Κυριάκου Δημητρίου: «Τρεις μήνες και μια μέρα» και «Το χειρόγραφο»


Μια προσωπική, ταπεινή μου γνώμη,  μετά την ανάγνωση-μελέτη των δύο βιβλίων και το πολύτιμο ταξίδι που μου χάρισαν στον όμορφο κόσμο τους.

ΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ ΦΩΤΙΑΔΟΥ ΑΡΤΕΜΙΟΥ*

Πεζογραφία με έντονο το λυρικό στοιχείο,  αφήγηση που αγγίζει τα μελωδικά δώματα της ποίησης, φιλοσοφικοί στοχασμοί  σε μονολόγους και διαλόγους  συναισθηματικής φόρτισης, ισχυρή συγκίνηση που χτίζεται αριστοτεχνικά μέσα από την εξαιρετική  δομή, την κορύφωση της ιστορίας  και εν τέλει το συγκλονιστικό τέλος.  Και γλώσσα ρέουσα , σαγηνευτική, δυναμική, ενισχυμένη από  την αυθεντικότητα της πρώτης ύλης, αφού και στις δύο νουβέλες του ο καθηγητής Ιστορίας  των Ιδεών  του Πανεπιστημίου Κύπρου Κυριάκος Δημητρίου, αναδεικνύει θέματα  που  ανήκουν  κυρίως στη σφαίρα των γνώσεων και της επιστήμης του. Αυτά θα μπορούσε εκ πρώτης όψεως και αναγνώσεως να εντοπίσει  κάποιος ως κυρίαρχα στοιχεία της γραφής του και τα οποία συναντώνται έκδηλα τόσο  στους  «Τρεις μήνες και μια μέρα» όσο και στο « Χειρόγραφο».

 Δύο  νουβέλες  που κυκλοφόρησαν πρόσφατα από τις Εκδόσεις Πορεία στην Αθήνα και οι οποίες κινούνται αφηγηματικά στο δίπολο φαντασίας και ρεαλισμού, με κυρίαρχο στοιχείο την υπαρξιακή αγωνία του ανθρώπου στο βραχύ του βίου του και την ανάγκη του,  μέσα από τη λάμψη της γνώσης,  να  φωτίσει  το σκοτάδι της άγνοιάς του και να λύσει τον γρίφο της ζωής και του θανάτου. « …εκεί που τόσο βαθιά πόθησε η ψυχή μας, να λύσουμε τον γρίφο, να σπάσουμε τα δεσμά…»  Τρεις μήνες και μια μέρα , σ. 133)

 Πρόκειται για δύο πολύ πρωτότυπες ιστορίες, οι οποίες ελκύουν τον αναγνώστη  με τη γλαφυρότητα και  την παραστατικότητα  του λόγου,  με την εικονοπλαστική δύναμη  των αφηγήσεων και περιγραφών, με τις ευρηματικές παρομοιώσεις πλούσιες και  διάσπαρτες και στα δύο βιβλία αλλά και  με την ευφάνταστη εμφάνιση των χαρακτήρων,   το αριστοτεχνικά  δομημένο  ψυχογράφημά τους. Στη μέθεξη του αναγνώστη συνεπικουρούν οι  «κινηματογραφικές»  θα έλεγα τεχνικές που χρησιμοποιεί επιδέξια ο συγγραφέας όπως είναι η ρευστότητα του χρόνου ανάμεσα στο παρόν και στο παρελθόν και οι αναδρομές  των ηρώων του σε ατμόσφαιρα μεταξύ πραγματικότητας και ονείρου.Η όλη δράση  λαμβάνει χώρα και στις δύο νουβέλες στο Λονδίνο, πόλη που φιλοξένησε τον συγγραφέα στα χρόνια των σπουδών του και την οποία γνωρίζει και αγαπά ιδιαίτερα, γεγονός που ενισχύει τη δεινότητά του να αναφέρεται με λογοτεχνική άνεση και πειθώ σε πρόσωπα, τοπωνύμια και γεγονότα. Ο καθηγητής Δημητρίου τηρεί ευλαβικά  και δικαιώνει  με τρόπο εντυπωσιακό έναν άγραφο νόμο στον τομέα της συγγραφής, αυτόν που υποβάλλει πως γράφεις καλύτερα όταν γράφεις γι΄ αυτά που γνωρίζεις.  

