Κατάλογοι Διοριστέων: Αλήθειες και ψέματα (Α΄)


ΤΟΥ ΘΕΜΗ ΠΟΛΥΒΙΟΥ*

ΜΕΡΟΣ Α΄

Το θέμα του Καταλόγου Διοριστέων αυτή την περίοδο που η εκπαίδευση αντιμετωπίζει πολλά αλλά επίκαιρα και πιο σοβαρά προβλήματα είναι άκαιρο από τη στιγμή μάλιστα που οι διορισμοί μέσα στην επόμενη δεκαετία θα είναι μηδαμινοί.

Πιστεύουμε ότι με αυτά τα δεδομένα το ΥΠΠ με τη θέση του να ζητά συζήτηση και τροποποίηση των καταλόγων, αυτή ειδικά την περίοδο, απλώς πουλά κούφιες, ψεύτικες ελπίδες στις χιλιάδες αδιορίστους, καλλιεργεί απλώς ψευδαισθήσεις.

Σίγουρα και το αναγνωρίζουμε αυτό, οι κατάλογοι αντιμετωπίζουν κάποια προβλήματα, αλλά αυτό δεν εξυπακούει ότι πρέπει να προχωρήσουμε στην κατάργησή τους. Για χρόνια τώρα με την πρακτικότητά τους, τη διαφάνεια, εξασφαλίζουν την αξιοκρατία και τη δικαιοσύνη μεταξύ των υποψηφίων.  Μπορούν κάλλιστα να ληφθούν μέτρα βελτίωσής τους και όχι κατάργησής τους.

Μπορεί το σύστημα να μην είναι αξιοκρατικό αλλά χωρίς συζήτηση αυτό είναι δίκαιο και θέτει φραγμό στη μάστιγα της κυπριακής κοινωνίας που είναι το ρουσφέτι.

Είναι το λιγότερο άδικο, οι υποστηρικτές της κατάργησης των καταλόγων να αποδίδουν σχεδόν όλα τα προβλήματα της κυπριακής εκπαίδευσης στο σύστημα διορισμού. Δηλαδή, στην Ελλάδα που καταργήθηκε το συγκεκριμένο σύστημα και εισήχθησαν οι εξετάσεις του ΑΣΕΠ έχουν λυθεί τα προβλήματα της εκπαίδευσης ή μήπως δημιουργήθηκε ένας άλλος κατάλογος που κάθε άλλο παρά τους κατάλληλους εκπαιδευτικούς προωθεί;

Θα δώσει ελπίδα στους νέους ισχυρίζεται το ΥΠΠ. Διερωτώμαστε: Πώς θα δοθεί ελπίδα όταν διορισμοί δεν θα γίνονται;  Και ποιος μας εγγυάται ότι θα πετύχουν στις εξετάσεις οι νεαρότεροι;  Και πώς θα παρακαθήσουν στις εξετάσεις, όταν δεν διαθέτουν το βασικό κριτήριο, που είναι η προϋπηρεσιακή κατάρτιση;  Άσε που με την απόφαση να γίνεται η Προϋπηρεσιακή και στα ιδιωτικά πανεπιστήμια θα αναπτυχθεί μια νέα παροικονομία της τάξης των 70 και πλέον εκατομμυρίων ευρώ. Και τα χρήματα αυτά θα τα καταβάλλουν οι ίδιοι οι υποψήφιοι.

Μήπως, λοιπόν, ο στόχος του ΥΠΠ είναι απλώς να δημιουργήσει ένα νέο κατάλογο, ενώ θα αφήσει και τα απαραίτητα παράθυρα για να βολεύονται οι ημέτεροι;

Να ξεκαθαρίσουμε ότι το θέμα του Καταλόγου Διοριστέων ενδιαφέρει κυρίως την ΟΕΛΜΕΚ όχι τόσο ως ένα συνδικαλιστικό πρόβλημα, αφού αφορά κυρίως μη υπηρετούντες, άρα όχι μέλη της Οργάνωσης, αλλά ως θέμα αρχής, ως ένα σοβαρότατο εκπαιδευτικό ζήτημα που δεν μπορεί και δεν πρέπει να μας αφήνει αδιάφορους.

