Kάψαμε τον «Καιόμενο», κάψαμε και τον Σινόπουλο


TΗΣ ΑΝΤΡΗΣ ΜΕΛΚΗ*
Λίγες σκέψεις για συζήτηση και προβληματισμό πριν μπούμε στις τάξεις, τὠρα που καταλάγιασε η φουρτούνα των Παγκυπρίων, αλλά με αφορμή ένα θέμα των εξετάσεων που άπτεται του ρόλου μας ως διδάσκοντες και διαμεσολαβητές στη σχέση των νέων με την γνώση και την τέχνη. Μπαίνω κατευθείαν στο θέμα:

Στο μέρος Δ΄ ( Λογοτεχνία) του γραπτού των  Παγκύπριων Εξετάσεων  2015, ζητήθηκε το εξής:

Δοσμένα αποσπάσματα:

Τάκη Σινόπουλου, «Ο Καιόμενος»

[...]

Διστάζω. Λέω να πάω εκεί. Να τον αγγίξω με το χέρι μου.
[...]
Ο ποιητής μοιράζεται στα δύο.

Γιάννη Ρίτσου, «Αποχαιρετισμός»

Όλο σας αποχαιρετώ κι ακόμα μένω. Ναι, η πιο μεγάλη πράξη της ζωής μας είναι η απόφαση του θανάτου μας, [...] σαν τιμή και σαν χρέος για τους άλλους, πιο πέρα απ’τις ανάγκες σου.

Ερώτηση:

Να παρουσιάσεις συγκριτικά τη στάση ζωής των δύο ποιητικών υποκειμένων, στα πιο πάνω αποσπάσματα.

Ο προβληματισμός: Τόσο η ίδια η ερώτηση όσο και οι οδηγίες διόρθωσης που δόθηκαν προκαλούν μια αδιέξοδη σύγχυση στην ερμηνεία των ποιημάτων και στον χαρακτηρισμό των ποιητών στην συνείδηση  μαθητών και καθηγητών.

Ας τα πάρουμε με μια σειρά. Το ζητούμενο να παρουσιαστούν συγκριτικά τα δύο ποιητικά υποκείμενα υπονοεί ότι έχουμε να κάνουμε με ίδιες περιπτώσεις  ποιητικών υποκειμένων,  που  παρουσιάζουν  ομοιότητες και, κυρίως , διαφορές συμπεριφοράς. Το κλειδί βρίσκεται στο περιεχόμενο της φράσης (όρου) «ποιητικό υποκείμενο».
Τι εννοούμε με αυτό τον εξειδικευμένο όρο,  που ομολογουμένως είναι πολύ «φιγουρατζίδικος»,  και πολλοί υποστήριξαν ότι «ανεβάζει» (διάβαζε μάλλον συσκοτίζει) το επίπεδο του γραπτού; Ποιος είναι το ποιητικό υποκείμενο; Ο γράφων το ποίημα, δηλ. ο ποιητής; Ο ομιλών στο ποίημα, δηλ. ο αφηγητής των γεγονότων; Ο δρών στο ποίημα, δηλ. ο πρωταγωνιστής της δράσης; Ποιος από όλους αυτούς είναι το ποιητικό υποκείμενο;

Στις τελικές οδηγίες διόρθωσης δόθηκε η εξής ερμηνεία: Ποιητικό υποκείμενο =το εγώ που μιλά και αφηγείται στο κάθε ποίημα (με δειγματική απάντηση όμως  που, στην ανάπτυξή της, ταυτίζει αυτόν που μιλά με αυτόν που το γράφει και με αυτόν που δρα μέσα στο ποίημα).
 Έχουμε και λέμε λοιπόν: (α)  Το «εγώ»που μιλά και αφηγείται στον «Αποχαιρετισμό» είναι ο Γρηγόρης Αυξεντίου. Επίσης ο Γρηγόρης Αυξεντίου δρα μέσα στο ποίημα. Ο ποιητής που γράφει τον « Αποχαιρετισμό» είναι ο Γιάννης Ρίτσος, όχι ο Αυξεντίου. Ο Γιάννης Ρίτσος δεν κάηκε, δεν σκοτώθηκε, θαύμασε όμως την ηρωική πράξη του Αυξεντίου, απόρησε και υποκλίθηκε ως γνήσιος καλλιτέχνης μπροστά στην δύναμη του ήρωα να υπερβεί την ανθρώπινη φύση του (φόβο θανάτου, πόνο, ένστικτο ζωής) και συνέθεσε το ποίημα αυτό σε α΄ ενικό πρόσωπο, διότι αυτός ο τρόπος (τεχνική) εξυπηρετούσε καλύτερα το σκοπό του: να κατανοήσει πώς οδηγήθηκε ο ήρωας σ’αυτή την υπέρβαση και να προβάλει το μεγαλείο της πράξης του.