Στη νουβέλα « Τρεις μήνες και μια μέρα» ένας φοιτητής φιλοσοφίας φτάνει σε ένα φοιτητικό κατάλυμα, χτίσμα του δεκάτου ενάτου αιώνα, το οποίο λειτουργούσε  ως σανατόριο για τη φροντίδα φυματικών. Με εξιστόρηση που  εμπερικλείει εν πολλοίς το αυτοβιογραφικό του λόγου, παρακολουθούμε τον φοιτητή αυτό να βιώνει τις παραδοξότητες ενός «στοιχειωμένου» ασύλου, όπου οι φυσικοί νόμοι αντιστρέφονται και το σανατόριο, καθοδηγούμενο από περίεργες αυτόνομες δυνάμεις, επιστρέφει πίσω στον χρόνο, έτσι που στο τέλος να βιώνονται από τον φοιτητή τρεις   διαφορετικές χρονικές  περίοδοι, που συμβολικά αποκαλούνται «μήνες». Η ιστορία ξεκινά από τη στιγμή της άφιξης του συγγραφέα στο σανατόριο, όταν όλα φαίνονται « φυσιολογικά» και μετακινείται στη μέση περίοδο (δεκαετία του 1940) καταλήγοντας στην τελευταία περίοδο ( μέσα του δέκατου ένατου αιώνα). Κι ενώ οι υπόλοιποι ένοικοι συγχρονίζονται με την μετατόπιση του κτηρίου στον χρόνο, ο συγγραφέας συνεχίζει τη ζωή του κανονικά ως φοιτητής φιλοσοφίας και ως το μόνο πρόσωπο που έχει επίγνωση των αλλαγών που συντελούνται. Εξακολουθεί να πηγαίνει στη  Βιβλιοθήκη, να  μελετά χειρόγραφα,  να επισκέπτεται βιβλιοπωλεία, να «καταδύεται» καθημερινά όλο και πιο βαθιά στον κόσμο της γνώσης. Ενδιάμεσα ,  σε στιγμές που «παγώνουν» μέσα στον χρόνο, εμφανίζονται πρόσωπα που απευθύνονται στη συνείδηση του συγγραφέα,  χαρακτήρες-προϊόντα διανοητικής εμπειρίας, οι οποίοι, με σπονδυλωτές αφηγήσεις, ζουν ξανά  τις Ιδέες που νοηματοδότησαν κάποτε το έργο τους και αξιώνουν απαντήσεις σε  βασανιστικά υπαρξιακά ερωτήματα  ως συνέχεια του δικού τους ημιτελούς πνευματικού έργου. «Άκουσέ με προσεκτικά : Συνέχισε να ψάχνεις πίσω από τις γραμμές, ανάμεσά τους, δίπλα τους, κοντά τους, εκεί που υπάρχουμε εμείς, οι ανείπωτες ιδέες μας, οι ανολοκλήρωτες σκέψεις μας τα μικρά και μεγάλα πάθη μας, οι μικροί και μεγάλοι φόβοι μας, τα οράματά μας, οι ελπίδες μας. Εκεί πάλλεται ατελεύτητα η καρδιά μας-εκεί φωσφορίζουν σαν τη φεγγαρόλουστη θάλασσα οι ιδέες μας, κρυμμένες στις πιο μικρές, δυσδιάκριτες λεπτομέρειες, στις κρυφές εσοχές του πίνακα, στον πίνακα του κόσμου». ( σ. 64-65)

Στο συγκλονιστικό τελευταίο κεφάλαιο της νουβέλας  ο φοιτητής φιλοσοφίας παίρνει την απόφαση να εγκαταλείψει το σανατόριο και τις παραδοξότητές του . Το άσυλο, ξεκάθαρα πια στη συνείδηση του αναγνώστη  ως αλληγορία της ανθρώπινης ζωής και του θανάτου , της υπαρξιακής αγωνίας και του αυτο-εγκλεισμού αλλά και της ηδονής που προσφέρει το ανθρώπινο βίωμα,  παραμένει ένα «μυστήριο» πέρα από τον έλεγχο της ανθρώπινης λογικής. « Διότι είναι μεγάλο το μυστήριο της ζωής, ο βίος πεπερασμένος, όσο διαρκεί μια μέρα. ΄Ισαμε που προλαβαίνουμε να ψηλαφίσουμε τον παιχνιδιάρικο αέρα, να παίξουμε στην άμμο, να μυρίσουμε την πρωινή βροχή, τις ανεμώνες την άνοιξη , τα νυχτολούλουδα. Και να, το σκοτάδι έρχεται μέσα από τις χαραμάδες του χρόνου και μας κλείνει τα μάτια…» (  σ. 132 ) Η τραγική μοίρα του ανθρώπου,  το αιώνιο συμβόλαιό του με τον θάνατο, διατυπώνονται με τόσο ανάγλυφο τρόπο, που στο τέλος ο αναγνώστης  υποψιάζεται πως ο συγγραφέας, ο αφηγητής, ήταν ήδη νεκρός ενόσω έγραφε τη νουβέλα.

