Καρέκλες: Το εφήμερο της ανθρώπινης ύπαρξης και η ανθεκτικότητα της άψυχης ύλης


ΤΗΣ ΣΤΕΛΙΑΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ*

Το 1950 ο Ευγένιος Ιονέσκο υπόσχεται, δια του τίτλου του έργου του, την ιστορία μιας Φαλακρής Τραγουδίστριας και το κοινό απογοητεύεται καθώς δεν βλέπει στη σκηνή ούτε τραγουδίστρια, ούτε φαλάκρα. Το 1952, ο συγγραφέας, κλείνει ειρωνικά το μάτι στο θεατρόφιλο κοινό και πραγματοποιώντας την υπόσχεση του τίτλου, προτείνει ένα έργο με κεντρικό σημείο αναφοράς και δεσπόζουσες επί σκηνής παρουσίες τα ίδια τα σκηνικά αντικείμενα. Με τίτλο, θέμα, σκηνικό και πρωταγωνιστές τις Καρέκλες, ο Ιονέσκο δημιουργεί ένα έργο-στοχασμό για την ανθρώπινη ύπαρξη, δίνοντας στην ουσία έμφαση σε ό,τι οι Καρέκλες δεν είναι: οι άδειες καρέκλες ως άψυχες-υλικές παρουσίες γίνονται στοιχειώματα, συμπυκνώνοντας μετωνυμικά κάθε απών έμψυχο σώμα από τη ζωή των χαρακτήρων.

Η δεσπόζουσα παρουσία των σκηνικών αντικειμένων στο έργο υπογραμμίζει τη θριαμβευτική απουσία των εν αναμονή σκηνικών προσώπων (καλεσμένοι). Η δηλωτική έμφαση στις «Καρέκλες» ως αναφορά στον τίτλο του έργου σε συνδυασμό με τη διαχρονική και πάντα επίκαιρη θέση του στην παγκόσμια θεατρική σκηνή, αποδεικνύουν την συγγραφική ευφυία του Ιονέσκο, ο οποίος συλλαμβάνει, αποτυπώνει και παρουσιάζει τη ματαιότητα ενός υλικού κόσμου, που βρίσκεται σε συνεχή αναζήτηση της ουσίας του, πέρα και πίσω από τις λέξεις. Ομοίως, όσα το έργο έχει να πει, αναδύονται πέρα και πίσω από όσα δηλώνουν οι προφανείς σημειολογικές αποκωδικοποιήσεις του. 

Η σκηνή του θεάτρου «Δέντρο» μεταμορφωμένη σε ένα μινιμαλιστικό, λευκό, φωτεινό και συμμετρικό σκηνικό (μια σκάλα -βιδωμένη στον τοίχο- καταλήγει σε ένα στρογγυλό παράθυρο υποβρύχιου πλοίου/καταπακτής και αρκετές παράλληλες σειρές από συνενωμένες καρέκλες -προέκταση του πατώματος- συνθέτουν ως συνεκτικά μέρη -ακίνητα, άρρηκτα ενωμένα μεταξύ τους- ένα απροσδιόριστο σκηνικό σύμπαν) ορίζει τον δραματικό χώρο ως ένα πλωτό έγκλειστο νησί. Σκηνογραφία και σκηνοθεσία ακυρώνουν με τον τρόπο αυτό κάθε ουσιαστική μεταβολή των αντικειμένων στην αλληλεπίδρασή τους με τα επί σκηνής πρόσωπα: δεν μετακινούνται, δεν μεταποιούνται, δεν μετατοπίζονται. Το σκηνικό, ως το μόνο σταθερό σημείο αναφοράς του έργου και της παράστασης, παραμένει αλώβητο, αμετάβλητο και ανέπαφο, για να επιβιώσει και να θριαμβεύσει στο φινάλε, αφήνοντας το θεατρικό γεγονός εκτεθειμένο στη θνησιγενή φύση του, τους ηθοποιούς μετέωρους ανάμεσα στον διττό ορισμό του εαυτού τους (θνητό σώμα-διαχρονικός ρόλος) και τους θεατές -ως περαστικές παρουσίες στα σταθερά καθίσματά τους- να συνειδητοποιούν το εφήμερο της ύπαρξής τους, σε ένα κόσμο ο οποίος διαχρονικά παραμένει σταθερός μόνο ως προς την άψυχη υλικότητά του. Ο πιο πάνω σκηνικός αντικατοπτρισμός, ενός ψυχισμού σε απόγνωση που μάταια προσπαθεί στο κύκνειο άσμα του (το γηραιό ζεύγος στις Καρέκλες βρίσκεται στη δύση της ζωής του) να σημαδέψει ανεξίτηλα το πέρασμά του από τη ζωή, αφενός δικαιώνει την συγγραφική πρόθεση του Ευγένιου Ιονέσκο και αφετέρου αναδεικνύει τη σκηνοθετική σύλληψη του Γιώργου Μουαΐμη.

