Η καλλιέργεια της «προσφυγικής συνείδησης» στο Δημοτικό Σχολείο της Κύπρου


 Αντιλήψεις και πρακτικές των Ελληνοκύπριων Εκπαιδευτικών

ΤΗΣ ΠΕΤΡΟΥΛΑΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ*  

      H χωρική και κοινωνική μετακίνηση ανθρώπων έχει επιταχυνθεί στον κόσμο και αυτό το φαινόμενο περιλαμβάνει τεράστιους αριθμούς ατόμων, οι οποίοι νομικά ταξινομούνται ως πρόσφυγες (Malkii, 1995).  Σύμφωνα με την Ύπατη Αρμοστεία του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες  (United Nations High Commissioner for Refugees) γύρω στα 51,2 εκατομμύρια ανθρώπων έχουν εγκαταλείψει τα σπίτια τους υπό το καθεστώς της βίας, διωκόμενοι λόγω εθνικότητας, φυλής, θρησκείας, πολιτικής πεποίθησης ή κοινωνικής ομάδας στην οποία ανήκουν· βιώνοντας τη συστηματική καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τους, μέχρι το τέλος του 2013 (UNHCR, 2014). Λόγω της μαζικής μετακίνησης των ανθρώπων που λαμβάνει χώρα στον κόσμο, αυτός ο αιώνας έχει δίκαια χαρακτηριστεί «ο αιώνας του πρόσφυγα» (Ellis & Khan, 2003).

   Οι αναγκαστικές μετακινήσεις ανθρώπων είναι μόνο μια πτυχή μεγαλύτερων κοινωνικοπολιτικών και πολιτισμικών διαδικασιών και πρακτικών από τις οποίες δημιουργείται ένα ευρύ πεδίο θεμάτων (Malkii, 1995). Έτσι:

Ο εθνικισμός, ο ρατσισμός, η ξενοφοβία, και οι πολιτικές μετανάστευσης, οι πρακτικές των κρατών βίας και πολέμου, η λογοκρισία και η αποσιωποίηση, τα ανθρώπινα δικαιώματα και οι προκλήσεις για την ακεραιότητα των κρατών, ο λόγος (discourse) ανάπτυξης και οι πράξεις ανθρωπιστικής βοήθειας, η πολιτότητα, οι ταυτότητες κουλτούρας και θρησκείας, τα ταξίδια, η διασπορά και η μνήμη είναι μόνο μερικά από τα θέματα και τις πρακτικές που πηγάζουν αναπόφευκτα από το πεδίο της αναγκαστικής μετακίνησης σήμερα (Malkii, 1995, σελ. 496).

 

   Σύμφωνα με τον Confino (1997) η έννοια της μνήμης έχει γίνει, ίσως πρόσφατα, ο κύριος όρος στην ιστορία των πολιτισμών. Η μνήμη, περισσότερο ως πρακτική παρά ως θεωρία, έχει χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει πολύ διαφορετικές καταστάσεις οι οποίες ωστόσο μοιράζονται ένα κοινό στοιχείο: τους τρόπους με τους οποίους οι άνθρωποι οικοδομούν την εικόνα του παρελθόντος (Confino, 1997). Η σημαντικότητα της μνήμης τόσο για τον άνθρωπο όσο και για την κοινωνία ευρύτερα είναι θέμα το οποίο θίγεται από διάφορους μελετητές (Confino, 1997∙ Lowenthal, 1985∙ Le Goff, 1992). Το πλούσιο πεδίο των σπουδών μνήμης (memory studies) είναι αναμφισβήτητο (Confino, 1997).Με εργαλείο τους τη μνήμη, οι πληθυσμοί που αναγκάζονται να εγκαταλείψουν «τη γη τους» δημιουργούν αυτό που ο Anderson (1991) έχει ορίσει στη μελέτη του ως «μια φανταστική κοινότητα» (imagined community), βασισμένη στο τραύμα και το πένθος.

