ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ Κ. ΠΕΡΣΙΑΝΗ*
Στο τελευταίο μου άρθρο με τίτλο «Η στρατηγική των δυο παρατάξεων» κατέληξα με την πιο κάτω παράγραφο:
«Όπως φαίνεται από την πιο πάνω ανάλυση, για να γίνει διάλογος χρειαζόταν ή να αποσύρει η Κυβέρνηση τις αποφάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου ή να τις ερμηνεύσουν οι ηγεσίες των εκπαιδευτικών οργανώσεων με έναν από τους δυο παρακάτω τρόπους, είτε ως θέμα νομικό και να προσφύγουν στα δικαστήρια για να επιδιώξουν νομιμοποίηση των κεκτημένων τους ή ως ένα τεχνοκρατικό πρόβλημα και να παρακαθήσουν σε συζήτηση με το Υπουργείο για να αποδείξουν ότι οι μειώσεις αυτές δικαιολογούνται για την άρτια λειτουργία των σχολείων. Πιστεύω πως σε μια τέτοια συζήτηση οι οργανώσεις θα μπορούσαν, με τη συμπαράσταση και των γονέων, να πείσουν την άλλη πλευρά γι’ αυτή την ανάγκη μείωσης των ωρών, αν όχι για όλες, τουλάχιστο για τις πιο πολλές. Από τη στιγμή ωστόσο που ερμήνευσαν τις προτάσεις του Υπουργικού (ως πολιτικό πρόβλημα, δηλαδή) ως απευθείας πλήγμα στις δυο αξίες τους, το δημόσιο σχολείο και την αξιοπρέπεια των εκπαιδευτικών, δεν μπορούσε να γίνει διάλογος».
Η πρόσληψη του προβλήματος από τις εκπαιδευτικές οργανώσεις ως πολιτικού ήταν ασφαλώς αναμενόμενη για τρεις λόγους, πρώτο, λόγω του περιεχομένου της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου, δεύτερο, λόγω του τρόπου διατύπωσής του και, τρίτο, λόγω του τρόπου με τον οποίο τέθηκε σ’ αυτούς. Το περιεχόμενο τούς αφαιρούσε «κεκτημένα», ο τρόπος διατύπωσής του σήμαινε απαράδεκτη άσκηση εξουσίας από την Εκτελεστική σε μια άλλη εξουσία, τη δύναμη των συνδικαλιστών, και ο τρόπος με τον οποίο τέθηκε αποτελούσε παραβίαση των από καιρό θεσπισθέντων εργατικών θεσμίων.
Πιστεύω πως με τις κυβερνητικές παραχωρήσεις της 23ης Αυγούστου και της 4ης Σεπτεμβρίου οι αιτιάσεις αυτές έχουν κανονικά αρθεί, αφού η Κυβέρνηση διακηρύσσει, πρώτο, ότι οι προτάσεις της δεν έχουν τον χαρακτήρα take it or leave it αλλά είναι προτάσεις προς συζήτηση, άρα δεν αποτελούν άσκηση αυθαίρετης εξουσίας, δεύτερο, δεν αποτελούν εξ αρχής αφαίρεση κεκτημένων, αφού η κυβέρνηση δηλώνει ότι, αν από τον διάλογο προκύψουν διαφορετικές αποφάσεις, είναι έτοιμη να προβεί στις αναγκαίες διορθώσεις και, τρίτο, έδειξε ότι τους τιμά με την πρόσκλησή τους σε σύσκεψη υπό την προεδρία του ΠτΔ δυο φορές αλλά και με δηλώσεις του ίδιου του Προέδρου.
Φοβούμαι ωστόσο πως ούτε τώρα θα ανοίξει ο δρόμος για διάλογο . Ο λόγος είναι γιατί τώρα θα έλθει στην επιφάνεια το κρυφό αγκάθι, δηλαδή το πρόβλημα των εκπαιδευτικών που θα μείνουν αδιόριστοι (εκατόν πενήντα ή τριακόσιοι, ποτέ δεν καθορίστηκε με κάποια ακρίβεια). Το πρόβλημα αυτό το είχαν σκόπιμα αποσιωπήσει οι εκπαιδευτικές οργανώσεις καθ’ όλη τη διάρκεια των δυο μηνών «του διαλόγου» για να μη στρέψουν εναντίον τους την κοινή γνώμη, το κρατούσαν όμως ζωντανό με άρθρα και σχόλιά τους εκπαιδευτικοί διεκτραγωδώντας το μέλλον των εκπαιδευτικών και των οικογενειών τους που θα μείνουν χωρίς εισόδημα και επιμένοντας σε «αγώνα διαρκείας».
Είναι ενδιαφέρον επομένως να δούμε πως θα πολιτευθούν στο εξής οι ηγεσίες των εκπαιδευτικών οργανώσεων. Όλη η κοινή γνώμη είναι τώρα στραμμένη πάνω τους.