ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ Κ. ΠΕΡΣΙΑΝΗ*
Όταν σχεδόν κάθε Παρασκευή γύρω στις οκτώ το βράδυ ακούω τους ξηρούς κρότους των βεγγαλικών που εκρήγνυνται το ένα μετά το άλλο με ένα καταιγιστικό ρυθμό για να αναγγείλουν θριαμβευτικά το άνοιγμα μιας καινούργιας επιχείρησης, σκέφτομαι πόσο μιμητικός λαός είμαστε, χωρίς φαντασία, χωρίς πνεύμα πρωτοτυπίας. Όλοι αυτοί οι καινούργιοι επιχειρηματίες δεν σκέφτηκαν ότι μπορούν να γιορτάσουν τα εγκαίνια της επιχείρησής τους με άλλους καλύτερους τρόπους, που να προκαλέσουν μεγαλύτερη αίσθηση στο κοινό και να δημιουργήσουν μια ευχάριστη ατμόσφαιρα για τους καλεσμένους τους, για παράδειγμα, προσκαλώντας μια χορωδία ή μια ορχήστρα κλασικής μουσικής. Την ίδια έλλειψη φαντασίας και πρωτοτυπίας δείχνουν και στο είδος της επιχείρησης που επιλέγουν. Συχνά ανοίγουν την ίδια επιχείρηση δίπλα σε μια προϋπάρχουσα, με αποτέλεσμα να μοιράζεται η δουλειά και κανένας να μη βγάζει το ψωμί του.
Βέβαια είναι γνωστό από την ιστορία του νησιού ότι οι Κύπριοι στερούνταν αυτό το πνεύμα καινοτομίας και στο παρελθόν. Ο Αμερικανός ιεραπόστολος J. Thompson, για παράδειγμα, στην ανταπόκριση που έστειλε από την Κύπρο προς τα κεντρικά γραφεία της ιεραποστολικής αποστολής Board of Commissions for Foreign Missions το 1835 αναφέρει ότι το μυαλό των κατοίκων ήταν «τελείως στάσιμο σε θέματα που απαιτούσαν εφευρετικότητα. Ούτε οι πλούσιοι ούτε οι φτωχοί χρησιμοποιούν θέρμανση το χειμώνα στα σπίτια τους παρόλο που η θερμοκρασία κατεβαίνει στους 45-60 βαθμούς»(Missionary Herald ,Nov.1835:450).Το 1881 επίσης, στα χρόνια της Αγγλοκρατίας, ο Άγγλος υπουργός Αποικιών Earl of Kimberley έγραψε τα εξής σε μια προσπάθεια να υπογραμμίσει πόσο επείγον ήταν το θέμα ενίσχυσης της δημοτικής εκπαίδευσης στην Κύπρο: «Μεταξύ της μεγάλης μάζας των κατοίκων απουσιάζει κάθε πνεύμα επιχειρηματικότητας ή βιομηχανικής προόδου»(C 2930:136).Αυτή η αδράνεια συνέχισε για πολλά χρόνια. Κανένας ντόπιος, για παράδειγμα, δεν τόλμησε να ανοίξει ένα ιδιωτικό σχολείο θηλέων μέσης εκπαίδευσης, παρόλο που ήταν φανερή η ζήτηση τέτοιων σχολείων από το μεγάλο αριθμό μαθητριών που φοιτούσαν σε σχολές καλογραιών, μέχρις ότου ήλθε από την Ελλάδα η Αθηναία Αθηναϊς Χριστοφάκη να ιδρύσει το δικό της σχολείο στη Λεμεσό το 1920.
Μετά το 1922 άρχισαν να ιδρύονται επιχειρήσεις, κυρίως από έλληνες πρόσφυγες που ήλθαν από τη Σμύρνη και άλλες μικρασιατικές πόλεις και εφάρμοσαν στην Κύπρο προχωρημένες ιδέες και πρακτικές που έφεραν μαζί τους. Τότε είναι που ιδρύθηκαν τα πρώτα εργοστάσια στην Κύπρο. Μεγαλύτερη άνθηση επιχειρήσεων παρατηρήθηκε μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και κυρίως μετά την ανεξαρτησία. Σε τούτο συνέβαλαν πολλοί λόγοι, όπως η κρατική ενθάρρυνση και οικονομική βοήθεια, η αύξηση της πιστοδοτικής ικανότητας των τραπεζών και κυρίως το μεγάλο άνοιγμα που δημιούργησε η μεγάλη παγκόσμια ζήτηση για τουριστικούς προορισμούς. Αυτό έκανε χιλιάδες Κυπρίους να μετατραπούν από τη μια μέρα στην άλλη σε επιχειρηματίες που ασχολούνταν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο με τον τουρισμό.