   Διάφοροι ερευνητές επισημαίνουν τη σημαντικότητα της προσφυγικής μνήμης για την Κύπρο, επιδεικνύοντας έντονη την παρουσία της στη ζωή των Κυπρίων. Ειδικότερα η Hadjiyanni (2002), αναφέρει πως οι Ελληνοκύπριοι πρόσφυγες, οι οποίοι  σύμφωνα με τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951, θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν μόνο ως θύματα «εσωτερικού εκτοπισμού» και όχι «πρόσφυγες», διατηρούν την προσφυγική τους μνήμη και προσπαθούν να τη μεταφέρουν στα παιδιά. Αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας είναι η ανάπτυξη της «προσφυγικής συνείδησης» στη νέα γενιά προσφύγων (Hadjiyanni, 2002).  Η προσφυγική συνείδηση, αφορά μια κοινή κοινωνική ταυτότητα που έχουν τα παιδιά των προσφύγων, ως μέλη μιας κοινωνικής ομάδας που έχουν κοινά χαρακτηριστικά. Τέτοια χαρακτηριστικά αφορούν, κατά πρώτο λόγο, τη συλλογική μνήμη, τόσο για τη ζωή και τις εμπειρίες μελών της οικογένειάς τους (και γενικά των Ελληνοκυπρίων προσφύγων), στα κατεχόμενα όσο και για την μετέπειτα προσφυγοποίηση τους και κατά δεύτερο λόγo, το αίσθημα της αδικίας που βιώνουν εξαιτίας της καταπάτησης των δικαιωμάτων τους (Evdokas et al., 1976).

   Τί αφορά όμως στο κομμάτι της προσφυγικής συνείδησης τη σημερινή ελληνοκυπριακή εκπαίδευση; Πώς οι Ελληνοκύπριοι εκπαιδευτικοί και μαθητές δημοτικής εκπαίδευσης αντιλαμβάνονται την έννοια του «πρόσφυγα» στο συγκείμενο της Κύπρου; Ποιες πρακτικές διδασκαλίας χρησιμοποιούνται στη δημοτική εκπαίδευση για την καλλιέργεια της προσφυγικής συνείδησης στους μαθητές και ταυτόχρονα, και ποιες οι τυχόν διαφορές στις πρακτικές ανάμεσα σε εκπαιδευτικούς πρόσφυγες και μη; Άραγε διαδραματίζει ρόλο το κοινωνικό φύλο των Ελληνοκυπρίων εκπαιδευτικών στις διαδικασίες αυτές;

   Με βάση τα παραπάνω ερωτήματα, διερευνήθηκε έρευνα που αφορά τις αντιλήψεις και τις πρακτικές των Ελληνοκυπρίων εκπαιδευτικών για την καλλιέργεια της «προσφυγικής συνείδησης» στο Δημοτικό Σχολείο με θεωρητικό πλαίσιο τη θεωρία της διατομής και τη μεταμοντέρνα κριτική θεωρία. Χρησιμοποιήθηκε ποιοτική μεθοδολογία· συγκεκριμένα, ως μέθοδοι συλλογής δεδομένων αξιοποιήθηκαν συνεντεύξεις Ελληνοκύπριων εκπαιδευτικών και μαθητών και μελέτες περίπτωσης.

   Τα αποτελέσματα της έρευνας δείχνουν την οικοδόμηση της έννοιας του πρόσφυγα στο σχολείο και τη σύνδεση της με συναισθήματα πένθους και απώλειας. Στο πλαίσιο αυτό, φάνηκε η συγκειμενοποίηση της έννοιας από τους συμμετέχοντες, με βάση τα χαρακτηριστικά των Ελληνοκυπρίων προσφύγων. Παράλληλα, διαπιστώθηκε μεταφορά της προσφυγικής ταυτότητας από την πρώτη στη δεύτερη και τρίτη γενιά. Αν και η παρουσία προσφυγικής συνείδησης στη δεύτερη γενιά εντοπίζεται σε μεγάλο βαθμό, στην τρίτη γενιά εμφανίζεται μειωμένη.Διαπιστώθηκε, δηλαδή, μείωση στη συχνότητα παρουσίας στοιχείων προσφυγικής συνείδησης στην τρίτη γενιά.

   Τα αποτελέσματα, επίσης, έδειξαν το ρόλο των εκπαιδευτικών στην καλλιέργεια της προσφυγικής συνείδησης και επιβεβαιώνουν τον ισχυρισμό πως πολλές από τις πρακτικές διδασκαλίας που χρησιμοποιούνται από τους συμμετέχοντες αποτελούν μια λογοτεχνίζουσα προσέγγιση, η οποία επιτυγχάνει περισσότερο συναισθηματοποίηση παρά ενσυναίσθηση στους μαθητές. Η πρακτική «ανθρώπινες μαρτυρίες», αν και δεν χρησιμοποιείται συχνά από τους συμμετέχοντες εκπαιδευτικούς, εντούτοις ξεχώρισε ως η καταλληλότερη πρακτική που θα επέλεγαν για καλλιέργεια της προσφυγικής συνείδησης. Επιπρόσθετα, μέσα από την ανάλυση των δεδομένων της έρευνας, διαπιστώθηκε, πως δε γίνεται ικανοποιητική προσπάθεια από τους συμμετέχοντες για σύνδεση της περίπτωσης των Ελληνοκυπρίων προσφύγων με άλλα προσφυγικά ζητήματα. Αποτέλεσμα είναι η προβολή της διήγησης των Ελληνοκυπρίων προσφύγων από τους εκπαιδευτικούς ως μια αντικειμενική και μοναδική ιστορία.

