Κοινωνία και Ακαδημαϊκή Ελευθερία


ΤΟΥ ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ*

Στο άρθρο αυτό θα αναλύσω συνοπτικά την έννοια της «ακαδημαϊκής ελευθερίας», όπως αυτή γίνεται κατανοητή παγκοσμίως, και η οποία έτυχε και τυγχάνει πολλαπλών παρανοήσεων στην Κύπρο. Η παρέμβαση αυτή γίνεται εν μέσω συνθηκών οξείας πόλωσης και απαξίωσης της πανεπιστημιακής παιδείας στον τόπο μας, και αυτό καθιστά επιτακτική την ανάγκη να επεξηγηθούν σημεία τριβής και να αποκατασταθούν οποιεσδήποτε παρονοήσεις.

Καταρχάς, γίνεται υπερβολική συζήτηση για τη διασύνδεση της κοινωνίας και του Πανεπιστημίου. Ειδικά τις τελευταίες εβδομάδες έγιναν συχνές αναφορές στο «κοινωνικό συμβόλαιο» μεταξύ πανεπιστημίου και πολιτών, στην ανάγκη το πανεπιστήμιο να «υπηρετεί τον πολίτη», να υπηρετεί πιστά το κοινωνικό σύνολο, κ.ο.κ. Η απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα είναι σχετικά απλή, όσο και σύνθετη. Τα πανεπιστήμια διεθνώς υπηρετούν την κοινωνία (και συνεπώς τιμούν το Συμβόλαιό τους) με τρεις διακριτούς, αλλά αλληλοσυμπληρωματικούς τρόπους: (α) μέσω μιας έκδηλης και εξωστρεφούς εποικοδομητικής σχέσης με το κοινωνικό γίγνεσθαι, όπως είναι η συμμετοχή σε συμβούλια οργανισμών, συμβουλευτικές επιτροπές, η οργάνωση δημόσιων διαλέξων, η διεξαγωγή συζητήσεων, παρεμβάσεων, και η επιστημονική έρευνα σε τομείς που συναρτώνται με άμεση εφαρμοσιμότητα, εξυπηρετώντας έτσι βραχυπρόθεσμους στόχους της δημόσιας πολιτικής, με αποτέλεσμα να μεγιστοποιούνται οι πόροι της κοινωνίας.  (β) Μέσω της διδακτικής τους αποστολής. Η διδασκαλία πρέπει να είναι υψηλού επιπέδου, έτσι ώστε να προάγει την κριτική, αναλυτική σκέψη, την αυτο-ανάπτυξη και να συμβάλλει στην απόκτηση  εξειδικευμένων γνώσεων και δεξιοτήτων. Με αυτό τον τρόπο παρέχονται ίσες προοπτικές προόδου στους πολίτες ανεξάρτητα από την κοινωνική και οικονομική τους αφετηρία. Τέλος, ένα υγιές πανεπιστήμιο υπηρετεί την κοινωνία (γ) μέσω της διεξαγωγής έρευνας, που ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί, δεν έχει κοινωνικά «ορατά» ή άμεσα αποτέλεσματα.

Ένα διαχρονικό ερώτημα, το οποίο άπτεται της ανώτατης παιδείας, είναι πώς υπηρετείται καλύτερα η κοινωνία; Και τι σημαίνει ουσιαστικά «ερευνητική δραστηριότητα»;

Σύμφωνα με διεθνείς ορισμούς, σε εξειδικευμένους ιστοτόπους και τη σχετική βιβλιογραφία, η «ακαδημαϊκή ελευθερία συνίσταται στην ευθύνη του πανεπιστημιακού να εκφράζεται ελεύθερα και να αμφισβητεί, ή να θέτει στη βάσανο της λογικής, παραδοσιακές αντιλήψεις, θέσεις και αξίες». Αυτή η ερμηνεία, ως κοινή συνισταμένη της έννοιας της «ακαδημαϊκής ελευθερίας», εφαρμόζεται κατεξοχήν στο χώρο των ανθρωπιστικών σπουδών, αλλά υπό την ευρύτερη έννοια ο σκοπός είναι ο ίδιος σε όλο το φάσμα της πανεπιστημιακής έρευνας. Έτσι τα πανεπιστήμια αποτελούν στην ουσία πλατφόρμες μιας ανοικτής συζήτησης για μια κοινωνία που τείνει να προοδεύει, να εξελίσσεται, αντί να παραμένει στατική. Η ακαδημαϊκή ελευθερία, όμως, ως μια μορφή σωκρατικής διαλεκτικής και συνεχούς ελέγχου, αντιμετωπίζει αρκετά θεσμικά εμπόδια (κυρίως σε ατελή και υπανάπτυκτα, κομματικοκρατούμενα πολιτεύματα), που συνήθως εκπορεύνται από τους κύκλους του συντηρητισμού και των παγιωμένων συμφερόντων:  π.χ. εμπόδια που σχετίζονται με τους ασφυκτικούς, ισοπεδωτικούς περιορισμούς που επιβάλλει κεντροκρατικά η νομοθεσία στην πανεπιστημιακή αυτονομία (με πιο συνήθεις προφάσεις τον «έλεγχο και τη λογοδοσία»), την αυξημένη γραφειοκρατία και κυρίως τον εκφοβισμό και τις απειλές που προέρχονται από το πολιτικο-κομματικό κατεστημένο και άλλους φορείς εξουσίας, συμπεριλαμβανομένων των ΜΜΕ.

