Και όμως κυρία μου! Απάντηση στο άρθρο της κ. Ελένης Φτιάκα «Για σοβαρευτείτε!»


 ΤΗΣ ΑΝΝΑΣ ΤΕΝΕΖΗ*

Παρόλο που το ύφος του άρθρου δε μου άρεσε, μου άρεσε όμως το ήθος κι έτσι αποφάσισα να το ενισχύσω.

Πώς θα γίνει αυτό, θα μου πείτε, με τον τίτλο που έδωσα;

Η κ. Φτιάκα γράφει όσα γράφει για να καταλήξει ότι εκείνο που πρωτίστως χρειάζεται ένας δάσκαλος-δασκάλα είναι η αγάπη. Η αγάπη του δασκάλου/ας προς τα παιδιά και το επάγγελμά του.

Και όμως, κυρία μου και κύριοι και κυρίες μου, αυτός ήταν ο λόγος που «κόπηκα» την πρώτη φορά από την Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας, όταν παρουσιάστηκα μπροστά της ως υποψήφια για τη θέση του Β. Δ.

Ο κύριος Πρόεδρος μου έτεινε τον δείχτη και μου είπε: «Ο ιδανικός καθηγητής».  «Τι θέλετε να πείτε; Ποιος είναι ή πώς θα έπρεπε να είναι;» (Μέσα μου βέβαια σκέφτηκα ότι τρώω τη ζωή μου να διδάξω στα παιδιά ότι πρόταση χωρίς ρήμα δε γίνεται, αλλά δεν το είπα.)

«Ποιος είναι.» «Δεν πιστεύω ότι υπάρχει τέτοιο πράγμα», απάντησα η αναιδής, «όλοι έχουμε τα κενά μας, όλοι έχουμε τις ελλείψεις μας, όλοι έχουμε τις αδυναμίες μας. Σημασία έχει τι κάνει ο καθένας για να τα καλύψει όλα αυτά». «Ε, τότε, πώς θα έπρεπε να είναι».

«Τότε, διαφέρει. Πρώτο να αγαπάει τη δουλειά του, γιατί κάθε μέρα αφιερώνει σ’ αυτήν τις καλύτερες και πιο παραγωγικές του ώρες, μεγάλο μέρος της ενέργειάς του και αν δεν είναι ευτυχισμένος μ’ αυτήν, δε θα μπορεί να αποδώσει το καλύτερο. (Επεκτάθηκα και σε πολλά άλλα, που δεν υπάρχει λόγος να τα πω.) Δεύτερο, να αγαπάει τα παιδιά, γιατί αυτά είναι το αντικείμενο και οι δέκτες της δουλειάς του» (Και πάλι επεκτάθηκα και ομολογώ ότι με άκουγαν με προσοχή. Κάποια κεφάλια, που ήταν σκυμμένα πριν, γύρισαν και με κοίταξαν.)

Ακολούθησαν πολλές άλλες ερωτήσεις και με απέπεμψαν.

Επιστρέφοντας στο σχολείο (Γυμνάσιο, αν έχει σημασία) οι συνάδελφοι έπεσαν πάνω μου και με ρωτούσαν τι με ρώτησε η Επιτροπή και τι απάντησα και μες στον ενθουσιασμό κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι είχα γίνει βοηθός. Και βέβαια έπεσαν από τα σύννεφα όταν είδαν ότι δεν είχα γίνει. Τους φάνηκε ακατανόητο. Κι εμένα φυσικά.

Όμως την απορία μου μού την έλυσε ένα μέλος της Επιτροπής και επιθεωρητής της ειδικότητάς μου, ο οποίος έτυχε να βρίσκεται δίπλα στην παρέα, με την οποία βρισκόμουν σε δημόσιο χώρο και συζητούσαμε τα τεκταινόμενα στην Παιδεία. «Είστε η κ. τάδε;», αυτοπροσκλήθηκε στην παρέα. «Ναι… πού με ξέρετε;» Συστήθηκε. Δεν ξέρω (δε θυμάμαι, δεν πρόσεξα) με τι μαεστρία έφερε την κουβέντα στην απόρριψή μου.

«Ε, μα, είπατε ότι ο δάσκαλος πρέπει να αγαπά τα παιδιά. Αυτό δεν είναι μετρήσιμο!» Πράγματι οι συνδικαλιστικοί μας ταγοί είχαν καταφέρει αυτό το σπουδαίο: να έχουν μπει μετρήσιμα μεγέθη στην αξιολόγηση των εκπαιδευτικών. (Δε σχολιάζω, γιατί θα με πάρει πολύ μακριά. Άλλωστε, το θέμα μας είναι η αγάπη.)

