ΤΟΥ ΜΑΡΙΝΟΥ ΠΟΥΡΓΟΥΡΗ*
Κοιτάζοντας τις πρόσφατες διεθνείς κατατάξεις των πανεπιστημίων από τον οργανισμό Center for World University Rankings, διερωτάται κανείς γιατί από τα πρώτα 10 πανεπιστήμια τα 8 είναι Αμερικανικά και τα δύο Βρετανικά και γιατί ένας συντριπτικός αριθμός των πανεπιστημίων αυτών βρίσκονται στις οικονομικά ανεπτυγμένες χώρες (και κυρίως στις Η.Π.Α.). Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πολλά Αμερικανικά πανεπιστήμια είναι εξαιρετικά. Όσοι είχαμε την ευκαιρία να σπουδάσουμε ή να εργαστούμε εκεί το γνωρίζουμε καλά. Θα πρέπει όμως να γνωρίζουμε επίσης τι ακριβώς μετρούν αυτές οι κατατάξεις και πώς το μετρούν. Εάν προσέξει κανείς τα κριτήρια για τις κατατάξεις του CWUR θα διαπιστώσει ότι βασίζονται στις εξής παραμέτρους:
Το 50% των μονάδων που παίρνει ένα πανεπιστήμιο στην αξιολόγηση του CWUR, βασίζεται στο πόσοι απόφοιτοι και καθηγητές έχουν πάρει 22 συγκεκριμένα διεθνή βραβεία, συμπεριλαμβανομένου και του βραβείου Νόμπελ. Όπως θα ανέμενε κανείς, τα περισσότερα από αυτά τα βραβεία δίδονται στις θετικές και στις οικονομικές επιστήμες. Το 25% σχετίζεται με την πρόσληψη των αποφοίτων στις πλουσιότερες 2000 εταιρίες του κόσμου (με γνώμονα την κατάταξη του περιοδικού Forbes). Για σκοπούς σύγκρισης αξίζει να σημειώσουμε ότι 8 από αυτές τις εταιρίες εδρεύουν στην Ελλάδα ενώ στις ΗΠΑ εδρεύουν 564 εταιρίες, στην Ιαπωνία 225, στην Κίνα 150 και στην Κύπρο καμία.
Στο πενιχρό 10% των μονάδων που δίδεται για τις δημοσιεύσεις άρθρων σε επιστημονικά περιοδικά δεν συμπεριλαμβάνονται τα καλύτερα περιοδικά πολλών αντικειμένων, όπως της Νεοελληνικής Φιλολογίας και άλλων εθνικών λογοτεχνιών (π.χ. η Νέα Εστία ή το Εντευκτήριο δεν παίρνουν καμία μονάδα). Δεν υπάρχει καμία αναφορά στις γλώσσες που συμπεριλαμβάνονται και αξιολογούνται στην κατάταξη: ποια βαρύτητα έχουν οι δημοσιεύσεις στα ελληνικά, για παράδειγμα, ή σε άλλες "μη-δημοφιλείς" γλώσσες; Καμία αναφορά δεν γίνεται επίσης στις δημοσιεύσεις βιβλίων: στις ανθρωπιστικές σπουδές η δημοσίευση ενός βιβλίου θεωρείται η πεμπτουσία της ερευνητικής δραστηριότητας ενός ακαδημαϊκού.
Τα συμπεράσματα από την πιο πάνω ανάλυση είναι ξεκάθαρα:
Ζούμε σε μια εποχή που τα πάντα κατατάσσονται και αξιολογούνται (με πρώτη την οικονομία που κάθε τόσο, όπως μας πληροφορούν, ανεβοκατεβαίνει αμήχανα τις κλίμακες των παγκόσμιων οίκων αξιολόγησης). Η γνώση παζαρεύεται, αγοράζεται και πουλιέται. Ολόκληρος ο μηχανισμός που στήθηκε γύρω από τη σημασία της εκπαίδευσης, θέλει να μας πείσει ότι αντικείμενα όπως η φιλοσοφία, η λογοτεχνία, η ιστορία, οι ξένες γλώσσες ή η κλασσική φιλολογία δεν μεταφράζονται σε ουσιαστικό κέρδος. Η πανεπιστημιακή κατάταξη δεν είναι απλά μια αθώα ή αντικειμενική αξιολόγηση πανεπιστημίων αλλά μετουσιώνεται σε υπέρογκα δίδακτρα, σε δωρεές, σε οικονομική και πολιτική ισχύ.
Ας διερωτηθούν εκείνοι που μηχανεύονται τρόπους για να υποσκάψουν τη δημόσια εκπαίδευση, πώς μπορεί ένα δημόσιο πανεπιστήμιο να αντισταθεί σ' αυτό το παζάρεμα της γνώσης; Πόσο πραγματικά αξίζει ένα δημόσιο πανεπιστήμιο και με ποια κριτήρια θα πρέπει να μετρήσουμε την προσφορά του στην κοινωνία, στην έρευνα και στον πολιτισμό;
*Επίκουρος Καθηγητής
Τμήμα Βυζαντινών και Νεολληνικών Σπουδών
Πανεπιστήμιο Κύπρου