Η επέτειος της 28ης Οκτωβρίου και η προσφορά της Κύπρου


ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΤΑΛΙΑΔΩΡΟΥ*

Στην πολύχρονη και πολυκύμαντη ιστορία του το Ελληνικό Έθνος πέρασε μέσα από συμπληγάδες και απειλήθηκε από πολλούς εχθρούς. Μπόρεσε όμως να επιζήσει στηριζόμενο στις δικές του ηθικές και πνευματικές δυνάμεις. Οι αγώνες των Ελλήνων έχουν μια ομοιομορφία, είναι αγώνες για την πίστη, την πατρίδα, την τιμή, την αξιοπρέπεια και την ελευθερία.

Η μεγαλομανία των Αδόλφου Χίτλερ και Μπενίτο Μουσολίνι, η ακόρεστη φιλοδοξία τους να καθυποτάξουν κάτω από το ναζιστικό και φασιστικό πέλμα την Ευρωπαϊκή Ήπειρο και να κυριαρχήσουν σε ολόκληρο τον κόσμο έσυρε το 1939 την ανθρωπότητα στο μεγαλύτερο όλεθρο που είχε γνωρίσει μέχρι τότε. Στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο συμμετείχαν 70 σχεδόν έθνη και 100 περίπου εκατομμύρια άνδρες έλαβαν μέρος στις πολεμικές επιχειρήσεις. Οι νεκροί ανήλθαν σε 34 περίπου εκατομμύρια στα πεδία των μαχών ενώ άλλα 30 σχεδόν εκατομμύρια αριθμούσαν οι τραυματίες και οι ανάπηροι.

Το φθινόπωρο του 1940, όλες σχεδόν οι χώρες της ηπειρωτικής Ευρώπης, μετά από αντίσταση μερικές και άλλες χωρίς αντίσταση, βρίσκονταν κάτω από τη χιτλερική μπότα.

Τα χαράματα της 28ης Οκτωβρίου 1940 ο Ιταλός πρέσβης ζητούσε τελεσιγραφικά από τον τότε Έλληνα Πρωθυπουργό Ιωάννη Μεταξά: «Να καταλάβει [η Ιταλία] δια των ενόπλων αυτής δυνάμεων ορισμένα στρατηγικά σημεία του Ελληνικού εδάφους. Η Ιταλική Κυβέρνηση ζητεί από την Ελληνική Κυβέρνηση όπως μη εναντιωθεί εις την κατάληψιν ταύτην και όπως μη παρεμποδίσει την ελευθέραν διέλευσιν των στρατευμάτων των προορισμένων να την πραγματοποιήσουν…» και κατέληγε ως εξής το τελεσίγραφο: «Σε περίπτωση αντιστάσεως η αντίστασις αυτή θα καμφθεί δια των όπλων».

Η απάντηση που πήρε ο Ιταλός πρέσβης από τον Έλληνα Πρωθυπουργό ήταν ανάλογη του αρχαιοελληνικού «Μολών λαβέ». Ήταν μια μόνο λέξη: «OXI». Ένα ΟΧΙ που έγινε πράξη στις χιονοσκέπαστες βουνοκορφές της Πίνδου από τον ηρωικό τσολιά και την Ηπειρώτισσα γυναίκα. Αναμφισβήτητα το ΟΧΙ και το έπος του 1940-1941 ανήκει σ’ όλους τους Έλληνες. Όλος ο ελληνικός λαός, με μια ψυχή, χωρίς κανένα δισταγμό, όρθωσε το ανάστημά του στον ορμητικό χείμαρρο του φασισμού. Στις 28 Οκτωβρίου 1940 ο Μουσολίνι προσέβαλε την τιμή, την αξιοπρέπεια, τα ιερά και τα όσια του Ελληνισμού. Σε απάντηση του οι Έλληνες περιφρόνησαν τη λογική, τους αριθμούς και τη δύναμη του εχθρού και πρόταξαν το ΟΧΙ σε μια αυτοκρατορία 45 εκατομμυρίων, η οποία διέθετε ένα πάνοπλο στρατό. Τη στιγμή που η Γαλλία των 50 εκατομμυρίων αντιστάθηκε μόνο ένα μήνα. Η Πολωνία των 30 εκατομμυρίων άντεξε μόνο 15 μέρες, η μικρή Ελλάδα των 7 εκατομμυρίων πολέμησε γενναία για 216 ολόκληρες ημέρες.

