ΤΗΣ ΕΙΡΗΝΗΣ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ*
Οι νουβέλλες, «Τρεις μήνες και μια μέρα», «Το χειρόγραφο»,εκδόσεις Πορεία (Αθήνα 2016) από τον Κυριάκο Δημητρίου, Καθηγητή της Ιστορίας Ιδεών στο Πανεπιστήμιο Κύπρου καταγράφονται ως πνευματικές παρακαταθήκες του Ελληνισμού, της νεοελληνικής λογοτεχνίας, και αποτελούν τιμή για το Πανεπιστήμιό μας. Διαβάζονται με κομμένη την ανάσα και ασταμάτητα λόγω τόσο της συναρπαστικής πλοκής που ξετυλίγεται περίτεχνα όσο και του ιδιότυπου λογοτεχνικού λόγου του συγγραφέα.
Στη νουβέλλα, ΤΡΕΙΣ ΜΗΝΕΣ ΚΑΙ ΜΙΑ ΜΕΡΑ, ένας φοιτητής Φιλοσοφίας φτάνει σε ένα παλιό βικτοριανό κτίριο, για να βιώσει μια παράδοξη περιπλάνηση στο παρελθόν. Το ιστορικό οικοδόμημα-παλιό σανατόριο ανίατων ασθενών, στέγη φοιτητών πια-διυλίζεται στον χρόνο και στη λονδρέζικη ομίχλη, μαζί με τους ενοίκους του, και μετατοπίζεται με βιαιότητα σε τρεις διαδοχικές εποχές, με ανάστροφη πορεία και απροσδόκητο προορισμό. Εκτός από το ταλέντο στη γραφή, περιγραφική παραστατικότητα με φωτογραφική λεπτομέρεια, πεζογραφικό που κάποιες στιγμές μετεωρίζεται στα σύνορα του ποιητικού λόγου, χαρακτηρολογία με ξεκάθαρη αφηγηματική πλοκή, το έργο προκαλεί συγκίνηση και διεγείρει το πνεύμα να βιώσει μια σπάνια μορφή ελευθερίας. Συνοπτικά, εστιάζω την προσοχή μου σε δύο θεμελιώδη στοιχεία που θεωρώ πως ανακύπτουν μέσα από την αφήγηση.
Κατ' αρχάς, ο έρωτας για τη γνώση και την αυτογνωσία, μέσα από την περιπετειώδη περιπλάνηση του κεντρικού χαρακτήρα (που είναι ο ίδιος ο συγγραφέας), σ' έναν κόσμο σχεδόν αχρονολόγητο ή μέσα από τους διαλόγους με πρόσωπα που κάποτε υπήρξαν ωστόσο εξακολουθούν να είναι ζωντανά στο νου και τη φαντασία του αφηγητή. Η νουβέλα αποκτά υπερβατική και μεταφυσική μορφή ως αποτέλεσμα της καταλυτικής της ιδιότητας να μας ταξιδεύει στην Αγγλία του παρελθόντος, σε διαδοχικές εποχές και να συνομιλεί άνετα με το παρόν και το μέλλον. Ένα απόσπασμα "Λίγα μέτρα κάτω από το αναγνωστήριο ένιωθα ένα μυστηριακό, υπόγειο κόσμο να κλυδωνίζεται στους ανοίκειους ήχους, να μπερδεύεται με την πραγματικότητα, ν' αγωνιά και να τρίζει από την προσμονή να ξαναβγεί στο φως της μέρας, να επιστρέψει στην κοιτίδα του, διανύοντας αντίστροφα τις θάλασσες, τα φαράγγια, τις ερήμους- ν' αποκαταστήσει την οντότητα του". Τέλος, διαφαίνεται μέσα από το έργο μια μορφή υγιούς και πρακτικού φιλοσοφικού σκεπτικισμού, κατά τον Pierre Le Morvan (2011) όπου δεν αμφισβητείται η αλήθεια και ο τρόπος απόδειξης της αλλά οδηγείται σε μία σύνθεση και πίστη όπως φαίνεται από τον κεντρικό ήρωα του έργου που συλλαμβάνει την αναγκαιότητα του