ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ Κ ΠΕΡΣΙΑΝΗ*
Όπως ανέφερα στο προηγούμενο άρθρο μου, η αποτυχία του δίμηνου διαλόγου μεταξύ της κυβέρνησης και των εκπαιδευτικών οργανώσεων στο θέμα της παιδείας (χαρακτηρίστηκε από τα ΜΜΕ ως δυο παράλληλοι μονόλογοι) μου γέννησε τη σκέψη να μελετήσω τα έγγραφα και τις ενέργειες των δυο αντιπάλων σ’ αυτό το δίμηνο για να καταλάβω ποια ήταν η στρατηγική και οι τακτικές που εφάρμοσαν στην προώθηση των δικών του στόχων και επιδιώξεων ο καθένας που δεν επέτρεψαν τη διεξαγωγή διαλόγου.
Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι η αποτυχία του διαλόγου οφείλεται αποκλειστικά στις στρατηγικές και στις τακτικές που ακολουθήθηκαν. Ρόλο διαδραμάτισαν οπωσδήποτε και πολλοί άλλοι παράγοντες, όπως οι εμμονές, οι ιδεοληψίες και οι προκαταλήψεις των δυο παρατάξεων, και οι επιρροές από τις κομματικές αντιλήψεις και δεσμεύσεις των πρωταγωνιστών. Πολύ αρνητικό ρόλο ,πιστεύω, διαδραμάτισε επίσης η ακαταλληλότητα του χρόνου που επιλέγηκε από την κυβέρνηση για να θέσει αυτό το θέμα, λίγο μετά την κατάρρευση της Συνεργατικής Κυπριακής Τράπεζας. Πολλοί πίστευσαν ότι το θέμα τέθηκε από την Κυβέρνηση εκείνη τη στιγμή για να στρέψει την προσοχή της κοινής γνώμης από την κατάρρευση του Συνεργατισμού (που τελικά στοίχισε στους φορολογούμενους πέραν των πέντε δισεκατομμυρίων) σε κάτι άλλο, και περισσότεροι το είδαν και το χαρακτήρισαν ως προσπάθεια εξοικονόμησης δημοσίου χρήματος «ύστερα από το φαγοπότι του Συνεργατισμού».
Στο άρθρο αυτό θα παρουσιάσω τη στρατηγική των δυο παρατάξεων και στο επόμενο τις τακτικές τους.
Η στρατηγική των εκπαιδευτικών οργανώσεων επιδίωκε βασικά την επίτευξη δυο στόχων, πρώτα της παρουσίασης του αγώνα τους ως καθαρά ιδεολογικού, ως αγώνα που αναλαμβάνεται για δυο υψηλές αξίες, το δημόσιο σχολείο και την αξιοπρέπεια των εκπαιδευτικών, και, δεύτερο, της δημιουργίας όσο το δυνατό ευρύτερης βάσης λαϊκής στήριξης που θα τους βοηθούσε να επιτύχουν με πολιτική λύση αυτά που επιδίωκαν στην περίπτωση που θα αποτύγχανε ο διάλογος. Ο πρώτος στόχος αποσκοπούσε, εκτός των άλλων, και στην αποφυγή της αντίδρασης των γονέων και της κοινής γνώμης, ιδιαίτερα εκείνων που θεωρούν τους εκπαιδευτικούς προνομιούχους, καλοπληρωμένους και χαμηλά εργαζομένους (τρεις μήνες διακοπές). Παρόλο που βγήκαν τελικά πολλοί από τον ιδιωτικό κυρίως τομέα και δήλωσαν φανερά ότι διαφωνούν με τα αιτήματα των εκπαιδευτικών, φαίνεται ότι ο στόχος αυτός τελικά επιτεύχθηκε. Η ιδεολογική φύση του στόχου υπογραμμίστηκε περισσότερο όταν στις 23 Αυγούστου στη δεύτερη συνάντηση στο Προεδρικό ο ΠτΔ πρότεινε στους εκπαιδευτικούς οικονομικά ωφελήματα. Οι αντίπαλοι της κυβέρνησης χαρακτήρισαν αυτή την πρόταση ως προσπάθεια εξαγοράς των εκπαιδευτικών και μερικές εκπαιδευτικές Κινήσεις και παρατάξεις έσπευσαν να τονίσουν ότι «ου περί χρημάτων ποιούμεθα τον αγώνα αλλά περί αρετής», ενώ αριστερών φρονημάτων εκπαιδευτικοί έγραψαν άρθρα με τίτλο «δεν πουλάμε, δεν ξεπουλάμε».
Τον δεύτερο στόχο οι εκπαιδευτικές οργανώσεις τον επιδίωξαν με την οργάνωση δυο μεγάλων και δυναμικών πορειών προς το Προεδρικό στις 13 Ιουλίου και στις 28 Αυγούστου. Το πόσο πολύ στηρίζονταν οι ηγεσίες των εκπαιδευτικών οργανώσεων στις πορείες αυτές φαίνεται από το γεγονός ότι τις προανήγγελλαν πολλές μέρες προηγουμένως και τις προετοίμαζαν με πολλή προσοχή και πολλές προσδοκίες. Είναι χαρακτηριστικό ότι την πορεία της 28ης Αυγούστου την εξήγγειλαν από τις 22 Ιουλίου (Paideia-Νews). Όπως θα δούμε στο επόμενο άρθρο, αυτές αξιοποιήθηκαν και ως τακτική. Οι ηγεσίες των οργανώσεων δηλώνουν σήμερα σ’ όσους τις καλούν να βάλουν νερό στο κρασί τους ότι δεν μπορούν να κάνουν κάτι τέτοιο, γιατί αυτό θα ισοδυναμεί με προδοσία όλων αυτών που συμμετέσχαν «στις μεγαλειώδεις πορείες».
