ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΚΕΡΑΥΝΟΥ*
Η πρόσφατη εκπαιδευτική κρίση αναδεικνύει σαφώς την ανάγκη για επαναπροσδιορισμό της εκπαιδευτικής διαδικασίας και του ρόλου της στη σύγχρονη κοινωνία. Η οικονομιστική και επιχειρηματική προσέγγιση που επικρατεί σε σχέση με τη χάραξη εκπαιδευτικής πολιτικής, πόρρω απέχει από την πραγματική αποστολή της:
‘ Όσον αφορά στην παιδεία, διαπιστώνουμε τη συρρίκνωση του εννοιολογικού ορίζοντα αυτής ως άκριτη και στυγνή συσσώρευση γνώσεων σε ένα άδειο και ανίσχυρο νοητικό δοχείο. Η έμφαση δίνεται στον επαγγελματισμό, τη μετρήσιμη καταγραφή αποτελεσμάτων και επιτευγμάτων και την προσαρμογή στις οικονομικές ανάγκες και προσδοκίες του νέου παγκοσμιοποιημένου κόσμου.’ (Καραβάκου, 2013).
Η ίδια προσέγγιση, φαίνεται να ακολουθείται και στον προγραμματισμό της εκάστοτε σχολικής χρονιάς, κυρίως μετά την επιβολή των μνημονιακών όρων από την Παγκόσμια Τράπεζα. Ο εκπαιδευτικός, οι διδακτικές και εξωδιδακτικές περίοδοι, αντιμετωπίζονται ως αριθμοί και λογιστικά φύλλα, όπως περίπου σε μια κερδοσκοπική επιχείρηση.
Για να μην παρεξηγηθώ: Τα αποτελέσματα, αν όχι αυτοσκοπός, είναι σημαντικά. Θα μπορούσα να παραθέσω όμως, πολλά στοιχεία που αποδεικνύουν ότι στο κυπριακό εκπαιδευτικό σύστημα, το οποίο είναι κατά βάση συγκεντρωτικό (κοινό αναλυτικό πρόγραμμα, καθορισμένη ύλη, κεντρική διαχείριση, απαίτηση για ομοιομορφία και καταιγισμός εγκυκλίων για τη διασφάλιση της κ.α), την σχεδόν απόλυτη ευθύνη για την επίτευξη αποτελεσμάτων φέρει ο επίσημος φορέας σχεδιασμού της εκπαιδευτικής πολιτικής. Η χίμαιρα της επιδίωξης του αποτελέσματος, ως το μοναδικό ασφαλές τεκμήριο ότι ένα εκπαιδευτικό σύστημα είναι αποτελεσματικό, οφείλω να ομολογήσω ότι πιθανόν να αλλοίωσε ως ένα βαθμό και τις προτεραιότητες των εκπαιδευτικών. Είναι ξεκάθαρο ότι:
‘…η μέριμνα του εκπαιδευτικού για το έργο του δεν μπορεί να είναι μόνο διεκπεραιωτική, του τύπου «κάνω σωστά το μάθημά μου, αναθέτω εργασίες και αξιολογώ δίκαια, αλλά από εκεί και πέρα δεν έχω κανένα ενδιαφέρον ή ευθύνη για τις ιδιαίτερες ανάγκες, τις μαθησιακές δυσκολίες και τα προβλήματα των μαθητών μου» (Παπαστεφάνου, 2010).
Παρόλη την περιρρέουσα ατμόσφαιρα και την απαξίωση του εκπαιδευτικού και του έργου του στο βωμό της χειραγώγησης της κοινής γνώμης, είναι πιστεύω, βαθιά ριζωμένο ακόμα, στο DNA των περισσότερων κύπριων εκπαιδευτικών η έγνοια για τον άνθρωπο μαθητή.
Ας αναλογιστούμε όλοι, σκεπτόμενοι πέρα και πάνω από, συμφέροντα, πείσματα, ζήλιες, προσωπικές φιλοδοξίες και αφορισμούς, σε τι περιβάλλον θέλουμε να εκπαιδεύονται τα παιδιά μας. Είναι ευθύνη της κοινωνίας να απαιτήσει ένα σχολικό περιβάλλον χαρούμενο, δημιουργικό και ασφαλές όπου εκπαιδευτικοί, παιδιά και γονείς να εμπιστεύονται και στηρίζουν ο ένας τον άλλο. Ένα εκπαιδευτικό σύστημα όπου προτεραιότητα, παράλληλα με τη μάθηση, να είναι η ηθική διαπαιδαγώγηση και απόκτηση δεξιοτήτων ζωής. Ένα σχολείο με ενδυναμωμένους εκπαιδευτικούς, μαθητές με κριτική σκέψη και υποστηρικτικούς γονείς. Η ζημιά που επιτελέστηκε είναι τεράστια. Ευτυχώς όμως όχι ανεπανόρθωτη. Η ώριμη και υπεύθυνη στάση της πλειοψηφίας των μαθητών, αφήνει μια χαραμάδα ελπίδας. Ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω.
*Εκπαιδευτικός