ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΗ ΧΑΡΑΛΜΠΟΥΣ*
Σε φεστιβάλ εξετάσεων οδηγεί τα σχολεία Μέσης, αλλά και Δημοτικής Εκπαίδευσης, το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού μετατρέποντάς τα σε ένα τεράστιο εξεταστικό κέντρο.
Εξετάσεις από το Δημοτικό στο Γυμνάσιο, εξετάσεις δυο φορές το χρόνο (μια σε κάθε τετράμηνο) σε Γυμνάσια και Λύκεια, εξετάσεις συμπυκνωμένες τον Ιούνιο για όσους είναι ανεξεταστέοι, σχεδόν ταυτόχρονα με τις τελικές προαγωγικές εξετάσεις, διπλές εξετάσεις στη Γ’ Λυκείου (Πρόσβαση–Απόλυση), αύξηση των εξεταζόμενων μαθημάτων για πρόσβαση, αύξηση εξεταζομένων μαθημάτων αν ο μαθητής διεκδικεί θέση και σε 2ο πεδίο. Και όλα αυτά εκτός των όποιων διαγνωστικών διαγωνισμάτων στην διάρκεια του σχολικού έτους.
Η αντιδραστική – συντηρητική αυτή αναδιάρθρωση στο χώρο της εκπαίδευσης συντελείται έξω από το γράμμα και το πνεύμα της Εκπαιδευτικής Μεταρρύθμισης. Οι πολύ-επίπεδες εξετάσεις, έρχονται ως συνέπεια των νέων Ωρολόγιων Προγραμμάτων και της προς τα κάτω εξειδίκευσης (Α’ Λυκείου) όπου μας πάει σχεδόν πενήντα (50) χρόνια πίσω, στο σχολείο των στείρων και όχι των δημιουργικών γνώσεων.
Τρεις σοβαροί κίνδυνοι εγκυμονούν από τις νέες μεθοδεύσεις του ΥΠΠ:
Το φαινόμενο αυτό, των εξετάσεων σε όλο το φάσμα του εκπαιδευτικού συστήματος, δεν είναι καινούριο. Θα πρέπει να επιστρέψουμε δεκαετίες πίσω για να το συναντήσουμε σε πλήρη δράση, ιδιαίτερα στις Η.Π.Α. και στη Μ. Βρετανία της Μάργκαρετ Θάτσερ. Στις δυο αυτές χώρες, ιδιαίτερα στη Μ. Βρετανία, χρησιμοποιήθηκαν για την όξυνση των τοξικών φραγμών, που με τη σειρά τους οδήγησαν σε περιοριστικά μέτρα κι αποκλεισμούς στη μόρφωση, από τις πιο μικρές κιόλας ηλικίες.
Όπως σημειώνεται στην Αγγλία, «με ένα αυστηρό διαγωνισμό στην ηλικία των 11, ένα μόνο στα 4 παιδιά οδηγείται στο Πανεπιστήμιο, ενώ η μεγάλη πλειοψηφία, το 75% είναι καταδικασμένο σε υποβαθμισμένη μόρφωση στο «σύγχρονο» λεγόμενο σχολείο, χωρίς ουσιαστική εξειδίκευση ή άλλη επαγγελματική κατάρτιση».
Ανάλογα τεστ – εξετάσεις χρησιμοποιήθηκαν για δεκαετίες και στις Η.Π.Α. και σε πολλές περιπτώσεις, όπως αποδείχνεται και καταγγέλλεται, από πολύ μικρή ηλικία καθόριζαν το μέλλον των παιδιών, στέλνοντας παιδιά, κυρίως από τις φτωχές οικογένειες μαύρων, σε σχολεία και τάξεις με «ειδικό» πρόγραμμα.
Στην δεκαετία του’70 εμφανίζονται τέτοια φαινόμενο και στη Γαλλία, όπου χρησιμοποιήθηκαν πλατιά διάφορα τεστ για το «ξεσκαρτάρισμα» των παιδιών. Για να προβεί αργότερα στην πιο κάτω διαπίστωση ο Λ. Σεβ: «Συχνά λένε ότι το ένα ή το άλλο παιδί δεν είναι ικανό για τη Μέση Εκπαίδευση. Μήπως όμως δεν θα ήταν ορθότερο να πούμε ότι το υπάρχον σύστημα της Μέσης Εκπαίδευσης στη Γαλλία δεν είναι ικανό ν’ αναπτύξει τις διανοητικές ικανότητες του συγκεκριμένου παιδιού; Γιατί η όποια καθυστέρηση θα πρέπει να βλέπεται ως αποτυχία του μαθητή και όχι ως αποτυχία του σχολείου, δηλαδή της κοινωνίας και της πολιτικής που έχει δημιουργήσει ένα τέτοιο σχολείο;».
