Η Ελληνική Κοινωνία του Δημήτρη Χατζή: Πίσω από «Το τέλος της Μικρής μας Πόλης» και το «Διπλό Βιβλίο


ΤΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΠΡΩΤΟΠΑΠΑ*

Αν στο Τέλος [της μικρής μας πόλης] έχουμε τη δυνατότητα και την ευκαιρία να μελετήσουμε την κοινωνία του μεσοπολέμου, στο Διπλό Βιβλίο έχουμε την κοινωνία στην οποία εξελίχθηκε μετά το τέλος των εμφυλίων, έτσι που ένας ιστορικός μπορεί κάλλιστα να θεωρήσει το ένα βιβλίο ως συνέχεια του άλλου  και να δει έτσι πιο ολοκληρωμένα την προσπάθεια του Δημήτρη Χατζή να μας δώσει, μέσω της λογοτεχνίας, τις συνεχόμενες φάσεις της ίδιας κοινωνίας, της ελληνικής κοινωνίας του καιρού του.

Η  πόλη, όπου επιτελούνται τα γεγονότα και δρουν οι ήρωές του [στο Τέλος της μικρής μας πόλης], δεν κατονομάζεται με ακρίβεια σε κανένα σημείο του βιβλίου παρά τις τόσες και τόσες ενδείξεις, ούτε ορίζεται με ακρίβεια η επιστημονική ή γεωγραφική της θέση, γιατί η πόλη του Χατζή θα μπορούσε να είναι οποιαδήποτε πόλη του μεσοπολέμου, μικρή ή μεγάλη, συμπεριλαμβανομένης και της πρωτεύουσας του Νεοελληνικού κράτους. Η αναφορά του σε άλλες, πλην των Ιωαννίνων, πόλεις της ίδιας εποχής που αντιμετωπίζουν ανάλογα προβλήματα ή φαινόμενα και πεθαίνουν με τον ίδιο τρόπο, όπως οι Σέρρες, ο Βόλος, η Σύρος, γενικεύει το φαινόμενο και διευρύνει την οπτική μας γωνία. Είναι η πόλη και η κοινωνία του ελληνικού μεσοπολέμου που αργοπεθαίνει μέρα με τη μέρα και ο κόσμος της, ή, καλύτερα οι κόσμοι της.

Η πόλη δεν περιλαμβάνει έναν μόνο κόσμο μέσα της αλλά τόσους, όσες και οι συνοικίες της, οι μαχαλάδες, οι οικιστικές της ενότητες δηλαδή στις οποίες ζουν κοινωνικά υποσύνολα αυστηρά περιχαρακωμένα στη δική τους κλειστή και απόλυτα αυτάρκη κοινωνική και οικονομική πραγματικότητα. Για τον λόγο αυτό και ο χώρος της δράσης του κάθε διηγήματος τοποθετείται όχι σε ολόκληρη την πόλη αλλά σε ένα μέρος μόνο, σε μια συνοικία χαρακτηριστική και τυπική, αποκομμένη οργανικά, αυτή και ο κόσμος της, από την υπόλοιπη πόλη με τους μαχαλάδες της, χωρίς προσβάσεις και επικοινωνία, κλειστή και απομονωμένη από την υπόλοιπη κοινωνική και πολιτισμική πραγματικότητα. Οι συντεχνίες, θεσμός καθαρά μεσαιωνικός, οι κοινωνικές ομάδες, τα κοινωνικά υποσύνολα εν γένει ζουν και κινούνται πάντα στη δική τους και μόνο συνοικία, της οποίας τα όρια είναι αυστηρά και απαραβίαστα. Όρια κοινωνικά, θρησκευτικά, ηθικά, πολιτικά και πολιτισμικά αλλά και όρια πραγματικά, όπως τα τείχη του μεσαιωνικού κάστρου. Ο κόσμος της συνοικίας και κατ’ επέκταση ο κόσμος της πόλης  διαλύεται και καταστρέφεται, συμπαρασύροντας μαζί της και ολόκληρη την κοινωνία, από την στιγμή που θα σπάσουν με οποιοδήποτε τρόπο τα σύνορά της και θα δημιουργηθεί η πρώτη ρωγμή, που όμως θα φέρει σιγά-σιγά και ανεπαίσθητα στην αρχή αλλά σταθερά, με την συνεχιζόμενη αύξηση του ρήγματος, τον θάνατο, το τέλος, όπως π.χ. στην κλειστή κοινωνία των Εβραίων της Ελλάδας του μεσοπολέμου και, σπανιότερα, τη μετάβαση, όπως στην περίπτωση της κοινωνίας των ταμπάκων, σε νέες μορφές κοινωνικής, οικονομικής και, συνεπώς, και ιδεολογικής και πολιτισμικής συγκρότησης.

