ΤΗΣ ΔΡΟΣ ΝΑΣΙΑΣ ΤΡΙΓΩΝΑΚΗ-ΠΑΥΛΟΥ*
«Κάλλιον το προλαμβάνειν ή το θεραπεύειν», πίστευε ο Ιπποκράτης, θεμελιωτής της ορθολογικής ιατρικής (460 π.Χ – 377 π.Χ). Καλύτερα, λοιπόν, να προλαβαίνεις μια ανεπιθύμητη νόσο, παρά να πρέπει μετά να τη θεραπεύσεις. Αναφερόμενος στην πρόληψη εννοούσε πως θα έπρεπε να είναι για τα υγιή άτομα, πριν την «εγκατάσταση της νόσου» .
Η έννοια της πρόληψης άρχισε να γίνεται γνωστή και σε θέματα παιδείας. Ενώ ο Ιπποκράτης αναφερόταν στη σωματική υγεία, εμείς στοχεύουμε στην ψυχική και κοινωνική ευεξία των μαθητών. Συζητούμε για πρόληψη όταν δρούμε και ενεργούμε λαμβάνοντας μέτρα για την παρεμπόδιση της εκδήλωσης ενός δυσάρεστου φαινομένου στο σχολικό πλαίσιο. Με άλλα λόγια, στόχος δεν είναι μόνο η μετάδοση της γνώσης και η αποτελεσματικότητα της μαθησιακής διαδικασίας αλλά παράλληλα το σχολείο πρέπει να προνοεί για την ανάπτυξη κοινωνικών και συναισθηματικών δεξιοτήτων των μαθητών που συμβάλλουν στην θετική προσαρμογή, την ψυχική ανθεκτικότητα, την αυτοεκτίμηση, την ενσυναίσθηση και τη γενικότερη επιτυχή αντιμετώπιση του περιβάλλοντος στο οποίο μαθαίνουν.
Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, «η πρόληψη υπερέχει από τη θεραπεία γιατί η νόσος αυτή καθαυτή θεωρείται μορφή δυστυχίας, η υγεία είναι προϋπόθεση για παραγωγική δραστηριότητα και έχει οικονομικά πλεονεκτήματα».
Η πρόληψη προσεγγίζεται σε δυο άξονες: οριζόντια και κάθετα. Οριζόντια προσέγγιση είναι η ανάπτυξη και εφαρμογή προγραμμάτων πρωτογενούς πρόληψης (στο σύνολο του μαθητικού πληθυσμού), δευτερογενούς (σε άτομα υψηλού κινδύνου που δεν έχουν όμως εκδηλωθεί ακόμα κλινικά) και τριτογενούς πρόληψης (συμπίπτει με τη θεραπεία). Από την άλλη, η κάθετη προσέγγιση στην πρόληψη ασχολείται με δράσεις σε εθνικό, τοπικό, σχολικό, οικογενειακό, ατομικό επίπεδο. Σε αυτό το επίπεδο, με άλλα λόγια, σχεδιάζονται και πραγματοποιούνται παρεμβάσεις με τη μορφή διαλέξεων, άρθρων σε περιοδικά και εφημερίδες, εκδηλώσεων / συνεδρίων / εκπαιδεύσεων, χρησιμοποιούνται τα ΜΜΕ, ψηφίζονται ανάλογοι νόμοι κλπ.
Τις τελευταίες δεκαετίες παρατηρείται μια αυξητική τάση ψυχικών και μαθησιακών προβλημάτων στα σχολεία. Αυτή η τάση οδήγησε σε μεταρρυθμίσεις στην εκπαίδευση όσον αφορά στην παροχή ψυχολογικών και συμβουλευτικών υπηρεσιών. Φαίνεται όμως πως οι υπηρεσίες αυτές ασχολούνται με το παιδί και τον έφηβο και όχι με το σύστημα του σχολείου το οποίο περιλαμβάνει τόσο τους διδάσκοντες όσο και τους γονείς. Αν για τους ενήλικες η ζωή και η καθημερινότητα έχουν διαποτιστεί με άγχος, φόβο, ανασφάλεια, αποξένωση και συνεχείς προκλήσεις ψυχικής επιβίωσης, πώς αναμένουμε από τα παιδιά μας να ανταποκριθούν με την ελάχιστη ισορροπία, αυτοέλεγχο και υπευθυνότητα και ευαισθησία σε αυτές τις αλλαγές;
Το σχολείο είναι ένας φυσικός χώρος εκπαίδευσης και μάθησης και, σύμφωνα με το Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού (2004), «θεωρείται ο πλέον κατάλληλος χώρος για παρεμβάσεις που προάγουν, με τη χρήση ποικίλων εκπαιδευτικών μεθόδων, μια σύγχρονη αντίληψη και συμπεριφορά που συμβάλει στη βελτίωση της ψυχικής υγείας».
Η Υπηρεσία Εκπαιδευτικής Ψυχολογίας του ΥΠΠ έχει σημαντικό ρόλο να διαδραματίσει στην προσπάθεια αυτή. Έρευνες έχουν δείξει (π.χ. Durlak, 1998) πως σχολεία που σχεδιάζουν και εφαρμόζουν προγράμματα πρωτογενούς πρόληψης, σε συνεργασία με τις κατάλληλες υπηρεσίες, έχουν μεγαλύτερες προοπτικές να προλάβουν δυσάρεστες ή και αποκλίνουσες συμπεριφορές. Ο σχεδιασμός εμπεριέχει μια εκτίμηση των αναγκών της σχολικής κοινότητας, τον καθορισμό του σκοπού της παρέμβασης, τους στόχους του προγράμματος, τη συλλογή πληροφοριών / δεδομένων, την αξιολόγηση του δυναμικού του σχολείου (άψυχο και έμψυχο) και μετά τη δομή του προγράμματος (ομάδα, πλαίσιο, θεματικές ενότητες, μορφή συναντήσεων και δραστηριότητες).
Οι σχολικοί ψυχολόγοι μπορούν να βοηθήσουν το σχολείο στο σχεδιασμό και στην εφαρμογή προληπτικών προγραμμάτων, θεωρητικά από το νηπιαγωγείο εάν θέλουμε να μιλούμε για πρωτογενή πρόληψη. Σε αυτήν την περίπτωση, τα προγράμματα πρωτογενούς πρόληψης που αφορούν σε όλο τον μαθητικό πληθυσμό, είναι πιο αποτελεσματικά στις μικρές ηλικίες, σε τάξεις μικρού μεγέθους όπου, όπως αναφέρθηκε ήδη, οι προβληματικές συμπεριφορές δεν έχουν ακόμα εμφανιστεί. Τα παρεμβατικά προγράμματα μπορούν να εντοπίσουν ατομικές περιπτώσεις μαθητών που χρήζουν περεταίρω στήριξης, περιλαμβάνουν στρατηγικές με σκοπό να αυξήσουν διαπροσωπικές δεξιότητες, ενθαρρύνουν τον αυτό-σεβασμό και μειώνουν τον κίνδυνο εμφάνισης κάποιας διαταραχής. Παράλληλα, μπορούν να προωθήσουν ένα θετικό σχολικό περιβάλλον και να ενισχύσουν τους εκπαιδευτικούς και τους γονείς.
Αναγκαία προϋπόθεση η επαρκής στελέχωση της ΥΕΨ για να ανταποκριθεί στην πληθώρα αιτημάτων που απαιτεί χρόνο και επένδυση γνώσεων και ψυχικού σθένους.
*Λειτουργός ΥΕΨ
Υπουργείο Παιδείας & Πολιτισμού