Πεισματωμένη λοιπόν – παρόλο που καθόλου δε μ’ ενδιέφεραν τα οφίκια – ξαναπήγα στην Επιτροπή, πιο πολύ για να λύσω τη απορία μου.

Αυτή τη φορά λοιπόν έγινε το σχήμα χιαστί. Δηλαδή την πρώτη ερώτηση την έκανε ο Πρόεδρος τελευταία και μάλιστα αφού σηκώθηκε, γιατί η ώρα είχε πάει μία παρά δέκα. «Κυρία Τάδε, θα σας κάνω μια ερώτηση και θέλω να μου απαντήσετε επιγραμματικά.» «Μάλιστα.» «Ποιος είναι ο ιδανικός καθηγητής;» «Πάλι θα σας απαντήσω με τον ίδιο τρόπο.» (Και ετοιμάστηκα.) «Καλά, καλά, ας πούμε ο αποτελεσματικός καθηγητής», πετάχτηκε ένα άλλο μέλος . «Και πάλι θα σας απαντήσω με τον ίδιο τρόπο: αυτός που αγαπά τα παιδιά και που αγαπά τη δουλειά του. Από κει και πέρα, αυτός που μπαίνει έγκαιρα στην τάξη, που αξιοποιεί όλο το διδακτικό χρόνο, που προσεγγίζει όλα τα παιδιά και εξατομικεύει τη διδασκαλία του, που χρησιμοποιεί διάφορες διδακτικές μεθόδους, που αξιοποιεί όλα τα εποπτικά μέσα …»

(Ο Πρόεδρος) «Δηλαδή, δρόμος μοναχικός.» «Ένας που αγαπά τα παιδιά και θέλει να τους δώσει το καλύτερο, γιατί να αρνηθεί τη συνεργασία;» (Ο Αντιπρόεδρος) «Καλά, κυρία Τάδε, αφού τα ξέρετε όλα αυτά, γιατί επιμένετε στα δύο πρώτα;» «Γιατί αυτά είναι η βάση και η προϋπόθεση και από αυτά εκπηγάζουν όλα.»

(Ο Πρόεδρος) «Εντάξει, κυρία Τάδε, πηγαίνετε.»

Γιατί είπα την ιστορία; Ακριβώς για την Ιστορία.

Τον επόμενο χρόνο μας μάντρωσαν τους Β. Δ. (εκ των υστέρων και αφού είχαμε βγάλει τα μάτια μας τον πρώτο χρόνο) σε μια αίθουσα του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, για να μας διδάξουν πώς να ασκούμε τα καθήκοντά μας. Η μόνη επιγραφή που υπήρχε στους πάναδειους τοίχους ήταν: «Το παιδί δε μαθαίνει από δάσκαλο που δεν αγαπά».

Όμως πόσες γενιές δασκάλων μας επέλεξαν το επάγγελμα μόνο και μόνο επειδή είχαν εξασφαλισμένο το διορισμό άμα τη αποφοιτήσει τους; Επειδή είναι ένα επάγγελμα που έχει όλα εκείνα τα ωφελήματα που αναφέρει η κ. Φτιάκα;

Τι θα τους κάνουμε τώρα αυτούς; Θα τους διδάξουμε αγάπη; Διδάσκεται η αγάπη;

*Συγγραφέας, φιλόλογος (αφυπηρέτησε το 2004)

Υ. Γ. Με την ευκαιρία ας μου επιτραπεί να πω και δυο λόγια για τη θέση του κ. Πρύτανη του Πανεπιστημίου Κύπρου «θέλουμε το σχολείο της Γνώσης».

Η γνώση, κύριε Πρύτανη, βρίσκεται παντού και μας κατακλύζει. Και το πιο άριστο σχολείο μικρό μόνο μέρος της άπειρης πλέον γνώσης μπορεί να μεταδώσει. Αν λοιπόν επικεντρωθεί σ’ αυτό, κατά την ταπεινή μου, άποψη έχασε το παιχνίδι. Το σχολείο εκείνο που έχει να κάνει είναι να μάθει το παιδί πώς να μαθαίνει, πώς να αγαπά και να επιζητεί τη γνώση, πώς να ασκεί την κριτική του ικανότητα, ώστε να ξεχωρίζει και ποια είναι η αληθινή, αλλά κυρίως ποια είναι η επωφελής γνώση.

Α. Τ.




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter











183