(β) Το «εγώ» που μιλά στον «Καιόμενο» είναι ένας ποιητής ή οποιοσδήποτε καλλιτέχνης ή ευαίσθητος άνθρωπος βρέθηκε μπροστά σε μια σκηνή αυτοπυρπόλησης/αυτοθυσίας (ακραία πράξη διαμαρτυρίας) και αφηγείται το γεγονός ως τον στίχο 15 σε γ΄πρόσωπο. Τα πρόσωπα  που δρουν στο ποίημα είναι κυρίως ο Καιόμενος αλλά και το διερχόμενο πλήθος και το ομιλών πρόσωπο ως μέρος του διερχόμενου πλήθους. Ποιος γράφει το ποίημα; Αυτός που γράφει το ποίημα δεν είναι  ο ποιητής-μάρτυρας του γεγονότος (στίχοι 1-15), αλλά  μάλλον ο ποιητής- Σινόπουλος (στίχος 16). Άρα εδώ τα πράγματα γίνονται πιο πολύπλοκα και γι’αυτό μια τέτοια ερώτηση ήταν άτοπη για μαθητές Λυκείου και δύσκολη ακόμα και για τους διδάσκοντες  Μέσης Εκπαίδευσης, ανεξαρτήτως διοικητικής βαθμίδας, διότι  οδηγεί σε παρακινδυνευμένες ερμηνείες ποιημάτων και προσεγγίσεις ποιητών.
Λοιπόν, ο Σινόπουλος φαντάστηκε, απόρησε και θαύμασε την υπέρβαση της ανθρώπινης φύσης (φόβο θανάτου, πόνο, ένστικτο ζωής) που  έχει αυτός ο οποίος επιλέγει να αφυπνίσει το φοβισμένο ή εφησυχασμένο  γύρω του πλήθος με αυτή την ακραία μορφή διαμαρτυρίας. Σκηνοθετεί αυτή τη σκηνή με πολλά πρόσωπα: πρωταγωνιστής ο καιόμενος, δευτεραγωνιστές το πλήθος και ο αφηγητής των γεγονότων, ένας απο το πλήθος,  μάλλον καλλιτέχνης/ποιητής ως τον στίχο 15. Τον στίχο 16  τον λέει μάλλον αυτός που γράφει/σκηνοθετεί το ποίημα, δηλαδή ο Σινόπουλος. (Στην έκδοση της ποιητικής συλλογής  «Μεταίχμιο Β΄», 1957, ο στίχος 16 είναι τυπωμένος χωριστά σε απόσταση από το υπόλοιπο ποίημα, το οποίο πρωτάσσεται και χαρακτηρίζει όλη τη συλλογή ως πολιτική διαμαρτυρία).
Όπως και στην περίπτωση του Ρίτσου, δηλαδή, ο Σινόπουλος δεν κάηκε, δεν αυτοπυρπολήθηκε αλλά θαύμασε, απόρησε και σκηνοθέτησε ποιητικά αυτή τη σπουδαία πράξη/απόφαση θυσίας για ένα ιδανικό, μια ηθική αξία,  την ελευθερία κ.τ.λ.

Δηλαδή, ανακεφαλαιώνοντας,  και στις δύο περιπτώσεις έχουμε τους πνευματικούς ανθρώπους (ποιητές εδώ) που καίγονται διαρκώς με τα πάθη και τους καημούς του κόσμου, ταυτίζονται με τις πράξεις των ανθρώπων, τις πλησιάζουν, τις κατανοούν , «πεθαίνουν» και «ξαναγεννιούνται»  αναπαριστώντας τις με το έργο τους. Αποτέλεσμα της δικής τους αυτοπυρπόλησης είναι το έργο τους που μαρτυρεί κι αναγάγει τις πράξεις των ανώνυμων και επώνυμων ηρώων σε αξίες και φάρους ζωής για όλους τους κοινούς θνητούς.

Ο ποιητής, όπως καλά το λέει ο Σινόπουλος στο τέλος του ποιήματός του, «μοιράζεται στα δύο», δεν διχάζεται, δεν  είναι σε δίλημμα αν θα μπει  πραγματικά ή όχι στη φωτιά.
Είναι εν μέρει ένας οποιοσδήποτε συνηθισμένος άνθρωπος που θαυμάζει  και χειροκροτεί τις ηρωικές πράξεις και τους ανθρώπους της δράσης κι εν μέρει ένας «διαρκώς καιόμενος» (πνευματικά και συναισθηματικά) που δεν περιορίζεται στον θαυμασμό και στο χειροκρότημα των ηρωικών πράξεων αλλά τις «κυοφορεί» , τις «ζει» και τις «γεννά» ως έργο τέχνης,  κοινό κτήμα πλέον όλων των ανθρώπων.

Για να εξηγούμαστε λοιπόν και να μην παρεξηγούμαστε: Και οι δύο ποιητές, Γιάννης Ρίτσος και Τάκης Σινόπουλος, θαύμασαν και υποκλίθηκαν μπροστά σε μια ηρωική πράξη αυτοθυσίας που γίνεται ως χρέος απέναντι στην πατρίδα και στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια και την προέβαλαν μέσ’από το έργο τους ο καθένας με διαφορετικά μέσα και τρόπο.