Το Διπλό βιβλίο είναι ένα πολυφωνικό κείμενο με επαναλαμβανόμενα θεματικά μοτίβα που αναπτύσσονται μουσικά. Ο μύθος τοποθετείται στη Γερμανία στα χρόνια της δικτατορίας στην Ελλάδα. Αρχίζει δηλαδή από μια μεταγενέστερη σε σχέση με τις αφετηριακές του εμπειρίες εποχή, από ένα σκληρό παρόν, που έχει όμως διαμορφωθεί από τις συνθήκες του παρελθόντος.  Το Διπλό βιβλίο εκφράζει την αγωνία του δημιουργού του για το μέλλον της κοινωνίας μας και του τόπου μας.

Το Διπλό βιβλίο είναι αποσπασματικό, με αδιέξοδο προβληματισμό. Μοιάζει περισσότερο με συρραφή μικρών ιστοριών που έχουν τη μορφή διηγημάτων. Τα διάφορα πρόσωπα που πρωταγωνιστούν σ’ αυτά επανέρχονται στα επιμέρους κεφάλαια , για να αποτελέσουν τον αρμό του μύθου. Οι ιστορίες που περιέχονται στις επιμέρους ενότητες αναφέρονται κυρίως στη ζωή και το δράμα Ελλήνων μεταναστών. Είναι εργάτες σε γερμανικά εργοστάσια και περιθωριοποιημένοι διανοούμενοι καφενόβιοι. Κοινές ιστορίες ξεριζωμένων από την πατρίδα ανθρώπων, αλλοτριωμένων, που ζουν στο περιθώριο της καπιταλιστικά οργανωμένης ζωής στη Δυτ. Γερμανία. Βασικό πρόσωπο είναι ο αφηγητής, ο Κώστας, που εργάζεται ως μεταφορέας στο Άουτο ελέκτρικα της Στουτγάρδης, ένα εργοστάσιο που κατασκευάζει φώτα και λαμπτήρες αυτοκινήτων.

Το Διπλό βιβλίο καταγράφει την ιστορία των χαμένων γενιών ή αλλιώς «τον καημό της ρωμιοσύνης». Ο Κώστας αφηγείται τις ιστορίες σε πρώτο πρόσωπο στο «μικρό συγγραφέα», που καταγράφει τα λεγόμενά του. Κάποτε ορισμένα κεφάλαια τα γράφει ο ίδιος ο συγγραφέας, όπως π.χ. το 4ο («Ρέκβιεμ για ένα μικρό ράφτη») και το 8ο («Η Αναστασία των Μολάων»). Συχνά η αφήγηση διακόπτεται και παρεμβάλλεται διάλογος ανάμεσα στον Κώστα και στον συγγραφέα.