Ο ηρωικός τσολιάς της Πίνδου δεν στάθηκε μόνο στην άμυνα επί του πατρίου εδάφους αλλά προχώρησε με την ξιφολόγχη και την ιαχή ΑΕΡΑ στην αντεπίθεση απελευθερώνοντας για μια ακόμη φορά την πολύπαθη Βόρειο Ήπειρο. Στην Κορυτσά, στο Αργυρόκαστρο, στους Άγιους Σαράντα κυμάτισε υπερήφανα η Ελληνική Σημαία.

Ο θαυμασμός για τον Έλληνα μαχητή της Πίνδου κυριάρχησε σ΄ όλη την Ευρώπη. Ακόμη και ο ίδιος ο Χίτλερ δήλωνε στις 4 Μαΐου 1941:

«Ο Ελληνικός λαός ηγωνίσθη τόσον γενναίως, ώστε και αυτοί ακόμα οι εχθροί του δεν δύνανται να αρνηθώσι την προς αυτόν εκτίμησιν. Εξ όλων των αντιπάλων, οίτινες μας αντιμετώπισαν, μόνον ο Έλλην στρατιώτης επολέμησε με παράτολμον θάρρος και ύψιστην περιφρόνησιν προς τον θάνατον. Δεν εσυνθηκολόγει παρά μόνον όταν πάσα περαιτέρω αντίστασις απέβαινεν αδύνατος και απολύτως ματαία».

Ο Ραδιοφωνικός Σταθμός της Μόσχας, στην εκπομπή της 27ης Απριλίου 1942 απευθυνόμενος προς τους Έλληνες έλεγε: «Επολεμήσατε άοπλοι εναντίον πανόπλων και ενικήσατε. Επολεμήσατε μικροί εναντίον μεγάλων και επικρατήσατε. Δεν ήταν δυνατό να γίνει διαφορετικά, γιατί είστε Έλληνες! Ως Ρώσοι, ως άνθρωποι εκερδίσαμε χάρης στη θυσία σας χρόνο για να αμυνθούμε! Σας ευγνωμονούμε!».

Στις 28 Οκτωβρίου οι μαχητές της Πίνδου βροντοφώναξαν το ΟΧΙ στο Μουσολίνι. Στις 6 Απριλίου 1941 οι σιδερόφρακτες στρατιές του Χίτλερ προσβάλλουν την Ελλάδα από τα Ελληνοβουλγαρικά σύνορα. Ένα νέο ΟΧΙ ακούστηκε στα οχυρά του Ρούπελ και του Λισσέ. Η μικρή Ελλάδα δεχόταν πλέον την ταυτόχρονη επίθεση δύο αυτοκρατοριών. Μετά από αντίσταση 21 ημερών, στις 27 Απριλίου 1941 η ναζιστική σημαία υψωνόταν στον Ιερό Βράχο της Ακρόπολης.

Στο ελληνικό θαύμα του 1940 είχε και η ιδιαίτερή μας πατρίδα Κύπρος τη δική της προσφορά. ΄Αλλωστε από το 1821 η Κύπρος έδωσε το παρόν της σε όλους τους αγώνες του ΄Εθνους (Κρήτη, Μακεδονία, Θράκη, ΄Ηπειρος, Μικρασία).

Το πρωινό της 28ης Οκτωβρίου 1940, όταν γνωστοποιήθηκε στο νησί η άρνηση της Ελλάδος να παραδώσει στη φασιστική Ιταλία γην και ύδωρ, οι Κύπριοι, αψηφώντας τις απαγορεύσεις που είχαν επιβάλει οι Βρετανοί αποικιοκράτες, μετά τα «Οκτωβριανά» του 1931  και κατά την περίοδο της «Παλμεροκρατίας», ξεχύθηκαν στους δρόμους με τις γαλανόλευκες ψάλλοντας τον εθνικό μας ύμνο.

«Η συγκίνησις, την οποία ησθάνθη σύμπας ο κυπριακός ελληνισμός, σύμφωνα με τον κυπριακό τύπο της εποχής, μόλις ηγγέλθη η προπετής κήρυξις του πολέμου κατά της Ελλάδας, ήτο παντού έκδηλος. Η ιερά αγανάκτησις, η οποία διεγράφετο εις τα πρόσωπα όλων, ανεξαρτήτως ηλικίας, φύλου και κοινωνικής τάξεως, συνωδεύετο και από δάκρυα πατριωτικής συγκινήσεως».

Ο χώρος της Αρχιεπισκοπής κατακλύστηκε από την κυπριακή νεότητα, η οποία αυθόρμητα δήλωνε πρόθυμη να στρατευτεί εθελοντικά στον αγώνα για την προάσπιση της Μητέρας Πατρίδας. Εκατοντάδες νέοι της Κύπρου σπεύδουν στο Ελληνικό Προξενείο για να καταταγούν ως εθελοντές στον ελληνικό στρατό.