Σε μια ελεύθερη και επικαιροποιημένη απόδοση του κειμένου, ο λόγος της παράστασης απλός, καθημερινός, χωρίς να προδίδει ή να θέτει σε αναστολή την επικοινωνία ανάμεσα στα σκηνικά πρόσωπα, ορίζει τις χιλιοειπωμένες λέξεις και τις κοινότυπες φράσεις, ως άστοχες και αδύναμες απόπειρες εκπομπής ενός ουσιαστικού μηνύματος προς αποκωδικοποίηση. Η ουσία όμως εδράζει στην αντίστιξη ανάμεσα σε αυτό που λέγεται αλλά δεν εννοείται και σε αυτό που δεν λέγεται, αναμένεται, αναστέλλεται αλλά υποβόσκει υφέρποντας, εξ’ αρχής και καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης. Εδώ έγκειται και η μεγαλύτερη δυσκολία του έργου και κάπου εδώ, πέρα από τη σκηνοθετική σύλληψη και καθοδήγηση, το βάρος πέφτει τεράστιο στους ώμους των ηθοποιών. Το κείμενο του Ιονέσκο, από γραφής, αποτελεί μια πρόσκληση-πρόκληση για το ανέβασμά του. Πρόκειται για ένα έργο το οποίο παραμένει διαχρονικά διαθέσιμο και σε αναμονή της σκηνικής υλοποίησής του, καθώς οι χαρακτήρες του εάν δεν τύχουν μιας εμπνευσμένης σκηνοθετικής πρότασης και μιας πολυδιάστατης σκηνικής ενσάρκωσης, συρρικνώνονται σε συμπαθητικές, αεικίνητες, μαριονετίστικες καρικατούρες.

Η Αννίτα Σαντοριναίου και ο Σταύρος Λούρας, καταφέρνουν να αναδείξουν τον Λόγο πίσω από το παράλογο, αποκαλύπτοντας με κωμικούς χρωματισμούς την υπαρξιακή τραγωδία του σύγχρονου ανθρώπου. Η Σεμίραμις της Αννίτας Σαντοριναίου, αεικίνητη σε σώμα και πνεύμα, γίνεται κινητήριος μοχλός κάθε δράσης, είτε ξεκινώντας είτε ακολουθώντας το παιγνίδι του στοχαστικού και ονειροπόλου Γέρου του Σταύρου Λούρα. Η επικοινωνία ανάμεσα στο ηλικιωμένο ζευγάρι -εγγεγραμμένη σε ένα επαναλαμβανόμενο φανταστικό παιγνίδι- αποδεικνύεται επιτυχής καθότι οι δυο τους αλληλοσυμπληρώνουν (σαν να αυτοσχεδιάζουν επί σκηνής) ο ένας τη σκέψη-πρόθεση-επιθυμία του άλλου. Μπορεί οι άδειες καρέκλες των αόρατων καλεσμένων να μην γεμίσουν ποτέ με τις φυσικές ζωντανές παρουσίες τους, εντούτοις ο σκηνικός χώρος, στην εξέλιξη της δράσης, γεμίζει ασφυκτικά, παραμένοντας ταυτόχρονα ειρωνικά άδειος. Mε μια πρώτη επιφανειακή ματιά, οι άδειες καρέκλες γεμίζουν με κοινότυπες λέξεις και καθημερινές κουβέντες που δεν έχουν ούτε ως προϋπόθεση αλλά ούτε και ως κατάληξη τον ουσιώδη Λόγο -εμπρόθετη πράξη ευθύνης-, ο οποίος δύναται να νοηματοδοτήσει την ύπαρξη των γέρων και της ανθρωπότητας εν γένει. Σε μια δεύτερη πιο σοβαρή ανάγνωση της παράστασης, αυτό που γεμίζει ασφυκτικά τον σκηνικό χώρο και κάνει τις άδειες καρέκλες να ξεχειλίζουν δεν ανιχνεύεται σε ότι προφέρεται. Εδρεύει πίσω και κάτω από κάθε λέξη, κάθε σιωπή, κάθε χειρονομία ή έκφραση, ως αναμνήσεις στοιχειώματα και ανεκπλήρωτοι πόθοι.

