Η θεία μου η Άννα


Της ΡΕΒΕΚΚΑΣ ΣΙΕΚΚΕΡΗ*

*Θα ήθελα να απολογηθώ σε όσους διαβάσουν το ακόλουθο κείμενο γιατί αυτό δεν εμπίπτει σε κανένα είδος γραφής.

Η θεία μου η Άννα έφυγε από τον μάταιο τούτο κόσμο την περασμένη Τετάρτη. Εμείς που τη γνωρίσαμε θα τη θυμόμαστε πάντα γιατί ήταν αυτό που λέμε «έξω καρδιά» και γιατί με το θάνατο της αποχαιρετούμε μια εποχή με ανθρώπους απλούς, αγωνιστές στην καθημερινότητα τους και δίκαιους. Ανθρώπους «γινατσήδες» αλλά ντόμπρους .

Η θεία μου η Άννα ράφταινα στο επάγγελμα είχε μια ξεκάθαρη άποψη περί του εργατικού δικαίου καθώς και έντονη εμπιστοσύνη στην συνδικαλιστική της οργάνωση. Αν γινόταν μια αδικία σε κάποια συνάδελφο της ή και στην ίδια, θα σήκωνε το ακουστικό του τηλεφώνου και θα καλούσε τον κύριο Τάδε της συνδικαλιστικής της οργάνωσης και θα απαιτούσε, προσέξετε δεν θα επαιτούσε, το δίκιο της. Συνήθως το έβρισκε ίσως γιατί τη δεκαετία του 80 οι συνδικαλιστικές οργανώσεις ψευτολειτουργούσαν και δεν υπόγραφαν «εν λευκώ» την καταστροφή των μελών τους. Η θεία μου η Άννα που απλά τέλειωσε το δημοτικό, αν ήταν καθηγήτρια, θα έβρισκε αδιανόητο το γεγονός ότι π.χ. θα υπήρχαν καθηγητές δύο ή τριών ταχυτήτων. Θα κάκιζε έντονα το γεγονός ότι κάποιοι συνάδελφοι της θα έπαιρναν εφάπαξ ενώ κάποιοι θα έμεναν εντελώς ακάλυπτοι με μια συνταξούλα πείνας χωρίς ταμείο προνοίας. Χωρίς τίποτα.

Θα γινόταν έξω φρενών αν σήκωνε το ακουστικό να καλέσει τους συνδικαλιστές της για να υπερασπιστούν την προσωπική της ασφάλεια και αξιοπρέπεια μέσα στον εργασιακό της χώρο και αυτοί της έλεγαν «άλλαξε σχολείο».

Δεν θα καταλάβαινε ποτέ τις δαιδαλώδεις διαδικασίες των εκπαιδευτικών αλλαγών στο ωρολόγιο πρόγραμμα που θα ωφελούσαν κάποιους και θα καταστρέφουν άλλους. Θα σήκωνε άγρια το φρύδι αν έβλεπε το νέο σύστημα αξιολόγησης. «Ένας μάστρος φτάνει και περισσεύει». θα έλεγε. Δεν θα καταλάβαινε ποτέ το 35% που θα βάζουν οι διευθυντές στους καθηγητές γιατί ήταν μια γυναίκα που μισούσε την διαπλοκή, τις διαπροσωπικές σχέσεις και το γλείψιμο.

Για την θεία Άννα «τα σύκα ήταν πάντα σύκα και η σκάφη πάντα σκάφη». Βρε, δε πα να την έντυνες χρυσό και ασήμι, πάντα σκάφη θα ήτανε. Για αυτήν που είχε μια σχεδόν εμμονική ενασχόληση με την πολιτική και κάθε φορά που είχε εκλογές όλα τα λαμπάκια της άναβαν κόκκινο, το δεν ξεχνώ» ήταν πάντα «δεν ξεχνώ» και ποτέ δεν γινότανε «Δεν ξεχνώ την Αμμόχωστο» αλλά «ξεχνώ την Κερύνεια». Ο κατακτητής ήταν πάντα κατακτητής και δεν γινότανε γείτονας ή φίλος. Την θυμάμαι τις Κυριακές να έχει απλωμένες στον πάγκο της κουζίνας τις  εφημερίδες και να συγκρίνει το άρθρο της μιας με το άρθρο της άλλης στο ίδιο θέμα. Να συγκρίνει και να βγάζει συμπεράσματα. Χόμπι της να πιάνει ψεύτες τους πολιτικούς ενθυμούμενη τις προηγούμενες δηλώσεις τους, πράγμα που την κρατούσε συνεχώς απασχολημένη.