Πρώτοι έσπευσαν στο εθνικό προσκλητήριο 38 Κύπριοι φοιτητές των Αθηνών με επικεφαλή τον εξόριστο, ακάματο, εθνικό αγωνιστή Μητροπολίτη Κερύνειας Μακάριο. Κάποιοι από αυτούς πότισαν με το αίμα τους τις χιονισμένες βουνοκορφές της Πίνδου επιβεβαιώνοντας και πάλι τους ακατάλυτους δεσμούς οι οποίοι ενώνουν τον Μητροπολιτικό Ελληνισμό με τον Κυπριακό Ελληνισμό. Μεταξύ των Κυπρίων φοιτητών που απετέλεσαν την κυπριακή σπονδή στο δέντρο της ελληνικής ελευθερίας ήταν και οι τελειόφοιτοι της Ιατρικής Σχολής Αθηνών Βαρνάβας Σιερίφης και Λουκής Λιασίδης. Στα Στρατιωτικά Κοιμητήρια της Ελλάδας έχουν εντοπιστεί οι τάφοι 98 Κυπρίων που έπεσαν για την ελευθερία της Ελλάδας.

Το Δεκέμβριο του 1940 μεταφέρθηκαν στην Ελλάδα οι βρετανικές αυτοκρατορικές δυνάμεις μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνονταν και 6.000 άνδρες του Κυπριακού Συντάγματος. Οι Κύπριοι έλαβαν μέρος σε επιχειρήσεις σε περιοχές της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας. Μετά τη γερμανική εισβολή κατά της Ελλάδας στις 6 Απριλίου 1941 το βρετανικό εκστρατευτικό σώμα  αρχίζει να απαγκιστρώνεται προς την Πελοπόννησο και μετά προς την Κρήτη. Οι απώλειες του Κυπριακού Συντάγματος κατά τους υποχωριτικούς αγώνες ήταν τεράστιες και ανήλθαν στους 2.500 άνδρες. Η εφημερίδα Τάιμς του Λονδίνου σχολιάζοντας την προσφορά των Κυπρίων πολεμιστών στην Ελλάδα τόνιζε και τα εξής: «Δυνάμεθα να βασισθώμεν επί των Κυπρίων και εις το μέλλον. Συνδυάζουν καρτερίαν με άριστον μαχητικόν πνεύμα, το οποίο απέσπασε την εκτίμησιν των αξιωματικών των».  

Από το αντιφασιστικό αγώνα δεν απουσίασαν ούτε οι γυναίκες της Κύπρου. Περίπου 200 Κύπριες υπηρέτησαν στη Βοηθητική Στρατιωτική Υπηρεσία. Ο αριθμός αυτός ήταν  σημαντικός ώστε η Κύπρος να κατατάσσεται μεταξύ των τριών πρώτων χωρών σε αριθμό γυναικών της Βοηθητικής Στρατιωτικής Υπηρεσίας, μετά την Αγγλία και την Παλαιστίνη. Οι Κύπριες εθελόντριες προσέφεραν υπηρεσίες ως ασυρματίστριες, τηλεφωνήτριες, νοσοκόμες, οδηγοί αυτοκινήτων, αγγελιαφόροι κ. ά.

Μια άλλη πτυχή της συνεισφοράς των Κυπρίων στον αντιφασιστικό αγώνα της Ελλάδας ήταν η πρόθυμη συνεισφορά τους στους εθνικούς εράνους που διενεργήθηκαν για την αγωνιζόμενη Ελλάδα. Συνολικά την περίοδο εκείνη οι δυσπραγόντες και ρακένδυτοι Κύπριοι εισέφεραν το υπέρογκο ποσό των 217.000 λιρών. Και επειδή το ποσό αυτό δεν ήταν αρκετό για να ικανοποιήσει την εθνική τους φιλοτιμία δεν δίστασαν να προσφέρουν και ότι άλλο πολύτιμο είχαν. Προσέφεραν υπέρ της Ελλάδος 14.161 χρυσούς αρραβώνες και άλλα 23.078 δακτυλίδια, βραχιόλια, σταυρούς και καρφίτσες. Η αγωνιζόμενη Ελλάδα έστειλε σε αντάλλαγμα του χρυσού δακτυλιδιού ασημένιους κρίκους με ένα μικρό στέμμα στο κέντρο. Οι χρυσοί αρραβώνες δόθηκαν στην Ελλάδα από το περίσσευμα της κυπριακής φιλοπατρίας ταυτόχρονα όμως συμβόλιζαν και την προσδοκία και την διακαή επιθυμία ενός άλλου αρραβώνα: την ΄Ενωση της Κύπρου με τη Μητέρα Ελλάδα.