Το αιωνόβιο ζευγάρι, ξεκομμένο τόσο από το παρελθόν όσο και από το μέλλον, ζει σε ένα συνεχές και βασανιστικό παρόν, που τους εξαναγκάζει στις ίδιες αέναες και ανούσιες επαναλήψεις συζητήσεων, κινήσεων και δράσεων. Στον ατελείωτο παροντικό χρόνο, συμπυκνώνονται επί σκηνής -σε μια αμφίβολη σύμπραξη- το παρελθόν και το μέλλον. Το παρελθόν εισβάλλει ενίοτε εξιδανικευμένο ή απωθημένο με τη μορφή βασανιστικών τύψεων, στοιχειωμένων αναμνήσεων, καταπιεσμένων ονείρων και ανεκπλήρωτων επιθυμιών. Το μέλλον, προβολικά, εδράζει στην αναμονή της μεγάλης αναγνώρισης, που αναμένεται να λειτουργήσει ως απόδειξη ότι η ύπαρξη αποκτά ένα νόημα που να ξεπερνά σε διάρκεια, ένταση και σημασία το εκάστοτε παρόν. Κείμενο και σκηνοθεσία ορίζουν το παρόν σαν μια διαρκή δοκιμή εν αναμονή μιας παράστασης της οποίας η πρεμιέρα δεν δίνεται, αφού παραμονεύει αμετάκλητο το τέλος για να ματαιώσει την εκκίνηση. Το εδώ και τώρα της σκηνής και της ζωής νοηματοδοτούνται ως ένα παιγνίδι που κάνει την αναμονή υποφερτή και διασκεδάζει την πλήξη, ενώ πίσω και πέρα από αυτό υφέρπουν το παρελθόν ως βάρος και το μέλλον ως λυτρωτικό τέλος. Σε μια ασφυκτικά γεμάτη σκηνή από άδειες καρέκλες, ο ομιλητής αποδεικνύεται μουγγός, η σωτηρία του κόσμου αναστέλλεται και το αιωνόβιο ζευγάρι βάζει οικειοθελώς τέρμα στο παιγνίδι του, για να το ξαναπάρει πάλι -ίδιο και απαράλλαχτο- απ΄ την αρχή.

Αναμφίβολα, Οι Καρέκλες του Μουαΐμη, έδωσαν τη δική τους ερμηνεία στο εναγώνιο υπαρξιακό ερώτημα του Ιονέσκο, αποκαλύπτοντας και αποδεικνύοντας πως οποιαδήποτε δημιουργική πράξη, η οποία εκκινεί ως πράξη αγάπης και καταλήγει σε πράξη ευθύνης, έχει τη δυνατότητα να αφήσει το δικό της ίχνος στον χρόνο, αντιστεκόμενη στο εφήμερο της ύπαρξης. Στον συμψηφισμό τους, πολλές τέτοιες πράξεις δύναται να δημιουργήσουν γέφυρες αντίστασης στην φθαρτή υλικότητα της ανθρώπινης φύσης και στην ανθεκτικότητα της άψυχης ύλης, προτείνοντας τη διαχρονική και ουσιαστική μεταφυσική έννοια της ύπαρξης.

Οι συντελεστές της παράστασης με αγάπη απέναντι στην τέχνη τους και αίσθημα ευθύνης απέναντι στο έργο τους, σίγουρα αφήνουν με τις Καρέκλες τους το δικό τους στίγμα στον χρόνο και τη σύγχρονη θεατρική σκηνή του τόπου, καθώς αντιστέκονται μέσα από την καλλιτεχνική τους δημιουργία στο εφήμερο της ανθρώπινης φύσης και προτείνουν νέες νοηματοδοτήσεις στις διαχρονικές υπαρξιακές αναζητήσεις της ανθρωπότητας.

*Εκπαιδευτικός Λειτουργός Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού

Κάτοχος:

-Μεταπτυχιακού τίτλου στις Θεατρικές Σπουδές με ειδίκευση σε Υποκριτική και Σκηνοθεσία (MAGISTERARTIUM, Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου, 2016)

-Διπλώματος Υποκριτικής (Δραματική Σχολή Βλαδίμηρος Καυκαρίδης, 2006)

- Πτυχίου στην Εκπαίδευση (Πτυχίο Επιστημών της Αγωγής, Πανεπιστήμιο Κύπρου: Προδημοτική Εκπαίδευση, 2001).

 




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter











1390