ΤΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ*
Παρά τις συνεχείς διαβουλεύσεις μηνών δεν κατέστη εφικτή μια συμφωνία μεταξύ της Ελλάδας και των δανειστών. Ήταν αναμενόμενο να μην αποδεχθεί η Αθήνα ένα νέο υφεσιακό μνημόνιο το οποίο θα οδηγούσε στην περαιτέρω εμβάθυνση της κρίσης. Κακώς οι δανειστές δεν είχαν την ευελιξία για νέες προσεγγίσεις για λόγους ουσίας αλλά και συμβολισμού. Πέραν τούτου, η Τρόικα ήθελε να κρατήσει μια σταθερή στάση και να παραδειγματίσει τις υπόλοιπες χώρες.
Η κυβέρνηση Τσίπρα μετά την κατάρρευση των προσπαθειών επέλεξε το δημοψήφισμα. Από τη στιγμή όμως που αφ’ ενός η κυβέρνηση Τσίπρα δεν είχε ως επιλογή το εθνικό νόμισμα και αφ’ ετέρου η συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών επιθυμεί παραμονή στην Ευρωζώνη δεν υπάρχει επιπρόσθετη πίεση για τους Δανειστές. Δηλαδή οι δανειστές θα διαφοροποιούσαν τη στάση τους μόνο στην περίπτωση που θεωρούσαν ότι υπάρχει κίνδυνος μετάδοσης του προβλήματος στις υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης και ευρύτερη αποσταθεροποίηση. Πέραν τούτου, μοιραίως, το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος ίσως νομιμοποιήσει την πολιτική των μνημονίων και της λιτότητας.Εν ολίγοις εφ’ όσον η έξοδος από την Ευρωζώνη και η επιλογή του εθνικού νομίσματος αποκλείονται, θα έπρεπε να υπάρξει άλλη οδός αντί του δημοψηφίσματος.
Ένα σοβαρό πρόβλημα το οποίο καθιστούσε πιο περίπλοκη και πιο δύσκολη την κατάσταση είναι ότι η επικοινωνία αλλά και η «χημεία» μεταξύ των δύο πλευρώνήταν/είναιαρνητική. Πέραν των φιλοσοφικών διαφορών μεταξύ Θεσμών και Αθηνών,κατ’ επανάληψιν οι δανειστές έθεσαν θέμα αξιοπιστίας της ελληνικής κυβέρνησης. Από την πλευρά της η κυβέρνηση Τσίπρα υποστήριξε ότι η Τρόικα προσπαθούσε να την εξευτελίσει και να την αποσταθεροποιήσει.
Σε επίπεδο αξιολόγησης της οικονομικής πολιτικής υπογραμμίζεται ότι η υφεσιακή πολιτική των Δανειστών είναι καταστροφική. Όταν μια οικονομία είναι σε βαθειά ύφεση δεν προκρίνονται μειώσεις στις δαπάνες και φορολογικές αυξήσεις.Αποτελεί οικονομικό παραλογισμό να θεωρούνται τα δημοσιονομικά ισοζύγια και τα πρωτογενή πλεονάσματα ως προτεραιότητα κάτω από τέτοιες συνθήκες. Αλλά και η εμμονή της κυβέρνησης Τσίπρα για αυξήσεις της φορολογίας κάτω από τις ήδη αρνητικές οικονομικές συνθήκες σε επιχειρήσεις αποτελεί λανθασμένη επιλογή. Εν ολίγοις ο ιδεολογικός δογματισμός τείνει να δημιουργεί περισσότερα προβλήματα.
Υπογραμμίζεται συναφώς ότι επειδή το ενδεχόμενο οριστικής ρήξης μεταξύ Αθηνών και Θεσμών ήταν/είναιορατό, έπρεπε να υπάρχει ολοκληρωμένο σχέδιο PLAN-B το οποίο εκ των πραγμάτων θα περιλαμβάνει το εθνικό νόμισμα. Η κυβέρνηση Τσίπρα όμως εξακολουθεί να τονίζειότι επιθυμεί λύση εντός της Ευρωζώνης. Προφανώς υπήρχαν και υπάρχουν πολλές αντιφάσεις. Μεταξύ άλλων, η κυβέρνηση Τσίπρα έπρεπε να κατανοούσε ότι δεν μπορεί να επιβάλει τους όρους της στους Δανειστές στα πλαίσια της Ευρωζώνης. Την πολιτική της θα μπορούσε να την εφαρμόσει εάν είχε ευχέρεια στη δημοσιονομική και νομισματική πολιτική στα πλαίσια του εθνικού νομίσματος.
Υπάρχει ο φόβος για χειρότερα δεινά αν η Ελλάδα καταλήξει σε δραχμή. Αυτή είναι η αιχμή του δόρατος των υποστηρικτών του ΝΑΙ στο δημοψήφισμα. Εάν όμως η χώρα είχε προχωρήσει σε εθνικό νόμισμα στην αρχή της κρίσης πριν λίγα χρόνια καθώς και στις αναγκαίες μεταρρυθμίσειςτα δεδομένα θα ήταν πολύ καλύτερα.Όταν η κρίση κορυφωνόταν και η ρήξη ήταν πιθανή,διάφοροι διανοητές καθώς και δεξαμενές σκέψεις υιοθέτησαν την άποψη ότι ακόμη και σήμερα η επιστροφή στη δραχμή θα τερμάτιζε την ασφυξία της χώρας.Η επιστροφή στο εθνικό νόμισμα και η κατάλληλη διαχείριση της δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής σε συνδυασμό με τον παραμερισμό των στρεβλώσεων και του εξορθολογισμού της οικονομίας οδηγούν σε θετικά αποτελέσματα. Όμως το νόμισμα από μόνο του χωρίς μεταρρυθμίσεις δεν οδηγεί αυτόματα σε θετικά αποτελέσματα.
Με τα υφιστάμενα δεδομένα η παραμονή της Ελλάδας στην Ευρωζώνη θα είναι προβληματική και η βαθειά ύφεση θα διαιωνίζεται. Στη σημερινή συγκυρία, λύση εντός της Ευρωζώνης με θετικά αποτελέσματα θα ήταν ένα Σχέδιο Marshall, μείωση φορολογίας και ανασυγκρότηση του χρέους. Αποδοχή της φιλοσοφίας των Δανειστών θα αποτελεί πύρρειο νίκη των οπαδών του ΝΑΙ καθώς ουσιαστικά θα νομιμοποιηθεί η φιλοσοφία του μνημονίου, της σκληρής λιτότητας και της μιζέριας.Στην καλύτερη περίπτωση η ελληνική κρίση θα αποτελέσει την απαρχή μιας ουσιαστικής συζήτησης σε ολόκληρη την Ευρώπη για αλλαγή της ευρύτερης αρχιτεκτονικής της Ευρωζώνης.
*Καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας και Πρόεδρος του Κέντρου Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων του Πανεπιστημίου Λευκωσίας.