Το πρόβλημα του ελλείμματος της επιχειρηματικότητας των Κυπρίων αναδείχθηκε ξανά, όταν επήλθε ο κορεσμός στις τουριστικές επιχειρήσεις , στις υπεραγορές και στα παντός είδους καταστήματα. Τότε, για πρώτη φορά, ύστερα από πολλά χρόνια, έπαυσε να έχει αξία η παλιά συμβουλή για απασχόληση με το εμπόριο: «Ή πράσσε ή μετάπρασσε ή που την Κύπρο φύε». Σήμερα η μια επιχείρηση μετά την άλλη χρεοκοπεί και κλείνει, παντού βλέπει κανείς πινακίδες με το«Ενοικιάζεται» ή «Πωλείται». Βέβαια, σε μεγάλο βαθμό αυτή η ανατροπή οφείλεται στην οικονομική κατάρρευση της χώρας το 2013, αλλά δεν παύει να ισχύει και το γεγονός ότι η μιμητικότητα και η έλλειψη φαντασίας, συνεπικουρούμενη από την ανοησία και απληστία των τραπεζών, οδήγησαν στο άνοιγμα πολύ περισσότερων υπεραγορών, καταστημάτων και μικροεπιχειρήσεων καταναλωτικού χαρακτήρα από όσα δικαιολογούσε το μέγεθος του πληθυσμού της Κύπρου. Αυτό από μόνο του δείχνει ακριβώς έλλειψη επιχειρηματικότητας.
Το ότι η Κύπρος έχει σήμερα έλλειμμα επιχειρηματικότητας φαίνεται και από τα πορίσματα της έρευνας που έγινε από το EDCI (European Digital City Index) για λογαριασμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης και δημοσιεύθηκε στον κυπριακό Τύπο στις 2 Νοεμβρίου 2015.Σύμφωνα μ’αυτά, η Λευκωσία βρίσκεται στην 26η θέση ανάμεσα σε 35 πόλεις της ΕΕ σε θέματα επιχειρηματικότητας.
Για την αντιμετώπιση του προβλήματος αυτού κυβέρνηση, υπουργείο παιδείας και βουλή αποφάσισαν να στραφούν στην εκπαίδευση. Μόνο που αυτή τη φορά, αντί της επέκτασης της δημοτικής εκπαίδευσης που εισηγήθηκε το 1881 o Earl of Kimberley, εισηγήθηκαν την εισαγωγή ξεχωριστού μαθήματος επιχειρηματικότητας. Μέσα σ’αυτά τα πλαίσια ορίστηκε για τη σχολική χρονιά 2008-2009 ως δεύτερος εκπαιδευτικός στόχος η «δημιουργικότητα και καινοτομία» και τον Οκτώβρη του 2008 η Κυπριακή Ακαδημία Δημόσιας Διοίκησης οργάνωσε το πρώτο διήμερο εργαστήριο με θέμα«Η Επιχειρηματικότητα στην Εκπαίδευση: Η Εισαγωγή Επιχειρηματικότητας στο Εκπαιδευτικό Σύστημα της Κύπρου»(ΥΠΠ, Ενημερωτικό Δελτίο,2008,τευχ.36).
Η άποψή μου είναι πως το θέμα της επιχειρηματικότητας δεν είναι θέμα εξειδικευμένης γνώσης ούτε τεχνικής δεξιότητας που μπορεί να μεταδοθεί με ένα είδος μαθητείας ή εργαστηρίου, αλλά θέμα δομής και τρόπου σκέψης, που μπορεί να καλλιεργηθεί από δασκάλους που μπορούν να διδάξουν δημιουργική γνώση, μια γνώση δηλαδή που δεν τελειώνει αλλά αρχίζει, όταν τη μάθεις, σε μια προσπάθεια να κτίσεις πάνω σ’αυτή. Μόνο όταν η μάθηση στα σχολεία μας γίνει δημιουργική, θα λυθεί το πρόβλημα του ελλείμματος επιχειρηματικότητας στην Κύπρο.
*Πρώην αναπληρωτής καθηγητής του Πανεπιστημίου Κύπρου