Δυστυχώς, λοιπόν, και το δικό μας Υπουργείο,πρόχειρα και αποσπασματικά, χωρίς καμιά ουσιαστική μελέτη, ορμούμενο από ιδεολογικές αγκυλώσεις και αντιλήψεις για την εκπαίδευση, μας πάει
δεκαετίες πίσω. Στο σχολείο της μιας και μόνο επιλογής. Η απουσία συγκεκριμένης – ολοκληρωμένης εκπαιδευτικής πολιτικής, και υπό το βάρος των πολλών προβλημάτων που το ίδιο δημιούργησε ή άφησε να δημιουργηθούν, καταφεύγει στις κατά κράτος εξετάσεις, για να καλύψει τις ανεπάρκειές του αλλά και την αιτία του προβλήματος.
Το καθοριστικό ζήτημα είναι ποιο σχολείο υπηρετούν οι εξετάσεις, ποιος είναι ο σκοπός της εκπαιδευτικής πολιτικής. Οι εξετάσεις από μόνες τους δεν συνιστούν εκπαίδευση. Σε ένα σχολείο Γενικής Εκπαίδευσης, που θα απέβλεπε στην ολόπλευρη διαπαιδαγώγηση της προσωπικότητας, οι εξετάσεις, θα μπορούσαν να λειτουργήσουν, σαν στοιχείο ανατροφοδότησης της διδασκαλίας και σαν κίνητρο της μορφωτικής προσπάθειας, και θα είχαν τη μορφή της επιβράβευσης κι όχι της απόρριψης του μαθητή.
Ακόμη και η προσπάθεια του Υπουργείου για διαχωρισμό των Εισαγωγικών Εξετάσεων από τις Απολυτήριες, ενώ θα μπορούσε να ήταν θετική, εντούτοις, εντασσόμενη στο γενικότερο πλέγμα της πρότασής του, καθίσταται όχι απλά αρνητική, απλά επιδεινώνει το όλο κλίμα και προσθέτει επιπρόσθετο βάρος, στις πλάτες του μαθητή. Θα έπρεπε το Υπουργείο να στρέψει την προσοχή του στην απαγκίστρωση του Λυκείου από την πρόσβαση. Όταν το Λύκειο εμπλέκεται στην διαδικασία πρόσβασης στα ΑΕΙ, τότε εξαφανίζονται και τα τελευταία ίχνη της Γενικής παιδείας, γιατί μεταφέρεται η κοινωνική επιλογή μέσα απ’ αυτό.
Άμοιρη ευθυνών δεν είναι και η συνδικαλιστική οργάνωση των καθηγητών, η ΟΕΛΜΕΚ, που για άλλη μια φορά φέρεται κατώτερη των περιστάσεων αφού η ηγεσία της, ερήμην και πάλι του κλάδου, ακολουθώντας πιστά τις πολιτικές αποφάσεις του Υπουργείου, όχι απλά συμφωνεί χωρίς να έχει συζητήσει ή αποφασίσει σε επίπεδο Κ.Δ.Σ., αλλά παρουσιάζεται και ως συνδιαμορφωτής, προσυπογράφοντας και τις νέες καταστροφικές προτάσεις.
Ολοκληρώνοντας λοιπόν το συλλογισμό μας για το ζήτημα μπορούμε να διατυπώσουμε το συμπέρασμα ότι οι εξετάσεις από μόνες τους δεν είναι σε θέση να δουν το μαθητή μέσα από τη δυναμική της ανάπτυξής του, αλλά αντιμετωπίζουν τον ίδιο και τις γνώσεις του σαν κάτι το στατικό.
Αυτό που επιχειρείται σήμερα από το Υπουργείο Παιδείας, δηλαδή η ισοπέδωση της προσωπικότητας και η μετατροπή των εκπαιδευτικών σε «εξετασιολόγους – ψυχρούς εκτελεστές» του μέλλοντος των μαθητών τους, δεν πρέπει να περάσει. Οι παραπλανητικοί όροι, όπως «διαμορφωτική αξιολόγηση», «επιστημονικότητα», «αντικειμενικότητα» και «εκσυγχρονισμός», αποτελούν απλά τον μανδύα του ταξικού διαχωρισμού και αλλοίμονο αν δεν βρουν αντιστάσεις.
*Πρόεδρος Προοδευτικής Κίνησης Καθηγητών