ΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ ΧΑΛΛΟΥΜΑ*
Οι θέσεις του ΥΠΠ για τα Αγγλικά Α’ Λυκείου όπως παρουσιάζονται σε εγκύκλιο του στις 8 Μαΐου του 2015 είναι οι ακόλουθες:
«Οι ραγδαίες τεχνολογικές εξελίξεις και η ανάπτυξη του διαδικτύου έχουν καταστήσει την Αγγλική γλώσσα, η οποία είναι η πρώτη διεθνής γλώσσα στον κόσμο, ακόμα πιο χρήσιμη και απαραίτητη. Η Αγγλική γλώσσα βοηθά τους μαθητές να αναπτύξουν διαφορετικές δεξιότητες, συνήθειες και τρόπους μάθησης. Τους επιτρέπει να διευρύνουν τις πολιτισμικές εμπειρίες τους και να αναπτύξουν θετικές στάσεις και συμπεριφορές απέναντι στη διαφορετικότητα.
Οι καθημερινές και συνεχείς απαιτήσεις και προκλήσεις μάθησης στον ευρύτερο κοινωνικό, οικονομικό, πολιτισμικό χώρο, μέσα στον οποίο ο μαθητής ενεργοποιείται ως πολίτης, απαιτούν πολύ καλή γνώση της Αγγλικής γλώσσας. Η εκμάθηση της Αγγλικής γλώσσας αποτελεί ένα βασικό προσόν στη σύγχρονη κοινωνία το οποίο εξασφαλίζει περισσότερες ευκαιρίες για επαγγελματική αποκατάσταση. Η Αγγλική γλώσσα είναι χωρίς αμφιβολία η πλέον καθιερωμένη γλώσσα στους τομείς του εμπορίου, της τεχνολογίας, των επιχειρήσεων και των υπηρεσιών.
Η διδασκαλία της Αγγλικής γλώσσας στο δημόσιο σχολείο έχει ως στόχο να βοηθήσει τα παιδιά μας να αναπτύξουν τις επικοινωνιακές δεξιότητες που είναι απαραίτητες για τον πολίτη του 21ου αιώνα.»
Φαίνεται όμως ότι παρόλο που το ΥΠΠ αναγνωρίζει την σημασία των Αγγλικών στην εκπαίδευση και στην κοινωνία μας γενικότερα, έρχεται και υποβαθμίζει το μάθημα με την αποκοπή 2.5 διδακτικών περιόδων από τις τάξεις Γ’ Γυμνασίου και Α’ Λυκείου. Αυτό αποτελεί διακοπή της συνοχής της εκμάθησης της γλώσσας και δημιουργεί κενά στη μετάβαση από το επίπεδο Α2 του Γυμνασίου στο επίπεδο Β2 του Λυκείου όπως προτείνεται στο ΚΕΠΑ (Κοινό Ευρωπαϊκό Πλαίσιο Αναφοράς). Αποτελεί επίσης καίριο πλήγμα στην διδασκαλία του μαθήματος γιατί αποδυναμώνεται στην «καρδιά του». Οι ηλικίες των συγκεκριμένων μαθητών, για μας τους καθηγητές θεωρούνται κρίσιμες για τη διδασκαλία πολύπλοκων γλωσσικών φαινομένων. Να αναφέρω επίσης ότι τα Αγγλικά είναι από τα λίγα μαθήματα του ωρολογίου προγράμματος που απαιτούν σταθερή συνοχή για την επίτευξη των στόχων του, καθώς επίσης πολύωρη εξάσκηση στις τέσσερις γλωσσικές δεξιότητες: Ανάγνωση, Γραφή, Ακρόαση και Ομιλία.
