ΤΟΥ ΜΙΧΑΛΗ ΠΙΕΡΗ*
Aποδέχτηκα την πρόσκληση του Εκδοτικού Οίκου Γαβριηλίδης και του Βιβλιοπωλείου Ενδοχώρα να μιλήσω για τη Ναρκοσυλλέκτρια(Αθήνα: 2014),[1] τη νέα ποιητική συλλογή της Ευφροσύνης Μαντά-Λαζάρου, παίρνοντας ένα προσωπικό ρίσκο.Όταν είπα το ναι δεν είχα ακόμη διαβάσει με προσοχή τη συλλογή (εννοώ όπως μας δίδασκε ο Κ. Θ. Δημαράς: ότι «η πρώτη ανάγνωση είναι πάντα η δεύτερη»). Ήταν βέβαια μια συλλογή που τηνείχα ξεχωρίσει με την πρώτη ματιά και την είχα βάλει μαζί με τα βιβλία στα οποία λογάριαζα να επανέλθω. Eίχα, άλλωστε, σε πολύ μεγάληεκτίμησητηνπροηγούμενη συλλογή της Ευφροσύνης (Ο Νώε στην πόλη), κάτι που το είχα εκφράσει σε πολλούς φίλους πριναπό τη δίκαια βράβευσή της.
Έτσι, λοιπόν, όταν άρχισα να διαβάζω το βιβλίο που μας έφερε απόψε εδώ, είχα ήδη απωλέσει το προνόμιο του απροκατάληπτου αναγνώστη που διαβάζει ένα βιβλίο μόνογια το κέφι του, δίχως ίχνος ιδιοτέλειας,αντίθετα δηλαδή με ό,τι πράττει ο κάθε διαμεσολαβητής ανάμεσα στο κοινό και στο έργο τέχνης. Συνάμα ένιωθαότι βρισκόμουν μπροστά σε μια παράξενη αναγνωστική εμπειρία. Ότι είχα αναλάβει ωςαναγνώστης (και οιωνεί κριτικός)μιαν επικίνδυνη αποστολή:να μπωσ’ ένα “ναρκοπέδιο” του οποίου θα έπρεπε να αναγνωρίσω τους κινδύνους προσπέλασης αν ήθελα να βγωακέραιος και, το κυριότερο, χωρίς να τραυματίσω πρόσωπα και πράγματα και νοήματα του συγκεκριμένου ποιητικού πεδίου.
Έπρεπε λοιπόν να βρω έναν τρόποπροσπέλασης κι αυτός δεν ήταν άλλος από την προσπάθεια αναγνώρισης των βασικών θεματικών μονάδων που ορίζουν την ποιητική περιοχή που συγκροτεί αυτή η συλλογή65 άτιτλων ποιημάτων ―θα έλεγε κάποιος βιαστικός αναγνώστης του βιβλίου. Προσωπικά δεν πιστεύω ότι πρόκειται για συλλογή ποιημάτων, αλλά για ένα, ενιαίο και συμπαγές ποίημα,στοοποίο μπορεί κανείςνα ιχνηλατήσει ακόμη και οδόσημα από ένα σενάριο.Αν κοιτάξει κανείς τα σημεία όπου αρθρώνεται, σχεδόν ως σπονδυλωτή η σύνθεση, δηλαδή τα τέλη και τις αρχές των ποιημάτων, τότε θα διαπιστώσει ότι δεν είναι λίγα αυτά που συνδέονται μεταξύ τους μεαρκετά εμφανή τρόπο.