Συνολικά στρατεύτηκαν με τις συμμαχικές δυνάμεις 37.000 Κύπριοι και πολέμησαν στα μέτωπα της Ελλάδας, της Ιταλίας, της Γαλλίας, της Μέσης Ανατολής και της Αφρικής. Ο αριθμός αυτός είναι ιδιαίτερα μεγάλος αν ληφθεί υπόψιν ότι αντιπροσώπευε περίπου το 10 % ολόκληρου του τότε, πληθυσμού της Κύπρου.

Στον αντιφασιστικό αγώνα είχε και η Κύπρος τους ηρωικούς νεκρούς της. Έχουν εντοπιστεί οι τάφοι 650 Κυπρίων οι οποίοι είναι διασκορπισμένοι σε στρατιωτικά κοιμητήρια 15 χωρών. Επίσης άλλοι 2500 περίπου συνελήφθησαν αιχμάλωτοι, οι πλείστοι από τους οποίους αιχμαλωτίστηκαν στην Ελλάδα. Στη συνέχεια διασκορπίστηκαν σε δέκα διαφορετικά στρατόπεδα αιχμαλώτων.

Η συνεισφορά της μικρής μας Κύπρου στον αντιφασιστικό αγώνα της περιόδου 1939 – 1945 υπήρξε δυσανάλογα μεγαλύτερη του πληθυσμιακού μας εκτοπίσματος. Ο ίδιος ο Άγγλος πρωθυπουργός Ουίνστον Τσόρτσιλ, όταν το 1943 επισκέφθηκε για δεύτερη φορά την Κύπρο, απευθυνόμενος στο Μητροπολίτη Πάφου Λεόντιο του είπε τα εξής:

«Όταν τελειώσει ο πόλεμος, τόνομα της Κύπρου θα περιληφθεί ανάμεσα σ’ εκείνα που στάθηκαν άξια, όχι μόνο για τη δικιά μας, αλλά και για τις μελλούμενες γενιές». Λόγια που οι Βρετανοί πολύ γρήγορα θα λησμονήσουν. Ο πόλεμος τελείωσε, το τέρας του φασισμού και του ναζισμού συνετρίβηκε. Οι νικητές, όμως, λησμόνησαν τις διακηρύξεις και τις υποσχέσεις τους. Οι μέχρι τότε Σύμμαχοί μας, σε Ανατολή και Δύση, αντί της ευγνωμοσύνης επέδειξαν προς την Ελλάδα και την Κύπρο την αγνωμοσύνη τους. Αρνήθηκαν να σεβαστούν τις αρχές του δικαίου. Οι Βρετανοί αρνήθηκαν να αποδώσουν την ελευθερία στην Κύπρο. ΄Ετσι δεν απέμεινε άλλη διέξοδος στους Κύπριους από τον ένοπλο αγώνα. Οι Κύπριοι, οι οποίοι πολέμησαν για την ελευθερία τόσων και τόσων λαών δεν μπορούσαν να μην αγωνιστούν και για την ελευθερία της μικρής τους πατρίδας.

 

Ο Κυπριακός Ελληνισμός που τόσα πρόσφερε για την ελευθερία των λαών κατά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο όχι μόνο δεν δικαιώθηκε αλλά για 40 τώρα χρόνια βλέπει τη μισή πατρίδα του τουρκοπατημένη. Τα μηνύματα και τα διδάγματα των παλικαρίων της Πίνδου, αν και πέρασαν 74 τόσα χρόνια, είναι πάντοτε επίκαιρα. Ο Κυπριακός Ελληνισμός καλείται σήμερα να προτάξει και αυτός το δικό του όχι σε λύσεις απαράδεκτες που δεν θα διασφαλίσουν τη φυσική και εθνική επιβίωσή του.

Αν οι ισχυροί της γης λησμόνησαν τις θυσίες των παπούδων μας για της ελευθερία των λαών τους εμείς θα πρέπει να κάνουμε προς κάθε κατεύθυνση σαφές ότι δεν είμαστε διατεθημένοι να λησμονήσουμε τους τάφους των προγόνων και των ηρώων μας που είναι διάσπαρτοι από τις ακρογιαλίες της Κερύνειας μέχρι τον Απόστολο Ανδρέα και από πορτοκαλεώνες της Μόρφου μέχρι τις αμμουδιές της Αμμοχώστου.

Αίωνια ας είναι η μνήμη και η τιμή σ’ όσους αγωνίστηκαν και θυσιάστηκαν το 1940 για το θείο αγαθό της ελευθερίας.

*Ομιλία του προέδρου της ΟΕΛΜΕΚ στον εορτασμό της εθνικής επετείου στον Ολυμπιακό Λευκωσίας




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter











608