Ανήκε σε μια κατηγορία γυναικών που πάει να εκλείψει. Την θυμάμαι με την πόρτα του σπιτιού ορθάνοιχτη και το τραπέζι της κουζίνας γεμάτο φαγητά. «Λάβετε, φάγετε» για όλο τον κόσμο. Με μιαν απίστευτη αγάπη για τα παιδιά της, αλλά ταυτόχρονα και αυστηρότητα. Της φαινόταν αδιανόητο τα παιδιά να μην υπακούουν τους δασκάλους και είχε μια πίστη στην μόρφωση και στη δύναμη που είχε σαν εφόδιο στη ζωή για αυτό και φρόντισε να σπουδάσει και τα τρία της παιδιά. Αν κάποιο από αυτά δεν υπάκουε ή δεν έδειχνε σεβασμό στον δάσκαλο του, η θεία Άννα το έπιανε από το αυτί με αυστηρότητα. Άλλες εποχές, άλλα ήθη, άλλα έθιμα. Μα αυτή η αυστηρότητα  κανένα από τα παιδιά της δεν έβλαψε γιατί η θεία Άννα πίστευε ακράδαντα στο να μπαίνουν όρια στα παιδιά.

Αυτή ήταν η θεία μου η Άννα, πνιγμένη μια ζωή μες τα λουλούδια και στον βασιλικό της αυλής της. Είχε την ατυχία να περάσει τις θύρες του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας με σπασμένο πόδι και μετά από την περίεργη έκφανση μιας εγχείρησης να αρπάξει ένα ακόμα πιο περίεργο μικρόβιο και να καταλήξει στην εντατική με ολόκληρο τον οργανισμό της τιναγμένο στον αέρα. Τελικά, τι γίνεται εκεί κάτω, βρε παιδιά; Θα μας αποκαλύψετε επιτέλους τι γίνεται με τη υπόθεση μικρόβια »; Ή απλά «απ’ όλα είχε η Μαριορή, ο φερετζές της έλειπε». Γιατί ο λαχειοπώλης του νοσοκομείου φοράει προστατευτική μάσκα: Γιατί κάποιες νοσοκόμες να σε τρέχουν από πίσω και να σου τονίζουν να βάλεις  «μάσκα» για προστασία από μικρόβια και άλλες σου λένε ότι δεν χρειάζεται; Γιατί αυτές οι ξαφνικές μετακινήσεις ασθενών από τον ένα θάλαμο στον άλλο λόγω μικροβίων και όταν τολμάς να ρωτήσεις σου απαντούνε να κάνεις τη δουλειά σου και να αφήσεις τους άλλους να κάνουν τη δική τους ; Μπανανία μου μυρίζει η υπόθεση «μικρόβια». Είναι τραγικό να περνάς τις θύρες του νοσοκομείου με τα δύο σου πόδια ή έστω με το ένα σπασμένο και να σε βγάζουν τέσσερεις. Γιατί ακριβώς αυτό έπαθε η θεία μου η Άννα. Και όπως έλεγε και η ίδια σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις:

«Έβρελοβαρκασμό…»

Με αυτό το περίεργο γραφτό την αποχαιρετώ και της εύχομαι να πάει σε ένα κόσμο δίκαιο, σε μια πατρίδα ολόκληρη και όχι μοιρασμένη, κοντά σε ανθρώπους απλούς σαν αυτούς που ήξερε και όχι δήθεν και σε μια κουζίνα γεμάτη δυόσμο, κανέλλα και βασιλικό. Τρεις μέρες αργότερα άφησε τον κόσμο τούτο και ο γιός της. Αιωνία τους η μνήμη.

(Παρακαλώ τους μεγάλους και σοφούς του Υπουργείου Υγείας αυτή τη φορά να καταλάβουν ότι δεν έχουν να κάνουν με αριθμούς αλλά με ανθρώπους και να σέβονται τον πόνο τους λιγάκι καλύτερα. Να βάλουν επιτέλους και κάποια τάξη στην απόλυτη αταξία. Μοναδική εξαίρεση ο θάλαμος εντατικής νοσηλείας ο οποίος λειτουργεί άψογα και του οποίου το ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό υπερευχαριστώ).

*Εκπαιδευτικός




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter










203