Κληρονομιά πόνου και οδύνης


ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ Κ. ΠΕΡΣΙΑΝΗ*

Στην «Καθημερινή» των Αθηνών της 9ης Νοεμβρίου 2014 ο λογοτέχνης και αρθρογράφος Νίκος Ξυδάκης παρουσίασε το μύθο, την πλοκή και τα πρόσωπα του τελευταίου κινηματογραφικού έργου του Πολωνού σκηνοθέτη Πάβελ Παυλικόφσκι και διατύπωσε μερικές σκέψεις για τα ψυχικά τραύματα των σύγχρονων Ευρωπαίων και τα αισθήματα πόνου και φρίκης που έχουν κληρονομήσει από το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο με τα εκατομμύρια των δολοφονημένων και νεκρών. Το έργο έχει τίτλο «Οι ζωντανοί συναντούν τις ψυχές των απόντων» και διηγείται μυθιστορηματικά την αναζήτηση του κοινού παρελθόντος των λαών και των ανθρώπων της Ευρώπης με έμφαση στην «αξεδιάλυτη συνύφανση του ατομικού με το συλλογικό». Το βασικό θέμα της ταινίας είναι «το  βάρος της μνήμης της ιστορίας» σε μια Ευρώπη των «νεκρών και των φαντασμάτων». Σύμφωνα με τον Ξυδάκη, το έργο «σφραγίζει την ευρωπαϊκή ευαισθησία», καθώς δραματοποιεί συμβολικά μια «συνάντηση της Ευρώπης με τους νεκρούς της».

Όπως ήταν φυσικό, το θέμα του έργου ζωντάνεψε στο νου μου το ανείπωτο δράμα που έχει ζήσει μέρα με τη μέρα ο δικός μας λαός τα τελευταία σαράντα χρόνια με επίκεντρο την τύχη των χιλιάδων αγνοουμένων, ένα δράμα σε πολλές πράξεις, με πολλές διακυμάνσεις και με πολλούς δικούς μας και ξένους πρωταγωνιστές που συνεχίζεται ακόμα να διαδραματίζεται. Ήταν πρώτα η αγωνία των συγγενών αλλά και ολόκληρου του ελληνοκυπριακού λαού για την τύχη αυτών που δεν ήταν μεταξύ των αιχμαλώτων, ύστερα η έντονη ελπίδα που προκάλεσε για λίγο η ανεύρεση μερικών από αυτούς ζωντανών, και ύστερα η αγωνιώδης αναμονή, ο φόβος, τα ψεύτικα μηνύματα, η απελπισία, το κλάμα, ο ατέλειωτος θρήνος των μανάδων και η τελική υποταγή στη μοίρα. Το δράμα μεταφέρθηκε στη συνέχεια στο Επιστημονικό Εργαστήρι, που, αφού ήπιε το αμίλητο νερό, κατεβαίνει με το δικό του τρόπο κάθε μέρα στον Άδη για να πάρει τις πληροφορίες που χρειάζεται για να κατανείμει όνομα και ταυτότητα στα οστά τα γεγυμνωμένα, και μάλιστα όσο μπορεί πιο σύντομα, πριν πεθάνουν και οι τελευταίοι συγγενείς που μπορούν να παραλάβουν τα οστά, για να τα θάψουν. Και, τέλος, η τελευταία πράξη του δράματος, που διαδραματίζεται ετεροχρονισμένα σχεδόν κάθε Κυριακή με την εξόδιο ακολουθία σε μια ή περισσότερες εκκλησίες συνοικιών των πόλεων ή χωριών, όπου μεταφέρονται τα οστά σκεπασμένα με την ελληνική σημαία για να ταφούν με στρατιωτικές τιμές κατά κανόνα μπροστά σε ένα χορό μαυροφορεμένων γερόντων που παρακολουθούν άφωνοι τα διαδραματιζόμενα κοιτώντας αμήχανα στο κενό. Τα πρόσωπα και οι καρδιές παγωμένες από τη βουβή θλίψη και τη σαραντάχρονη ψυχική εξάντληση. Και μπροστά-μπροστά οι φωτογραφίες των νεκρών, οι πιο πολλοί νέοι, ωραίοι, χαμογελαστοί, που έρχονται χρονικά από πολύ μακριά, από μια άλλη εποχή, μπροστά σε ανθρώπους που δεν τους θυμούνται ή δεν τους γνώρισαν ποτέ, μια σκηνή που υπογραμμίζει περισσότερο έντονα από οποιαδήποτε άλλη το παράλογο του θανάτου. Όλα γίνονται με τάξη και σεβασμό, τα στεφάνια κι οι  λόγοι  τις πιο πολλές φορές από τα εγγόνια, χωρίς πολλά δάκρυα  ( έχουν στεγνώσει από καιρό), χωρίς τους ανάπαιστους μιας Εκάβης (η μάνα έχει πεθάνει εδώ και χρόνια) και χωρίς το συγκλονισμό από τον άδικο και πρόωρο χαμό των τιμωμένων.

Πόσο νιώθουμε το βάρος της μνήμης της πρόσφατης ιστορίας μας και την ένταση της φρίκης από τις λεπτομέρειες της δολοφονίας των χιλιάδων δικών μας ανθρώπων που έρχονται στο φως κάθε μέρα; Πόσο μας συγκινεί αυτή η συνάντηση με τις «ψυχές των απόντων»; Πόσο αντέχουμε να αντικρύσουμε πρόσωπο με πρόσωπο αυτές τις χιλιάδες των δολοφονημένων που για σαράντα τώρα χρόνια ήταν ριγμένοι σ’ ένα ξεροπήγαδο,  ενώ οι ψυχές τους περιπλανιόνταν εδώ και εκεί γιατί παρέμεναν άταφοι, και να απαντήσουμε στις δικαιολογημένες ερωτήσεις τους σχετικά με  τον τρόπο με τον οποίο  διαχειριστήκαμε τη θυσία τους εμείς που γλυτώσαμε από την καταιγίδα του πολέμου; Μπορούμε να μεταπλάσουμε και εμείς, όπως ο Πολωνός σκηνοθέτης, αυτή την κληρονομιά πόνου και οδύνης σε κάτι υψηλό και μεγάλο, κάτι που θα συμβάλει στη δικαίωσή μας  ως λαού και ως πολιτών; Θα έχουμε άραγε κάποτε και εμείς τη χαρά και την περηφάνια να παρακολουθήσουμε ένα συγκλονιστικό κινηματογραφικό έργο ή  ένα θεατρικό ή ποιητικό έργο που να αποδίδει, αντάξια προς τη θυσία τους, τη δική μας συνάντηση με τις ψυχές των δολοφονημένων νεκρών μας; Και μπορούμε να ελπίζουμε πως ένα τέτοιο κινηματογραφικό έργο θα μπορέσει να προκαλέσει τις ηθικές και ψυχικές εκείνες δονήσεις που θα συμβάλουν στην ανατροπή της κατάστασης διάλυσης, έλλειψης σοβαρότητας και ανευθυνότητας που ζούμε σήμερα καθημερινά στη χώρα μας;

*Πρώην αναπληρωτής καθηγητής του Πανεπιστημίου Κύπρου

 




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter











141