο σε ένα φαύλο κύκλο σύγκρουσης, αλληλοκατηγοριών και υποβάθμισης του κύρους της και του κύρους των εκπροσώπων της.

 Η δεύτερη είναι να αποφασίσει  να παραδεχθεί ότι δεν είναι έργο της η επίλυση των προσωπικών επαγγελματικών προβλημάτων όλων των μελών της αλλά μόνο των βασικών θεμάτων που αφορούν στο σύνολο. Αυτό θα σημαίνει ότι η Οργάνωση θα αποκτήσει διαφορετική ταυτότητα και θα λειτουργεί πλέον πάνω σε νέα βάση.

Σε μια τέτοια περίπτωση είναι πολύ πιθανό πολλά μέλη να θελήσουν να ιδρύσουν μια άλλη παράλληλη οργάνωση και να αφήσουν την παρούσα  οργάνωση να ασχολείται με  καθαρά εκπαιδευτικά θέματα.

Εκείνο που μπορεί να λεχθεί με βεβαιότητα είναι ότι όχι μόνο η εκπαίδευση αλλά και η  χώρα χρειάζονται οπωσδήποτε μια σοβαρή εκπαιδευτική οργάνωση που θα εκφράζει τη θέληση και τις θέσεις του εκπαιδευτικού κόσμου και θα μπορεί να διαδραματίζει ένα σοβαρό ρόλο στη διαμόρφωση των εκπαιδευτικών πραγμάτων της Κύπρου.

*Πρώην αναπληρωτής καθηγητής του Πανεπιστημίου Κύπρου




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter











127