ΤΟΥ ΤΑΣΟΥ ΤΑΣΟΥ*
Προτάσεις για κατάργηση της στασιμότητας γίνονται εδώ και χρόνια. Το αρμόδιο Υπουργείο φαίνεται πως είναι αντίθετο με αυτή τη ρύθμιση. Μεγάλη εντύπωση προκαλεί επίσης και η αντίθεση της οργάνωσης των καθηγητών ΟΕΛΜΕΚ, που σε πρόσφατη συνεδρία του ΚΔΣ της, η συντριπτική πλειοψηφία ψήφισε εναντίον της κατάργησης της στασιμότητας.
Τα ποσοστά στασιμότητας στο Λύκειο κυμαίνονται σε πολύ χαμηλό επίπεδο. Σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία του 2013-2014, τα μόνα που έχει αναρτημένα η Διεύθυνση Μέσης Εκπαίδευσης, η στασιμότητα στη Β΄ Λυκείου είναι αμελητέα, ενώ στην Α΄ Λυκείου κυμαίνεται σε πολύ χαμηλά ποσοστά, αφού στο σύνολό της, επίδοση και φοίτηση, είναι στο 6%. Για την Γ΄ Λυκείου δεν υπάρχει στασιμότητα λόγω επίδοσης. Όσοι μαθητές δεν απολυθούν δικαιούνται να επαναλαμβάνουν την εξέταση δύο φορές τον χρόνο για τρία χρόνια. Στην αντίπερα όχθη, ένα πολύ μεγάλο ποσοστό μαθητών, της τάξης του 30%, αριστεύουν! Τα πιο πάνω, αποτελούν στατιστικά στοιχεία που χαρακτηρίζουν ένα τέλειο εκπαιδευτικό σύστημα που προσαρμόζεται στις ιδιαίτερες ανάγκες του κάθε μαθητή, του καλύπτει τα κενά, ισορροπεί τις αδυναμίες του και μεγιστοποιεί τις δυνατότητες του καλλιεργώντας το ταλέντο και τις κλίσεις του, με αποτέλεσμα όλοι οι μαθητές να αποκτούν τα βασικά εφόδια και προαπαιτούμενα για την επόμενη τάξη. Έχουν όμως έτσι τα πράγματα;
Τα αποτελέσματα των μαθητών μας στις Παγκύπριες Εξετάσεις, στην Έρευνα PISA, αλλά και δεδομένα που καταγράφει η καθημερινότητα στα σχολεία, δεν αφήνουν την παραμικρή αμφιβολία πως τα στατιστικά δεν αντικατοπτρίζουν την πραγματικότητα. Τα αποτελέσματα της PISA, όσο και αν δε μας αρέσει, είναι εξαιρετικά σημαντικά, γιατί χρησιμοποιούνται ως δείκτες παρακολούθησης του βαθμού επίτευξης των πολιτικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (πχ. Πρόγραμμα «Ευρώπη 2020», Στρατηγική Λισαβώνας). Επομένως, τα συμπεράσματα από τις έρευνες PISA 2012 και 2015 θα έπρεπε να μας είχαν προσγειώσει στην πραγματικότητα εδώ και χρόνια, αφού μεγάλο ποσοστό μαθητών μας βρίσκονται κάτω από το βασικό Επίπεδο 2 (Φυσικές Επιστήμες: 42%, Μαθηματικά: 42%, Κατανόηση Κειμένου: 35%). Οι μαθητές που βρίσκονται κάτω από το Επίπεδο 2, δεν κατέχουν τις βασικές δεξιότητες που θα τους επιτρέψουν στο μέλλον να συμμετάσχουν αποτελεσματικά και δημιουργικά στην κοινωνική και οικονομική ζωή. Μεγάλο ποσοστό από αυτούς είναι στα όρια του αναλφαβητισμού. Πολύ μικρό είναι το ποσοστό των μαθητών μας που βρίσκονται στο επίπεδο της αριστείας (Φυσικές Επιστήμες: 1,6%, Μαθηματικά: 3,2%, Κατανόηση Κειμένου: 3%). Ανάλογα αποτελέσματα αναμένονται και στο PISA 2018, αφού οι μεταρρυθμίσεις που γίνονται δεν αγγίζουν τα ουσιαστικά προβλήματα της δημόσιας εκπαίδευσης σε επίπεδο σχολείου και μαθητών.