Συμβασιούχοι – έκτακτοι

Ακριβώς, με αυτά τα δεδομένα, είναι που ως Οργάνωση θέτουμε ως βασική προϋπόθεση, για να μπούμε σε οποιαδήποτε συζήτηση για το θέμα, το διορισμό των 1000 περίπου εκτάκτων και συμβασιούχων με υπηρεσία μέχρι και 8 και 9 χρόνια στην εκπαίδευση. Η πρόταση του ΥΠΠ δεν λαμβάνει υπόψη τους υπηρετούντες και εκτάκτους με αποτέλεσμα να θυματοποιεί εκατοντάδες οικογένειες.

Για τους συναδέλφους αυτούς το κράτος ξόδεψε εκατομμύρια ευρώ (από 3 – 5 εκατομμύρια ευρώ) για να τους επιμορφώσει και με την προϋπηρεσιακή επιμόρφωση και με την πρακτική εκπαίδευσή τους στα σχολεία και με άλλα σεμινάρια. Κατ’ επέκταση, έχει καθήκον και έναντι τους και έναντι του Κύπριου φορολογούμενου, να δεσμευτεί ότι οι συγκεκριμένοι συνάδελφοι πρέπει να έχουν προτεραιότητα και να διοριστούν πριν γίνει οποιαδήποτε συζήτηση για το υφιστάμενο σύστημα διορισμών. Είναι αβάσιμος ο ισχυρισμός του ΥΠΠ ότι μέρος των χρημάτων προήλθαν από Ευρωπαϊκά κονδύλια: Δηλαδή, επειδή είναι ευρωπαϊκά κονδύλια μπορούμε να τα σπαταλούμε χωρίς έλεγχο;

Το ΥΠΠ ισχυρίζεται ότι με το νέο σύστημα, που θα γίνεται με εξετάσεις, θα διορίζονται οι ποιοτικά καλύτεροι. Αβάσιμος και ατεκμηρίωτος και ο συγκεκριμένος ισχυρισμός, γιατί υποβιβάζει, μειώνει το κύρος και την ποιότητα όσων εκπαιδευτικών υπηρετούν. Εξάλλου, ποιο είναι αυτό το σώμα ή αυτοί οι «σοφοί» που θα αξιολογούν το πτυχίο του καθενός που ενδιαφέρεται να διοριστεί στην εκπαίδευση;  Η φιλοσοφία και η δομή της υπηρεσίας εξετάσεων είναι εντελώς διαφορετική.  Και πόσα θα ξοδεύσει το κράτος για εξετάσεις, σύσταση επιτροπών κ.α.  Αυτό δεν το απαγορεύει η Τρόικα, όπως μας λένε για όλα τα άλλα θέματα, πολύ σοβαρότερα του καταλόγου διοριστέων, όταν τους ζητούμε να τα υλοποιήσουν;  Και ποιος μας εγγυάται ότι στις εξετάσεις θα πετυχαίνουν οι νεότεροι;

«Δεν πρέπει να υποχρεώνεται η πολιτεία να διορίζει με βάση τη σειρά των καταλόγων, αφού αυτό έχει ως συνέπεια να μπαίνουν στην εκπαίδευση μεγάλοι σε ηλικία και με αυξημένα προβλήματα καθηγητές, αλλά να έχει το δικαίωμα να επιλέγει νεότερους και καλύτερους», υποστηρίζει το ΥΠΠ.

Αυτή είναι μια λογικοφανής θέση για τον απλούστατο λόγο ότι είναι παραπλανητική και προσεγγίζει εντελώς επιφανειακά αυτό το σοβαρό θέμα.

Πού στηρίζεται σήμερα η επιλογή των εκπαιδευτικών, για να μπουν στον κατάλογο και να έχουν σειρά να διοριστούν στην εκπαίδευση;

Η σειρά προτεραιότητας, όπως τονίζει και το σχετικό άρθρο 28Β του νόμου, καθορίζεται πρώτα από το έτος απόκτησης του πρώτου τίτλου σπουδών.  Η σειρά προτεραιότητας μεταξύ των υποψηφίων που απέκτησαν τον πρώτο τίτλο σπουδών τους το ίδιο έτος γίνεται με βάση μια σειρά άλλων κριτηρίων που είναι ο βαθμός στο βασικό τίτλο, τα πρόσθετα ακαδημαϊκά προσόντα σε θέματα συναφή με την εκπαίδευση ή την ειδικότητα ή τα καθήκοντα της θέσης, η εκπαιδευτική προϋπηρεσία και τυχόν υπηρεσία στην Εθνική Φρουρά.