Ο κάθε ποιητής λοιπόν  «μοιράζεται στα δυο», εκτός δηλαδή από συνηθισμένος άνθρωπος γίνεται και ξαναγίνεται μάρτυρας και καιόμενος. Αν δεν συνέβαινε αυτό ούτε ο Ρίτσος θα έγραφε τον  «Αποχαιρετισμό» και  τον «Επιτάφιο», ούτε ο Σόλωμος τους «Ελεύθερους Πολιορκημένους» και σίγουρα, ούτε η ποιητική φαντασία του Σινόπουλου  θα προφήτευε αυτό τον ακραίο τρόπο διαμαρτυρίας που έγινε πραγματικότητα δέκα χρόνια μετά την σύνθεση του ποιήματος.

Ως εκ τούτου,  για το μόνο πράγμα ίσως που μπορεί  κανείς να κάνει σύγκριση ανάμεσα στα δύο ποιήματα είναι για τον ποιητικό μετασχηματισμό της ηρωικής πράξης που παρουσιάζει το κάθε ποίημα.

Δυστυχώς η ερώτηση όπως τέθηκε παρέσυρε σχεδόν όλους τους μαθητές  να κάνουν βιαστικές, επιπόλαιες και άτοπες παρατηρήσεις και συγκρίσεις:  Πολλοί υποψήφιοι προχώρησαν σε σύγκριση ανάμεσα στον ήρωα Αυξεντίου και τον ποιητή Σινόπουλο.  Άλλοι έγραψαν πως ο Ρίτσος (ή ο Αυξεντίου) είναι γενναίος και πατριώτης, επειδή αποφασίζει να μείνει στη σπηλιά και να πεθάνει, ενώ ο Σινόπουλος (ή ο ποιητής) είναι δειλός, αλλοτριωμένος, βολεμένος και φοβισμένος, διότι διστάζει και δεν πάει να αγγίξει τον καιόμενο και να καεί μαζί του. (Από τα 300 γραπτά που διόρθωσα μόνο 41 σχολίασαν και τοποθετήθηκαν «σωστά» απέναντι στους ποιητές και στο έργο τους).

Είναι θλιβερό να  συμβάλλουμε, ασύνειδα έστω, είτε με τον τρόπο που διδάσκουμε είτε με τον τρόπο που εξετάζουμε,  σε παρερμηνείες και διαστρεβλώσεις για τους καλλιτέχνες και τους πνευματικούς ανθρώπους. Αυτή η διαστρεβλωμένη διαπίστωση των μαθητών (εξαιτίας της αφέλειας τους; εξαιτίας της αδυναμίας και της ανασφάλειας τους να χρησιμοποιούν τη λογική τους για να απαντούν; εξαιτίας του άγχους των εξετάσεων και του φόβου τους ν’απαντήσουν αμφισβητώντας την ερώτηση;  εξαιτίας της ανεπαρκούς  προετοιμασίας τους;)  έμεινε δυστυχώς ως παγιωμένη αντίληψη  σε εννιάμισι (9,500) χιλιάδες περίπου τελειόφοιτους  και  σε αρκετούς βέβαια διδάσκοντες, που για τους ίδιους λόγους δεν θα αμφισβητήσουν, δεν θα ανατρέξουν σε βιβλιογραφία και θα μπουν στις τάξεις τα επόμενα χρόνια να αναπαράγουν τις ασαφείς και παραπλανητικές απαντήσεις από τις οδηγίες διόρθωσης που δόθηκαν.  Μήπως δεν πρέπει να μένουν στο διαδίκτυο οι οδηγίες διόρθωσης;  Μήπως πρέπει να αποσύρονται μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων, για να μην λειτουργούν ανασταλτικά στην προετοιμασία καθηγητών και μαθητών ως τελεσίδικη γνώση και ως ευαγγέλιο προς παπαγαλία;

Κλείνω υπογραμμίζοντας ξανά τη θλίψη μου για την τύχη που είχε φέτος ο Σινόπουλος στις Παγκύπριες Εξετάσεις: να καεί κυριολεκτικά και ν’αμαυρωθεί η φήμη και το ηθικό του ανάστημα στις συνειδήσεις χιλιάδων μαθητών/υποψηφίων φοιτητών. Και αν αρκετοί διδάσκοντες νομίζουν  πως βγαίνουμε αλώβητοι από τέτοιες διαδικασίες, επειδή «βρέξει –χιονίσει το μισθό μας θα τον πάρουμε» , υπάρχει και μια μεγάλη μερίδα διδασκόντων οι οποίοι, κάθε φορά που –έστω και ακούσια – συνεργούν σε τέτοιες διαστρεβλώσεις, αισθάνονται ότι στάθηκαν ανέντιμοι απέναντι στην επιστήμη και στο επάγγελμά τους (στην περίπτωση μας απέναντι στους μαθητές, στους συγγραφείς και στο έργο τους).  Πόσοι, άραγε, χάνουν τον  ύπνο τους μπροστά στο ενδεχόμενο  να τους απαξιώνουν ως ανεπαρκείς σε λίγα  χρόνια οι μελλοντικοί επαρκείς αναγνώστες, ισότιμοι πλέον συμπολίτες τους, που σήμερα είναι μαθητές τους;

*Φιλόλογος




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter











332