Ο βαθμός προβιβασμού (10/20) δεν είναι άλλο ένα νούμερο. Αντιπροσωπεύει την ελάχιστη ποσότητα γνώσης και δεξιοτήτων που πρέπει να αποκτήσει ο μαθητής σε ένα αντικείμενο, ώστε να έχει τις βάσεις για να οικοδομήσει τη νέα γνώση. Οποιαδήποτε μέθοδος αξιολόγησης και αν χρησιμοποιηθεί, αυθεντική, γραπτή, μοντέρνα ή συντηρητική, η σημασία της βάσης (10/20) και γενικά της βαθμολογίας δεν αλλάζει. Οι βαθμοί οφείλουν να είναι αντιπροσωπευτικοί ως προς τις γνώσεις και δεξιότητες των μαθητών, ώστε να παρέχουν ένα δίκαιο, αξιόπιστο και ασφαλές μέτρο σύγκρισης προς κάθε ενδιαφερόμενο. Το ίδιο ισχύει και για τις αποφάσεις των ΚΣ, που σύμφωνα με τον κανονισμό 16(1) « οι αποφάσεις πρέπει να διασφαλίζουν την ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης και την αξιοπιστία των ενδεικτικών ή των απολυτηρίων και την αρχή της ίσης μεταχείρισης και αξιοκρατίας». Πώς όμως διασφαλίζονται τα πιο πάνω, αφού με τις χαλαρώσεις στους κανονισμούς, την κουλτούρα που επικρατεί και τις πιέσεις από διάφορους εντός και εκτός των σχολείων, γίνεται «νόθευση» των βαθμολογιών με χάρισμα μονάδων; Πως ξεχωρίζει το δεκάρι του μαθητή που έκανε τεράστια προσπάθεια με ένα εξάρι που έγινε 10αρι για να αποφευχθεί η στασιμότητα. Ποιος προκαλεί μεγαλύτερη ζημιά στον μαθητή και στο εκπαιδευτικό σύστημα; Αυτός που δίνει ψεύτικη εικόνα στον μαθητή σε ότι αφορά τις αδυναμίες του ή αυτός που του δίνει την πραγματική εικόνα και τον προβληματίζει για τη συνέχεια;
Τα δεδομένα δείχνουν πως το ποσοστό των μαθητών που δεν μπορούν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του Λυκείου είναι της τάξης του 15-20%. Η στασιμότητα είναι ευθύνη που πρέπει να αναλαμβάνουμε όσοι παίρνουμε αποφάσεις, με στόχο, όχι την τιμωρία του μαθητή, αλλά την συνειδητοποίηση της πραγματικότητας. Παράλληλα με τη στασιμότητα όμως θα πρέπει: (α) να δημιουργηθούν επιλογές εναλλακτικής φοίτησης για τους μαθητές που τελειώνουν την υποχρεωτική εκπαίδευση, (β) να ενισχυθεί ο επαγγελματικός προσανατολισμός στην Γ΄ Γυμνασίου και (γ) να παρέχονται προγράμματα στήριξης για τους μαθητές που παραμένουν στάσιμοι. Εφόσον αυτά δε γίνονται, η διατήρηση της στασιμότητας είναι αχρείαστη και υποκριτική.
Πρόταση λοιπόν: (α) Κατάργηση της στασιμότητας στη Β΄ και Γ΄ Λυκείου με προαγωγή και απόλυση του μαθητή με τον βαθμό που τον αντιπροσωπεύει. Όσοι επιθυμούν βελτίωση του βαθμού θα μπορούν να το πετύχουν σε μελλοντική εξέταση. (β) Διατήρηση της στασιμότητας στην Α΄ Λυκείου και στήριξη των μαθητών, είτε για αλλαγή σε πιο πρακτικής φύσεως μαθήματα, είτε παραμονή στο Λύκειο, αλλά με κατάλληλη στήριξη. (γ) Ενίσχυση του επαγγελματικού προσανατολισμού στο Γυμνάσιο, για πιο σωστές επιλογές φοίτησης από τους μαθητές.
Η κατάργηση της στασιμότητας θα απελευθερώσει τους εκπαιδευτικούς για πιο αντικειμενική αξιολόγηση και ο αυθεντικός βαθμός θα δώσει την ευκαιρία στα παιδιά, αλλά και στους γονείς τους, να αντιληφθούν τις πραγματικές δυνατότητές τους. Έτσι, διαφυλάσσεται η αξιοπιστία των βαθμών και η δίκαιη μεταχείριση των μαθητών.
*Διευθυντής Λυκείου