Το Διπλό βιβλίο είναι γεμάτο μεταβάσεις και στο χρόνο και στο χώρο: από τη Γερμανία στο Ντομπρίνοβο και από τη Σούρπη στους Μολάους. Το πρώτο βιβλίο είναι ο παλιός κόσμος και το δεύτερο ο νέος, ο αβέβαιος χωρίς οδηγίες και σταθερότητες κι αυτή η μετάβαση από το ένα βιβλίο στο άλλο συμπίπτει και με τη μετάβαση από το συγγραφέα, που το πρώτο βιβλίο είναι δικό του, στον αναγνώστη-Κώστα του δεύτερου βιβλίου. Στο Διπλό βιβλίο εκδηλώνεται σαφώς η εγκατάλειψη από το Χατζή της μεσιανικής πίστης στην τεχνολογία και στο μοντέρνο, όπως αυτή προβάλλεται στα πρώτα του διηγήματα και η στροφή του σε ένα είδος μεταμοντέρνας επίγνωσης και απογοήτευσης από το πολλά υποσχόμενο όραμα της βιομηχανικής κοινωνίας.

Ο Χατζής είναι κάτι περισσότερο από ρεαλιστής πεζογράφος και το ζήτημα είναι να καθορίσουμε αυτή την περισσή διαφορά του από τους άλλους ρεαλιστές. Κατά τη γνώμη μου αυτό γίνεται αν προσθέσουμε το επίθετο ουμανιστικός ως προσδιορισμό του είδους του ρεαλισμού του, όπως άλλοι παλαιότερα πρόσθεταν το κριτικός, το σοσιαλιστικός ή το κοινωνικός. Θα μπορούσε βέβαια κανείς να αντικαταστήσει τον όρο «ουμανιστικός ρεαλισμός» με έναν άλλο παρεμφερή το «νοσταλγικός ρεαλισμός» ή «ρεαλισμός της νοσταλγίας», αν δει τα πράγματα μέσα από το πρίσμα της εξορίας και τη διττή θέαση που αυτή παρέχει σε έναν εξόριστο συγγραφέα: αυτή της ειρωνικής απόστασης και εκείνη της νοσταλγικής μέθεξης

Στο Διπλό βιβλίο μπορούμε να μιλάμε πια για μια πόλη, τη Στουτγάρδη, μόνο με αποσπάσματα. Διακρίνουμε μια σαφή τριλογία αποσπασμάτων (το εργοστάσιο, το σταθμό, το κέντρο της πόλης), μέσα από την οποία προσπαθεί να αρθρώσει το λόγο της η πολιτεία των ξένων, η Στουτγάρδη του Δ. Χατζή. Μέσα σ’ ένα αρχιπέλαγος τελικά από διαφορετικές επάλληλες και παράλληλες πραγματικότητες που εκπροσωπεί η Στουτγάρδη, πραγματικότητες που συνυπάρχουν και διεκδικούν το χώρο και μια θέση ισορροπίας μέσα σ’ αυτόν, μέσα σ’ ένα σύνολο και από πολλά άλλα αποσπάσματα, μια χαλαρή κοινότητα —οι έλληνες μετανάστες— αποπειράται την κατάκτηση μιας έστω αποσπασματικής τάξης μέσα στο χώρο.

Ενώ λοιπόν η πεζογραφία των πολιτικών προσφύγων είναι μια καθαρή περίπτωση «λόγου της θυματοποίησης», στο εσωτερικό της παρήχθη και το πρώτο κείμενο που εμπεριέχει την αναγνώριση του τραύματος του Άλλου, το διήγημα του Δημήτρη Χατζή «Ανυπεράσπιστοι» (1964), ενώ κάτι τέτοιο θα το περιμέναμε από τους σχετικά πιο «ελεύθερους» συγγραφείς στην Ελλάδα. Ο Χατζής ωστόσο είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση πρώιμης κατάρριψης των ψευδαισθήσεων και νομίζω πως η κατάρριψη των ψευδαισθήσεων ανοίγει οπωσδήποτε το δρόμο για την αναγνώριση του τραύματος του Άλλου.

* Φιλόλογος




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter










127