Η στρατηγική της Κυβέρνησης δημοσιοποιήθηκε τμηματικά και με μεγάλη αδεξιότητα. Στις 4 Ιουλίου δηλώθηκε ως στόχος ο εξορθολογισμός, ένας στόχος πολύ εύστοχος για μια κυβέρνηση και διοίκηση, αφού δείχνει σεβασμό προς τους πολίτες και τους φορολογουμένους. Αποφεύχθηκε να τεθεί ως στόχος η εξοικονόμηση δημόσιων χρημάτων, που ήταν ο πραγματικός στόχος και ανταποκρινόταν προς το επανειλημμένως διατυπωθέν αίτημα του Γενικού Ελεγκτή. Ο λόγος ήταν σαφής, να μην κατηγορηθεί για οικονομίστικη αντίληψη, για νεοφιλελευθερισμό και για κατάργηση κεκτημένων. Αυτά βέβαια ουδόλως αποφεύχθηκαν. Η κυβέρνηση κατηγορήθηκε για όλα τα πιο πάνω και για φοβερότερα. Την ώρα που γράφω αυτό το άρθρο έχω μπροστά μου ένα άρθρο στο (Paideia-news 2/9 2018) με τίτλο «Η ρητορική του εξορθολογισμού και η περίπτωση του εκπαιδευτικού συστήματος της πλημμυρισμένης Ορλεάνης», στο οποίο υποστηρίζεται ότι «η ρητορική του εξορθολογισμού έχει ως στόχο να δημιουργήσει στην κοινή γνώμη αγωνία και φόβο για το μέλλον της εκπαίδευσης».
Όταν διαπιστώθηκε από την κυβέρνηση ότι ο στόχος ήταν ασαφής και πολύ αδύνατος, τότε επιδιώχθηκε η αποσαφήνιση και η συμπλήρωσή του. Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος δήλωσε ότι αυτά που εξαγγέλθηκαν αποτελούν μόνο το δέκα τοις εκατόν των μεταρρυθμιστικών επιδιώξεων που αποφάσισε και που θα θέσει σε εφαρμογή η Κυβέρνηση (συνέχεια στην εκπαιδευτική μεταρρύθμιση). Παραδέχθηκε επίσης ότι στόχος ήταν και η εξοικονόμηση χρημάτων και δικαιολόγησε την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ως προσπάθεια εξοικονόμησης ενός ποσοστού χρημάτων από τον εκπαιδευτικό προϋπολογισμό που θα χρησιμοποιείται για την ίδια την εκπαίδευση, πέραν του μισθολογίου των εκπαιδευτικών. Μια άλλη συμπλήρωση έγινε με την πληροφορία ότι από τα χρήματα που θα εξοικονομούνται με την αύξηση του διδακτικού φόρτου των εκπαιδευτικών το ένα τρίτο θα επιστρέφει στους εκπαιδευτικούς και τα δυο τρίτα στην εκπαίδευση. Σε μερικές δηλώσεις του επίσης ο Κυβερνητικός εκπρόσωπος έθεσε το θέμα της παρανομίας που διαπραττόταν για πολλά χρόνια από το γεγονός ότι οι εκπαιδευτικοί αφήνονταν να διδάσκουν λιγότερες διδακτικές ώρες από όσες προνοούσαν οι ισχύοντες νόμοι και καλούσε όλα τα κόμματα να πάρουν θέση πάνω στο βασικό αυτό θέμα. Κανένα κόμμα ωστόσο δεν πήρε θέση ούτε το θέμα αυτό συζητήθηκε ευρέως στα ΜΜΕ ούτε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Όπως φαίνεται από την πιο πάνω ανάλυση, για να γίνει διάλογος χρειαζόταν ή να αποσύρει η Κυβέρνηση τις αποφάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου ή να τις ερμηνεύσουν οι ηγεσίες των εκπαιδευτικών οργανώσεων με έναν από τους δυο παρακάτω τρόπους, είτε ως θέμα νομικό και να προσφύγουν στα δικαστήρια για να επιδιώξουν νομιμοποίηση των κεκτημένων τους ή ως ένα τεχνοκρατικό πρόβλημα και να παρακαθήσουν σε συζήτηση με το Υπουργείο για να αποδείξουν ότι οι μειώσεις αυτές δικαιολογούνται για την άρτια λειτουργία των σχολείων. Πιστεύω πως σε μια τέτοια συζήτηση οι οργανώσεις θα μπορούσαν, με την συμπαράσταση και των γονέων, να πείσουν την άλλη πλευρά γι’ αυτή την ανάγκη μείωσης των ωρών, αν όχι για όλες, τουλάχιστο για τις πιο πολλές. Από τη στιγμή ωστόσο που ερμήνευσαν τις προτάσεις του Υπουργικού ως απευθείας πλήγμα στις δυο αξίες τους, το δημόσιο σχολείο και την αξιοπρέπεια των εκπαιδευτικών, δεν μπορούσε να γίνει διάλογος.
Στο επόμενο άρθρο θα γίνει παρουσίαση των τακτικών των δυο παρατάξεων.
*Πρωην αναπληρωτής Καθηγητής Πανεπιστημιου Κύπρου