ΤΟΥ ΔΡΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥΡΑ*
Στην Εισήγηση της Επιτροπής, που όρισε ο Υπουργός Παιδείας και Πολιτισμού, με θέμα τις Παγκύπριες Εξετάσεις η Επιτροπή κάνει ταυτόχρονα εισηγήσεις και για τις προαγωγικές εξετάσεις όλων των τάξεων, του Γυμνασίου και του Λυκείου, οι οποίες επεκτείνονται και στα δύο τετράμηνα.
Ειδικότερα, για τις Παγκύπριες Εξετάσεις, στην σύνοψη των εισηγήσεων της η Επιτροπή αναφέρει: «Το υφιστάμενο σύστημα των Παγκυπρίων Εξετάσεων(ΠΕ) επιχειρεί να εξυπηρετήσει ταυτόχρονα τον συγκριτικό και διαμορφωτικό σκοπό της αξιολόγησης. Η Επιτροπή Παγκυπρίων Εξετάσεων, αφού μελέτησε όλα τα σχετικά θέματα, αποφάσισε να εισηγηθεί τον διαχωρισμό τους σε Παγκύπριες Εξετάσεις Απόλυσης(ΠΕΑ), οι οποίες θα εξυπηρετούν τον διαμορφωτικό σκοπό της αξιολόγησης, και σε Παγκύπριες Εξετάσεις Πρόσβασης (ΠΕΠ), οι οποίες θα εξυπηρετούν τον συγκριτικό σκοπό της αξιολόγησης».
Εκείνο που μπορεί με πρώτη ματιά να διαπιστώσει κάποιος είναι ότι το εκπαιδευτικό σύστημα στη Μέση Εκπαίδευση γίνεται εξετασιοκεντρικό, αν επικρατήσει τελικά η άποψη της Επιτροπής, γεγονός που θα ενισχύσει την παραπαιδεία και θα αδειάσει ακόμη περισσότερο τις τσέπες των γονιών. Οι Παγκύπριες Εξετάσεις Πρόσβασης είναι περιττές. Το ερώτημα είναι γιατί η Επιτροπή δεν εισηγήθηκε την ελεύθερη πρόσβαση των αποφοίτων των Λυκείων και των Τεχνικών Σχολών στο Πανεπιστήμιο Κύπρου και στο ΤΕΠΑΚ, γιατί δεν ασχολήθηκε και με την εξέταση συστημάτων εισαγωγής στα Πανεπιστήμια των χωρών της Ευρωπαικής Ενωσης, όπως π.χ. της Γαλλίας ή άλλων χωρών; Από την άλλη ίσως κάποιος διερωτηθεί, πως θα εισάγονται οι Κύπριοι στα Πανεπιστήμια της Ελλάδας από τη στιγμή που θα εισάγονται ελεύθερα στο Πανεπιστήμιο Κύπρου και στο ΤΕΠΑΚ; Προφανώς μέσω των Παγκύπριων Εξετάσεων έως ότου η Ελληνική Κυβέρνηση ή καλύτερα η Βουλή των Ελλήνων αποφασίσει την ελεύθερη πρόσβαση, κάτι που είναι πολύ πιθανό αφού αποτελεί προγραμματική θέση του ΣΥΡΙΖΑ.
Η βελτίωση των μαθησιακών αποτελεσμάτων είναι συνάρτηση πολλών παραγόντων, μεταξύ άλλων έχει να κάνει με το διδακτικό υλικό, με την ποιότητα της διδακτικής πράξης, με την εκπαιδευτική πολιτική, η οποία εκπορεύεται από άνω. Σίγουρα η διαμορφωτική αξιολόγηση είναι απαραιτήτως αναγκαία για την βελτίωση των μαθησιακών αποτελεσμάτων, όμως θα πρέπει να θεωρείται ως κάτι το συνεχές που θα διαποτίζει όλη την διδακτική πράξη, πριν κατά και μετά, είτε ως διαγνωστική στην αρχή της κάθε ενότητας ή κεφαλαίου για την εκμαίευση των μαθησιακών αναγκών ή αδυναμιών για να μπορέσει ο εκπαιδευτικός να βοηθήσει τον μαθητή βήμα προς βήμα να κτίσει να συνδέσει και να κατανοήσει έννοιες , είτε ως διαγνωστική κατά τη διδακτική πράξη για να διαπιστωθεί κατά πόσον ο μαθητής έχει κατανοήσει τα όσα διδάχθηκε με σκοπό την παρέμβαση του διδάσκοντα για να κατανοηθούν τα όσα δεν κατανοήθηκαν στην κάθε ενότητα ή το κεφάλαιο.
Δυστυχώς αυτό το βήμα συνήθως αποφεύγεται διότι οι εκπαιδευτικοί φοβούνται ότι θα μείνουν πίσω στην ύλη και θα δεχθούν την παρατήρηση του επιθεωρητή, και προχωρούν σε διαγώνισμα όπου και μετά από αυτό απαιτείται η άμεση παρέμβαση του διδάσκοντα για να κατανοηθεί ότι δεν έγινε κατανοητό . Πέραν τούτων οι μαθητές θα πρέπει να μάθουν να αξιολογούν οι ίδιοι την πρόοδο τους μέσω ασκήσεων ή δραστηριοτήτων αυτοαξιολόγησης κάτι που απουσιάζει από το εκπαιδευτικό υλικό. Για να γνωρίζουν όμως αν πέτυχαν τους διδακτικούς στόχους μιας ενότητας ή ενός κεφαλαίου θα πρέπει να γνωρίζουν ποιοι είναι οι διδακτικοί στόχοι της κάθε ενότητας. Για αυτό οι διδακτικοί στόχοι θα πρέπει να τονίζονται με σαφήνεια στην αρχή κάθε ενότητας τόσο στο εκπαιδευτικό υλικό όσο και από τον διδάσκοντα. Ο κάθε μαθητής έχει το δικαίωμα να γνωρίζει τους διδακτικούς στόχους, το τι θα τον διδάξεις, τι προσδοκάς να μάθει. Δυστυχώς και αυτό απουσιάζει, πρέπει λοιπόν το υπουργείο να θέσει και τα πιο πάνω μέσα στους άμεσους στόχους του.
*Εκπαιδευτικός