Για παράδειγμα: το υπ’ αριθμό16 (σελ. 22) ξεκινά μετονστίχο «Ιχνηλατείς μόνοςουσίες χημικές» καιτο υπ’ αριθμό17 που ακολουθεί με τον στίχο «Ιχνηλατεί μόνος ουσίες». Το υπ’ αριθμό 21 (σελ. 27) τελειώνει με τηνεικόνα ενός πουλιού που είναι κολλημένο στην ξόβεργα («Κι είναι αλήθεια πως εγώ κολλάω / μικρό πουλί στην ξόβεργα») και το 22 (σελ. 28) ξεκινά με τους στίχους: «Να καθαρίσω πρώτα με το ράμφος / μόριο μοριο κολλώσεις ενοχές...»). Το υπ’ αριθμό 24 (σελ. 30) τελειώνει με την ειρωνική αποστροφή «Ελάτε τώρα!. και το 25 (σελ. 31) ξεκινά με τη φράση «Άσε με τώρα!.). Το υπ’ αριθμό 37 (σελ. 43) τελειώνει με τον στίχο «Μου χρωστάς κάτι φιλιά» και το ποίημα που ακολουθεί (το 38, σελ. 44) ξεκινά μετον στίχο «Ένα φιλί είναι ένα ποτήρι γεμάτο μοναξιά». Το ποίημα υπ’ αρ. 44 (σελ. 50) τελειώνειμε το δίστιχο «Κιούτεμιαελάχιστημετατόπιση φορτίου / την ώραπου μπαίνει στο ναρκοπέδιο», καιτο ποίημα που ακολουθεί (το υπ’αρ. 45, σελ. 51) ξεκινά με τον στίχο «Την ώρα που μπαίνω στο ναρκοπέδιο». Το υπ’ αριθμό 56 (σελ. 63) προβάλλει έντονα το μοτίβο της ψυχής,καθώς είναι το σημείο όπου έχουμε για πρώτη φορά τη μεταμόρφωση της λέξης (και της έννοιας) της«ναρκοσυλλέκτριας» σε«ψυχοσυλλέκτρια» (στ. 1).Το ποίημα αυτό κλείνει με την εικόνα:
«μαζεύονται παρέα σιγά σιγά οι ψυχές
στραγγισμένα φρύγανα και δείχνουν ολοφάνερα πως πονάνε
ένα κρακ και το τέλος τους φτάνει.»
Το ποίημα που ακολουθεί (57/64) ξεκινά με τον στίχο: «Αλλά πάλι παίρνουν να φέγγουν οι ψυχές».
Στο προτελευταίο ποίηματης σύνθεσης (το υπ’ αρ. 63, σελ. 70) υπερτονίζεται η ευχετική έναρξη, αφού οι πρώτες δύο τετράστιχες στροφές του μικρού αυτού ποιήματος (που συμπληρώνεται μεμίαακόμη δίστιχη στροφή) ξεκινούν με την ευχή:
η πρώτη στροφή:«Ας έρθει μιακαινούρια ιδέα, ας έρθει!»
και η δεύτερη:«Ας έρθει μια γενναία έκπληξη,»
ευχή ηοποία βρίσκει θετική αντίστιξη στους πρώτους στίχους του υπ. αρ. 65 (σελ. 72), που είναι το τελευταίο ποίημα του βιβλίου και ξεκινάμε τους στίχους:
«Ήρθε τέλος μια νύχτα στο ναρκοπέδιο
ο Άγιος Φωκάς ο κηπουρός».
Η τακτική αυτή (μιας εσωτερικής τριαδικής κλιμάκωσης) που υπογραμμίζει τη συνοχή της ποιητικής σύνθεσης, είναι περίτεχνα δομημένη, καθώς από τη διπλή ευχή για μιαν αφηρημένη έννοια (την «καινούρια ιδέα»), περνάμε στην ευχή για κάτι που είναι θετικά προσδιορισμένο: τη «γενναία έκπληξη».Δύο αναβαθμοί στο θέμα του «ερχόμενου» που προετοιμάζουν την έλευση ενός προσώπου με δύο ξεχωριστές ιδιότητες (ως προς τη θεματική της ποιητικής σύνθεσης): αυτήν του Αγίου και αυτήν του κηπουρού. Θα δούμε στην καταληκτική ενότητα αυτής της εισήγησης τον καταλυτικό ρόλο που παίζει αυτό το δισυπόστατο πρόσωπο για την τελείωση και την έξοδοτου ποιήματος.
[1]Κείμενο ομιλίας που έγινε στις 10 Δεκεμβρίου 2014 στην αίθουσα εκδηλώσεων της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος. Το πληρες κειμενο στο έγγραφο που ακολουθεί