Επιπρόσθετα, λειτουργεί η προϋπηρεσιακή κατάρτιση όπου οι υποψήφιοι για ένα σχολικό έτος παρακολουθούν ειδικά μαθήματα και παράλληλα υπηρετούν μέσα στα σχολεία μετέχοντας σ’ όλες τις εκφάνσεις της σχολικής ζωής. Στο τέλος, υποβάλλουν σχετικές μελέτες και παρακάθονται σε εξετάσεις, αφού περάσουν και από τη σχολική εμπειρία.

Κατά συνέπεια, αν κάποιοι κριθούν ότι είναι ακατάλληλοι, τότε μπορούν να απορριφθούν και να μη διοριστούν. Έστω όμως και αν κάποιοι μη κατάλληλοι, όπως ισχυρίζονται οι πολέμιοι του σημερινού συστήματος, περάσουν την προϋπηρεσιακή, υπάρχει άλλη μια ασφαλιστική δικλίδα, για να αποκλειστούν από την εκπαίδευση. Συγκεκριμένα, υπάρχουν ακόμη τα δυο χρόνια της δοκιμασίας όπου και πάλι μπορεί να κλειστεί ο δρόμος σε όσους θεωρηθούν ακατάλληλοι, για να πάρουν μόνιμο διορισμό.  Απλώς να αναλάβουν τις ευθύνες τους όσοι είναι εντεταλμένοι να φέρουν σε πέρας τις σχετικές πρόνοιες της νομοθεσίας.

Το τονίσαμε ότι το σύστημα μπορεί, με τα σημερινά δεδομένα, να μην είναι αξιοκρατικό, όμως είναι δίκαιο και αυτό είναι σημαντικό.

Εξάλλου, υπάρχουν οι ασφαλιστικές δικλίδες που προαναφέραμε της προϋπηρεσιακής και της δοκιμασίας όπου μπορούν πράγματι να επιλεγούν οι άξιοι και σίγουρα να τεθεί φραγμός στους ακατάλληλους.

Άρα, είναι το λιγότερο γελοία η θέση ότι με το υφιστάμενο σύστημα «η δημόσια εκπαίδευση στερείται της δυνατότητας να στελεχώνεται από τους καταλληλότερους και από αυτούς που έχουν το μεγαλύτερο ενδιαφέρον να εργαστούν ως εκπαιδευτικοί».

Για την ηλικία εκείνο που έχουμε να πούμε είναι ότι αυτή δεν είναι κριτήριο που καθορίζει τον κατάλληλο ή μη να διοριστεί.  Και εδώ το ΥΠΠ αποσιωπά το γεγονός ότι μπορεί να διορίζεται ένας εκπαιδευτικός στα 35 ή στα 40 του ή ο μέσος όρος διορισμού να είναι τα 41 χρόνια, όπως διατείνεται ο ΥΠΠ, αλλά ο συνάδελφος που διορίζεται μεταφέρει πείρα και προϋπηρεσία είτε από τα σχολεία της Ελλάδας, είτε από την ιδιωτική εκπαίδευση της Κύπρου είτε από φροντιστήρια.

Ακόμη και αυτοί που απασχολούνται σε άλλα επαγγέλματα και κατά το ΥΠΠ έχουν αποκοπεί από το αντικείμενο της επιστήμης τους,

μεταφέρουν σίγουρα μια διαφορετική εμπειρία που είναι χρήσιμη για τη σχολική ζωή, ενώ μπορούν με την προϋπηρεσιακή να προσαρμοστούν στα δεδομένα της εκπαίδευσης.

Και ερωτούμε: Έχει στοιχεία το ΥΠΠ για το πόσοι διορίζονται με εκπαιδευτική πείρα ή με άλλα προσόντα;

Όμως και ο μέσος όρος ηλικίας διορισμού να πούμε ότι για τις περισσότερες ειδικότητες είναι μικρός και σίγουρα κάτω από τα 30 και 35 χρόνια.  Όμως και εδώ τα στοιχεία είναι πλασματικά, γιατί παραγνωρίζεται το γεγονός ότι ένας που διορίζεται στα 35 ή στα 40 του  μπορεί να μεταφέρει πείρα 10 ή και περισσότερων χρόνων.