   Παράλληλα, διαπιστώθηκε ο ρόλος της προσφυγικής ταυτότητας των εκπαιδευτικών στις διαδικασίες διδασκαλίας του «Δεν Ξεχνώ» για καλλιέργεια της προσφυγικής συνείδησης. Η διάθεση των εκπαιδευτικών αυτών, η διήγηση των προσωπικών τους βιωμάτων και η εξωτερίκευση των συναισθημάτων τους είναι στοιχεία τα οποία φαίνεται πως κατασκευάζουν συγκεκριμένο πλαίσιο μάθησης για τα θέματα αυτά. Επιπρόσθετα, διαπιστώθηκε η διαφοροποίηση στις πρακτικές διδασκαλίας από τις γυναίκες εκπαιδευτικούς σε σύγκριση με τους άντρες εκπαιδευτικούς. Συγκεκριμένα, διαπιστώθηκε διαφοροποίηση ως προς τρεις παραμέτρους, όσον αφορά στο ύφος της προσέγγισης, στην επιλογή της μεθοδολογίας και στην επιλογή θεματολογίας. Η επιρροή του ρόλου της «μητέρας» συζητήθηκε ως επιπρόσθετο επιμέρους χαρακτηριστικό που είναι δυνατόν να επηρεάσει τη διδασκαλία.

   Ο στόχος, εξετάζοντας την προσφυγική συνείδηση δεν ήταν ο εγκωμιασμός ή η ενθάρρυνση της διατήρησής της, ούτε όμως προσπάθεια αποθάρρυνσής της. Σύμφωνα με τη βιβλιογραφία, σε κάποια συγκείμενα η προσφυγική συνείδηση αποκτά αρνητικές υποδηλώσεις και θεωρείται πηγή προβλήματος που απειλεί τη σταθερότητα και την παγκόσμια ειρήνη. Τα αποτελέσματα της, ωστόσο, δεν έχουν μελετηθεί συστηματικά.

   Στόχος της παρούσας έρευνας ήταν να εξετάσει τις αντιλήψεις και πρακτικές των εκπαιδευτικών στο δημοτικό σχολείο για την καλλιέργεια της προσφυγικής συνείδησης, με απώτερο σκοπό την πλαισιοθέτηση της σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο σεβασμού της μνήμης του πρόσφυγα, σε μια προσπάθεια καλλιέργειας κουλτούρας ειρήνης. Η διαχείριση της προσφυγικής συνείδησης στα πλαίσια του προγράμματος «Δεν Ξεχνώ» στο δημοτικό σχολείο αποτελούσε και αποτελεί ένα δύσκολο και επίπονο έργο για τους εκπαιδευτικούς. Οποιαδήποτε μορφή απώλειας, συνιστά μια τραυματική εμπειρία και είναι δύσκολο να καταφέρει κανείς να δώσει απαντήσεις στα παιδιά.

   Οι κίνδυνοι, όπως και οι ευκαιρίες είναι πολλές. Αρκεί να κοιτάξουμε όλοι μαζί και ο καθένας ξεχωριστά μέσα από την κλειδαρότρυπα των λέξεων και των σιωπών, τα τραύματά μας. Σε μια προσπάθεια με κριτική ματιά, χωρίς να τα υποτιμούμε...

Πάλι τα ίδια και τα ίδια θα μου πεις φίλε.

Όμως τη σκέψη του πρόσφυγα τη σκέψη του αιχμάλωτου

τη σκέψη

του ανθρώπου σαν κατάντησε κι αυτός πραμάτεια

δοκίμασε να την αλλάξεις, δεν μπορείς...

Κι α σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές

είναι γιατί τ’ ακούς γλυκότερα...

Γ. Σεφέρης, 1944

(από το ποίημα «Ο τελευταίος σταθμός»)

*Διδάκτωρ Θεωρίας της Παιδείας/ Αναλυτικά Προγράμματα

(Τα αποτελέσματα της έρευνας αφορούν σε διδακτορική διατριβή η οποία παρουσιάστηκε στο Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου).




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter










129