Η αναβάθμιση του μαθήματος στη Δημοτική Εκπαίδευση δεν αντισταθμίζει επ’ ουδενί λόγω την υποβάθμιση του μαθήματος στη Μέση Εκπαίδευση. Πρώτος και κύριος λόγος είναι ότι στις πλείστες χώρες του εξωτερικού, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας, η διδασκαλία της Αγγλικής γλώσσας στα δημοτικά γίνεται από προσοντούχους καθηγητές Αγγλικών, σε αντίθεση με αυτό που γίνεται στην Κύπρο. Δεν θα ήθελα να αναφέρω τα γλωσσικά λάθη/μαργαριτάρια στα Αγγλικά που κάνουν συνάδελφοι της δημοτικής, και που κατά καιρούς φτάνουν στα αυτιά μου, μιας και δεν θα ήθελα να θίξω κανένα. Είναι ελάχιστοι οι συνάδελφοι της δημοτικής που ειδικεύονται στην διδασκαλία των Αγγλικών που ακόμα και αυτοί δεν έχουν επαρκείς γνώσεις ούτε και την διαρκή επαφή με τη γλώσσα που έχουν οι προσοντούχοι καθηγητές. Δεύτερον και αν είστε γονείς παιδιών στο δημοτικό θα συμφωνήσετε μαζί μου, ο δάσκαλος δεν δίνει την απαιτούμενη σημασία στο μάθημα που θα έδινε κάποιος του οποίου το μάθημα είναι η ειδικότητα του. Με αποτέλεσμα κάτι που παρατηρώ πολύ συχνά, αντί τα παιδιά να κάνουν Αγγλικά την ώρα των Αγγλικών, να κάνουν Ελληνικά ή μαθηματικά. Πράγμα με το οποίο, βέβαια, δεν διαφωνώ αφού προέχει τα παιδιά μας πρώτα να μάθουν να γράφουν και να μιλούν την μητρική τους γλώσσα και μετά την ξένη γλώσσα.
Η ενίσχυση του μαθήματος που έχει επιτευχθεί στη Δημοτική Εκπαίδευση έχει ως αποτέλεσμα να φτάνουν οι μαθητές του δημοτικού στο επίπεδο Α1. Καθίσταται αδύνατη, ωστόσο, η επίτευξη ψηλότερου επίπεδου από τους μαθητές του δημοτικού για τους λόγους που ανέφερα πιο πάνω.
Είναι ξεκάθαρο ότι η διδασκαλία και εκμάθηση της Αγγλικής γλώσσας στην Μέση Εκπαίδευση πλήττεται βάναυσα και άδικα με αποτέλεσμα το μάθημα όχι μόνο να μην αναβαθμίζεται αλλά να καταποντίζεται. Ως αποτέλεσμα οι μαθητές των δημοσίων σχολείων να μην μπορούν να πετύχουν τον στόχο που έχει τεθεί από την ΕΕ σύμφωνα με τον οποίο όλοι οι απόφοιτοι των δημοσίων σχολείων κρατών μελών να έχουν κατακτήσει το επίπεδο γλωσσικής επάρκειας Β2 που αποτελεί πολύ καλή γνώση της Αγγλικής. Για να φτάσει ο μαθητής στο επίπεδο Β2 χρειάζονται 600 ώρες διδασκαλίας (σύμφωνα με το ΚΕΠΑ). Επίσης, η έγκυρη και αξιόπιστη μελέτη ΕΥΡΥΔΙΚΗ (Το Ευρωπαϊκό Δίκτυο Πληροφόρησης για τα εκπαιδευτικά συστήματα και τις πολιτικές στην Ευρώπη) καταδεικνύει ότι η Κύπρος βρίσκεται ήδη με το υφιστάμενο Ωρολόγιο Πρόγραμμα ανάμεσα στις χώρες με χαμηλά ποσοστά διδασκαλίας της πρώτης ξένης γλώσσας.
Δυστυχώς λόγω της οικονομικής κρίσης ολοένα και πιο πολλά παιδιά σταματούν τα φροντιστήρια που τόσα χρόνια αποτελούσαν το «δεκανίκι» της Δημόσιας Εκπαίδευσης στο θέμα της εκμάθησης της πρώτης ξένης γλώσσας. Καθίστανται έτσι παιδιά ενός κατώτερου θεού αφού δεν έχουν τις ίσες ευκαιρίες για εκμάθηση της γλώσσας όπως και τα παιδιά των πιο προνομιούχων πολιτών αυτού του τόπου. Είναι ξεκάθαρο ότι υποβάθμιση της Αγγλικής γλώσσας στη Μέση Εκπαίδευση σημαίνει υποβάθμιση του δημοσίου σχολείου και αναβάθμιση της Ιδιωτικής Εκπαίδευσης. Είναι χρέος, λοιπόν, του Δημόσιου σχολείου να εκπληρώσει την αποστολή του στον 21ο αι. και να καθιστά τη δωρεάν εκμάθηση των Αγγλικών σε πολύ καλό επίπεδο εφικτή για όλους τους μαθητές του, παρέχοντας τους ίσες ευκαιρίες.