ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΠΕΡΣΙΑΝΗ
Με το άρθρο αυτό θέλω να εκφράσω τη βαθιά απογοήτευσή μου για την κύρια ιδέα της πρόσφατης (7 Σεπ. 2013) εγκυκλίου που απέστειλε ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου κ. Χρυσόστομος προς τους μαθητές, τους σπουδαστές και τους φοιτητές, με την ευκαιρία της έναρξης του νέου σχολικού κα ακαδημαϊκού έτους. Σ’ αυτήν ο Αρχιεπίσκοπος αφιερώνει ολόκληρη την πρώτη κύρια παράγραφο για να πείσει τους μαθητές και τους σπουδαστές/φοιτητές να επικεντρωθούν «στα αναγκαία» και να επιλέξουν «επαγγέλματα πρόσφορα σε προοπτικές απασχόλησης» και αφήνει στην τελευταία γραμμή της εγκυκλίου την αναφορά σε «αμοιβαίο σεβασμό και συνεργασία» και στην ανάγκη να «βαδίζουν τον δρόμο των εντολών του Χριστού».
Παρόλο που αντιλαμβάνομαι πλήρως το σκεπτικό του Μακαριοτάτου, έχω την εντύπωση πως η προτροπή του προς τους μαθητές και τους σπουδαστές/φοιτητές να επικεντρωθούν «στα αναγκαία» αυτήν την εποχή της εμπορευματοποίησης της γνώσης και της παιδαγωγικής και της κυριαρχίας των απανθρωπιζουσών αρχών της αγοράς δεν ήταν δικός του ρόλος.
Αυτά είναι συνθήματα της Παγκόσμιας Τράπεζας, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και οργανώσεων που εργάζονται αποκλειστικά να πείσουν όλες τις χώρες και ιδιαίτερα τις λιγότερο αναπτυγμένες να κάνουν ό,τι μπορούν για να επιτύχουν οικονομική ανάπτυξη. Τον ρόλο αυτό στην Κύπρο πρέπει να τον διαδραματίζουν, και τον διαδραματίζουν μεθοδευμένα και με πολλή επιτυχία, η Κυβέρνηση (Υπουργείο Εργασίας, Αρχή Ανάπτυξης Ανθρώπινου Δυναμικού), τα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας, οι επιχειρηματίες και τα ιδιωτικά σχολεία και πανεπιστήμια. Τα τελευταία προσφέρουν ήδη, σύμφωνα με τις διαφημίσεις τους, εκπαίδευση και κατάρτιση που θα χρειαστούν οι νέοι για τα νέα επαγγέλματα που θα προκύψουν με την είσοδο της Κύπρου στην εποχή των υδρογονανθράκων. Από την άλλη, οι μαθητές από καιρό τώρα επικεντρώνονται με υπερβολή στα «αναγκαία», όπως φαίνεται από τις επιλογές των μαθημάτων που κάνουν στο Ενιαίο Λύκειο και τα μαθήματα που εκτιμούν και μελετούν, καθώς και από τα τμήματα των πανεπιστημίων στα οποία εγγράφονται.
Από την Εκκλησία θα ανέμενε κανείς να τονίσει στους μαθητές και στους γονείς το ακριβώς αντίθετο, ότι δηλαδή ναι μεν είναι φυσιολογικό σ’ αυτήν την εποχή του σκληρού ανταγωνισμού να φροντίζουν για τον επαρκή εφοδιασμό τους με τα προσόντα που χρειάζονται για την εξεύρεση απασχόλησης, αλλά πρέπει ταυτόχρονα να θυμούνται ότι για να ζήσουν με πληρότητα και σωστά και ανθρώπινα χρειάζεται να πάρουν από την εκπαίδευση και άλλα εφόδια, εκτός από επαγγελματικά προσόντα. Χρειάζεται να φροντίζουν να καλλιεργούν το νου και την ψυχή τους, και να αποκτούν τις στάσεις και τις δεξιότητες (σεβασμό, κριτική ικανότητα, υπευθυνότητα, συνεργατικότητα, επικοινωνία) που θα τους κάνουν καλούς ανθρώπους και καλούς πολίτες. Αυτή η αποστολή έπρεπε γενικά να αποτελούσε ιδιαίτερη έγνοια και φροντίδα της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Κύπρου, αφού αυτός είναι ο διακριτός ρόλος μιας Εκκλησίας. Στην περίπτωση μάλιστα της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Κύπρου, ο ρόλος αυτός έπρεπε να ήταν πολύ επιτακτικός, όχι μόνο επειδή ήταν κάποτε ο κύριος παροχέας εκπαίδευσης στην Κύπρο, αλλά και επειδή η ίδια, για διάφορους λόγους, δεν είναι σε θέση
να προσφέρει τη δυνατότητα στους μαθητές της Κύπρου να φοιτήσουν σε εκκλησιαστικά σχολεία, όπως κάνουν η Καθολική και η Προτεσταντική Εκκλησία σε πολλές χώρες του κόσμου. Στο σημείο αυτό αξίζει ίσως να υπενθυμίσουμε ότι πριν από έξι χρόνια (το 2007) η ηγεσία της Εκκλησίας μας είχε ανακοινώσει την πρόθεσή της για ίδρυση δικών της σχολείων («Σημερινή», 6 Φεβρ. 2007). Η λειτουργία τέτοιων σχολείων όχι μόνο θα εμπλούτιζε την προσφερόμενη σήμερα εκπαιδευτική γνώση και την πνευματική ζωή του τόπου, αλλά θα παρείχε και στους εκπαιδευτικούς την ηθική στήριξη και το ηθικό σθένος να αγωνιστούν για την ενίσχυση της διδασκαλίας των ηθικών αρετών και τη διάδοση του θείου λόγου στα σχολεία, σε μια εποχή που η μανία για τον πλούτο και την ευημερία συμπαρασύρει τα πάντα, και κάνει τον θρησκευτικό λόγο και τις θρησκευτικές ευαισθησίες να φαντάζουν παντελώς άσχετες.