Όπου συμβαίνει αυτό (και δεν συμβαίνει μόνο στην Κύπρο), το αποτέλεσμα είναι, δυστυχώς, η επιβολή αυτο-λογοκρισίας εκ μέρους των πανεπιστημιακών, υπό το φόβο της κυρίαρχης γνώμης ή της πολιτικο-κομματικής βίας και επιβολής. Ιστορικά, στην πιο ακραία μορφή της, η «αυτολογοκρισία» και ο αυτοπεριορισμός, επικρατούσαν στις δικτατορίες του εικοστού αιώνα (ναζιστική Γερμανία, κομμουνιστικά καθεστώτα), όπου το στρεβλό «κοινωνικό συμβόλαιο» παρέπεμπε στην υιοθέτηση της προπαγάνδας και της ιδεολογίας των πολιτικών ελίτ και αργότερα της χειραγωγημένης κοινής γνώμης. Εκτός των ορίων που προδιέγραφε αυστηρά αυτό το «κοινωνικό συμβόλαιο», ο ακαδημαϊκός θα κατέληγε στη Σιβηρία ή σε ένα μαζικό τάφο στην ναζιστική Γερμανία. Πολλοί επιστήμονες, κατά τον εικοστό αιώνα, κατέφυγαν στα πανεπιστήμια των ΗΠΑ και εργάστηκαν ανεπηρέαστα από τις μορφές πολιτικής καθυποταγής και στυγνού ελέγχου που επέβαλλαν στους ίδιους τα καθεστώτα και οι κοινωνίες στις χώρες της καταγωγής τους. Εκεί διέπρεψαν, και μαζί τους τα πανεπιστήμια και η κοινωνία επωφελήθηκαν πολλαπλά.

Όσον αφορά στην ερευνητική δραστηριότητα και τη σχέση της με την καθημερινότητα του πολίτη, προτάσσονται ερμηνείες που είναι αυθαίρετες και παραπλανητικές. Η ερευνητική δραστηριότητα ενός πανεπιστημιακού μπορεί μεν να συμβάλλει στη βελτίωσητης συλλογικής ευδαιμονίας, μπορεί όμως κάλλιστα να στρέφεται κατά της υφιστάμενης τάξης πραγμάτων (είτε πολιτικής, ιδεολογικής, αξιακής ή ακόμη και επιστημονικής) και φαινομενικά να μην «υπηρετεί τον πολίτη». Ενίοτε, η οργανική διασύνδεσή της  έρευνας με την κοινωνία συνίσταται πρωτίστως στην ρήξη και την αμφισβήτηση, σε μια σχέση φαινομενικής δυσαρμονίας: τα αποτέλεσματα μιας έρευνας ίσως ανακύψουν στο άμεσο, απώτερο ή απώτατο μέλλον και όχι στο παρόν. Σκεφτείτε πόσοι επιστήμονες και διανοητές βρέθηκαν σε αντιπαράθεση με τις νόρμες και τις αντιλήψεις της εποχής τους! Διώχθηκαν, εξοστρακίστηκαν, εξευτελίστηκαν, διασύρθηκαν – και όμως μετά από πενήντα ή εκατό χρόνια τα ευρήματά τους έτυχαν καθολικής αποδοχής. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, πολλές φορές, η άσκηση της ερευνητικής δραστηριότητας είναι ένας δύσκολος, δύσβατος και μοναχικός δρόμος. Αυτή η διάσταση αφορά τον οικουμενικό χαρακτήρα της πανεπιστημιακής έρευνας. Αυτό, βέβαια, δεν εξυπακούει πως ο «ακαδημαϊκός ερευνητής» ζει απομονωμένος «στον κόσμο του», ή σε ένα φρούριο περίκλειστος απολαμβάνοντας τις ελιτιστικές του ψευδαισθήσεις.

Τέλος, αξίζει να υπογραμμίσω την ουσιωδέστερη διάσταση της πανεπιστημιακής παιδείας, αν και φυσιολογικά την πλέον παραμελημένη, στην εποχή της πολιτικής παρακμής, της οικονομικής κρίσης και της αλλοίωσης του κοινωνικού ιστού: την αναγωγή της γνώσης σε αυταξία. Δηλαδή, ως ένα πεδίο καλλιέργειας της ανθρώπινης διανόησης και διαμόρφωσης του ανθρώπινου χαρακτήρα – το πλατωνικό ιδεώδες που δεν έχασε ποτέ την επικαιρότητά του, παρά το γεγονός ότι ο Πλάτων υπήρξε σθεναρά ένας ισχυρός πολέμιος των πολιτικών πρακτικών και των ιδεωδών της εποχής του. Εξάλλου στον Πλάτωνα οφείλουμε, οι ακαδημαϊκοί, και τον προσδιορισμό μας, συμβολικά και κυριολεκτικά, μετά την ίδρυση της περίφημης Ακαδημίας στην παρακμιακή, οικονομικά κατεστρεμμένη Αθήνα του πρώιμου 4ου αιώνα π.Χ.

*Καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης

Πανεπιστήμιο Κύπρου




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter










202