Ούτε είναι επιχείρημα, αυτό που ισχυρίζεται το ΥΠΠ για το διορισμό των ούτω καλούμενων «προβληματικών» εκπαιδευτικών. Εκτός του ότι υπάρχουν οι ασφαλιστικές δικλίδες που προαναφέραμε, για να αποκλειστούν ρωτάμε το ΥΠΠ:  Έχει στοιχεία για τους λεγόμενους προβληματικούς; Αν υπάρχουν τέτοιοι, γιατί δεν εφάρμοσαν οι εκπρόσωποι του ΥΠΠ τη νομοθεσία ώστε να τους κόψουν την πορεία προς το διορισμό;

Να αναφέρουμε εδώ ότι τα εδάφια 28Γ και 30 του περί Δημοσίας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας νόμου προβλέπουν με σχολαστικότητα πότε και κάτω από ποιες προϋποθέσεις διορίζεται κάποιος μόνιμος στην Εκπαίδευση.  Για να διοριστεί, λοιπόν, κάποιος στη Δημόσια Εκπαίδευση επί μονίμου βάσεως, θα πρέπει να πιστοποιηθεί από αρμόδιο ιατροσυμβούλιο ότι είναι κατάλληλος από πλευράς σωματικής, ψυχικής και διανοητικής κατάστασης να ασκεί το επάγγελμα του εκπαιδευτικού λειτουργού (28Γ και να κριθεί ως κατάλληλος στην εργασία του κατά την περίοδο του επί δοκιμασία διορισμού του). Διαφορετικά δημοσιεύεται στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας ο τερματισμός του διορισμού του (30 2,3).

Από τον καιρό που ιδρύθηκε η Κυπριακή Δημοκρατία μέχρι σήμερα δεν γνωρίζουμε καμία περίπτωση εκπαιδευτικού λειτουργού που να κρίθηκε ακατάλληλος και να απολύθηκε κατά ή μετά τα 2-3 χρόνια της υπηρεσίας του επί δοκιμασία.  (Αν υπάρχουν ένα – δυο περιπτώσεις αποτελούν εξαίρεση).  Αυτό νομίζουμε λέει πολλά. Την ευθύνη για την καταλληλότητα και την επάρκεια των εκπαιδευτικών την επωμίζεται το σώμα των Επιθεωρητών που υποβάλλουν εκθέσεις ανά εξάμηνο.

Βασική καινοτομία του νέου συστήματος, κατά το ΥΠΠ, αποτελεί η εισαγωγή γραπτών εξετάσεων για τους υποψηφίους. Η πρόνοια επικεντρώνει και τις περισσότερες αντιδράσεις γιατί – ορθά – θεωρείται ότι τορπιλίζει τη φιλοσοφία του υφιστάμενου σχεδίου. Το όλο θέμα έχει πολλές και σοβαρές παραμέτρους που αφορούν μάλιστα όχι μόνο τους υποψηφίους για διορισμό αλλά ακόμα και τους ήδη υπηρετούντες. Οι κυριότερες απ’ αυτές είναι οι ακόλουθες:

1)  Η γραπτή εξέταση συνιστά σοβαρότατη αμφισβήτηση του Πανεπιστημιακού πτυχίου. Άνθρωποι που σπούδασαν σε  διάφορες χώρες που ξόδεψαν αρκετά σε κόπο και χρήμα θα τεθούν ενώπιον μιας αμφιβόλου επιπέδου επιτροπής, για να κριθούν. Με απλά λόγια μια χώρα σαν τη δική μας, θα εμφανίζεται ως ένας μεταπτυχιακός κριτής, αμφισβητώντας τους πάντες και τα πάντα.

2)    Το εξεταστικό δοκίμιο θα επιδιώκει να εξετάσει κατά κύριο λόγο, όπως αναφέρει το προταθέν σχέδιο, στο Γνωστικό Αντικείμενο, στη Γενική διδακτική μεθοδολογία και στην ειδική διδακτική   μεθοδολογία. Δεν χωρεί καμιά αμφιβολία πως πέρα από την πλήρη και σε βάθος γνώση του αντικειμένου επιστήμης του, κάθε εκπαιδευτικός θα ολοκληρωνόταν ως προσωπικότητα αν μπορούσε ν’ ανταποκριθεί σε όλες τις πιο πάνω απαιτήσεις. Δεν μπορεί όμως να θεωρηθεί σοβαρή η άποψη που υποστηρίζει ότι οι επιπλέον αυτές ικανότητες είναι δυνατό να αποτιμούνται ως σημαντικότερες από τα πανεπιστημιακά προσόντα.

*Πρόεδρος ΟΕΛΜΕΚ

Πρόεδρος Νέας Κίνησης Καθηγητών

ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΤΟ Β ΜΕΡΟΣ*




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter










147