ηθικού συναπαντήματος κάθε έργου δεδομένου ότι η παλιά γνώση θα επικαλύπτει τη νέα γνώση και η νέα θα συμπληρώνει την παλιά. H δεύτερη νουβέλα του Κυριάκου Δημητρίου, "Το χειρόγραφο": Ο νεαρός φιλόδοξος ερευνητής Γκέιλ Έλιοτ αφοσιώνεται στη μελέτη ενός λησμονημένου φιλόσοφου του δέκατου ογδόου αιώνα, ωστόσο σταδιακά αποσπάται από τον "εαυτό" του και ασυνείδητα αφομοιώνεται από το κεντρικό πρόσωπο της αφήγησης. Ο φιλόσοφος (Φλόυερ Σίντενχαμ), σε μια τελευταία μοιραία συνάντηση με τον Έλιοτ, αποκηρύσσει το έργο του, και σε έναν χρόνο ασύμβατο, μεταξύ ονειρικής απόδρασης και μιας σχεδόν μυστικής σύλληψης της πραγματικότητας, σε ένα συγκλονιστικό ταξίδι στο παρελθόν, αναλαμβάνει ο ίδιος να ολοκληρώσει το βιβλίο παραμερίζοντας τον συγγραφέα. Ποιος είναι εν τέλει ο ήρωας του βιβλίου; Ο συγγραφέας ή ο πρωταγωνιστής του; Ποιος είναι, αληθινά ο πρωταγωνιστής στο Χειρόγραφο; Προβολή της φαντασίας του συγγραφέα, ένα πληγωμένο φάντασμα ή η προσωποποίηση μιας ένοχης συνείδησης; Μια παράξενη ιστορία, με φόντο το Λονδίνο δύο εποχών. Το έργο, ως νουβέλα που δίνει έμφαση στη στοχαστική ψυχογραφία και λιγότερο στην αλυσιδωτή αφηγηματική πλοκή, έχει επικά στοιχεία (ποίηση σπουδαίων θεμάτων). Αυτά εντοπίζονται στην αυτοαναφορικότητα του έργου δηλαδή, στην ανησυχία για την πρόσληψη του ανάμεσα στην παράδοση και στην πρωτοτυπία (δες Stephen Hinds, Allusion and intertext (Cambridge 1998) 123-144. Δεύτερο στοιχείο που δεσπόζει στη νουβέλα είναι το μοτίβο του ονείρου, που διαπλέκεται με την αφήγηση, η μάλλον κινεί την αφήγηση -- μια πρωτοτυπία του συγγραφέα. Όμως είναι κυρίως μια νουβέλα η οποία αναδεικνύει την πνευματική-συναισθηματική συνθετότητα του ανθρώπου και ξεσπά ως κραυγή για τα ανθρώπινα όρια: Λέει ο φιλόσοφος, στο δεύτερο μέρος, όταν ο ίδιος καθορίζει την εξέλιξη και την κορύφωση της απροσδόκητης αυτής ιστορίας: "Διότι καταλάβαινα πως τα συναισθήματα μου και οι συλλογισμοί μου καθοδηγούνταν από εσώτερες δυνάμεις, αντιφατικές, αλληλοσυγκρουόμενες, ίσως αυθυποβαλλόμενες- στην ψυχή μου μαινόταν ένας λυσσαλέος πόλεμος ανάμεσα στις επιθυμίες μου και στη λογική μου" και ανάμεσα στην ηθική υψηλοφροσύνη όπως παρουσιάζεται μέσα από τα έργα του Πλάτωνα ως οδοδείκτες για το μεγαλειώδες εγχείρημα του Σίντενχαμ να μεταφέρει τον Πλάτωνα στην Αγγλία του δέκατου όγδοου αιώνα. Καταλήγω - ο Σίντενχαμ παρά την ένοχη συνείδηση του έχει το πάθος που συνεπαίρνει τον άνθρωπο όπως αναφέρει ο Γιουγκ που χρειάζεται για μια μεγάλη πράξη. Αντίτυπα διατίθενται στο Σολώνειο, ή μετά από παραγγελία στο διαδίκτυο στην τιμή των 10.50 ευρώ.
*(MA), (Mphil)