Στη νουβέλα « Το χειρόγραφο»  ο συγγραφέας δομεί την ιστορία του με βάση δύο χαρακτήρες. ΄Ενα φανταστικό πρόσωπο,  τον ερευνητή Γκέιλ΄Ελιοτ, ο οποίος ζει και εργάζεται στο παρόν  και ένα ιστορικό πρόσωπο, τον Φλόυερ Σίντενχαμ, ΄Αγγλο φιλόλογο-φιλόσοφο, ο οποίος έζησε στην Αγγλία του δεκάτου ογδόου αιώνα.  Στο πρώτο αφηγηματικό μέρος της νουβέλας ο αναγνώστης  παρακολουθεί τα  γεγονότα έτσι όπως εκτυλίσσονται  με  την οπτική γωνία του Γκέιλ΄Ελιοτ, ο οποίος, μετά τις λαμπρές σπουδές του στην Οξφόρδη,  θέλοντας να πρωτοτυπήσει στους κόλπους της ακαδημαϊκής κοινότητας, αποφασίζει να εκπονήσει μία φιλολογική μελέτη για τον Φλόυερ Σίντενχαμ και αφοσιώνεται σε αυτή κατά τρόπο τυπικό, ακαδημαϊκά εργαλειακό.  Ο έντονος πόθος για αναγνώριση, μέσα από τη σπουδαιότητα και πρωτοτυπία της εργασίας ,  οδηγούν τον ΄Ελιοτ σε εξαντλητικά ωράρια εργασίας  και τον φθείρουν  ψυχικά και βιολογικά. Η φιλολογική μελέτη φαίνεται να χάνεται μέσα στην πληθώρα των σημειώσεων του ΄Ελιοτ και στην αδυναμία του να τιθασεύσει και να οργανώσει το υλικό του.  Ο Σίντενχαμ ,  πρόσωπο-φάντασμα που είχε κάνει την εμφάνισή του και στη νουβέλα « Τρεις μήνες και μια μέρα», επανέρχεται στο Χειρόγραφο, για να σταθεί πλέον απέναντι  στον Γκέιλ΄Ελιοτ  είτε ως αποκύημα της φαντασίας του είτε ως ένοχη συνείδησή του,  να πάρει τα ηνία της αφήγησης και του λόγου και μέσα από μια γλαφυρή ανασύνθεση των τραγικών πτυχών της ζωής του και των φιλοσοφικών αναζητήσεών του,  να υπενθυμίσει στον ΄Ελιοτ  το χρέος του, το χρέος του κάθε συγγραφέα έναντι των ηρώων του. Η υπόμνηση αυτή, με τον έντονα τραγικό τρόπο που δίνεται, οδηγεί σε μια σταδιακή αφομοίωση του ΄Ελιοτ από τον Σίντενχαμ , σε μια ολοκληρωτική ταύτιση του ερευνητή με τον ήρωά του, όταν πια αντί για το είδωλό του αντικρίζει τη γερασμένη μορφή του πρωταγωνιστή του έργου του.

«Πλησίασε στον καθρέφτη τρεμάμενος, όπως πλησιάζει το σκυλί έναν άγνωστο περαστικό ή έναν κακό δαίμονα. Ψηλάφισε το πρόσωπό του κι έβαλε τα ιδρωμένα από την αγωνία ακροδάχτυλά του στις βαθιές ρυτίδες που αυλάκωναν το μέτωπο , και στον ζαρωμένο του λαιμό με το διογκωμένο καρύδι, παρατηρώντας την κρεατοελιά στο μέτωπό του, που έχασκε σαν χαίνουσα πληγή» ( σ. 127)

Πέρα από τον κεντρικό αυτό πυρήνα της ιστορίας , η νουβέλα ξεδιπλώνει με τρυφερότητα στοχασμούς για τη ζωή, τον έρωτα, την ευτυχία, τη σχέση του ανθρώπου με τη φύση. Είναι  πραγματικά υπέροχες στον γλωσσικό πλούτο και στην πρωτοτυπία τους  συχνές αναφορές  και περιγραφές  των στοιχείων της φύσης:

«Τα φθινοπωρινά απογεύματα, όταν έπεφταν οι αχτίδες του ήλιου, το μαγεμένο δάσος εκτόξευε γυαλιστερές ανταύγειες φλόγας στα χαμηλά σύννεφα, σαν να καιγόταν από ένα ακατασίγαστο πάθος να διαπεράσει τη συννεφιασμένη ομίχλη και να φτάσει στον ουρανό με τα άστρα». ( σ. 15 )

« Άνοιξε τα μάτια του, ο παγωμένος αέρας χύμηξε ορμητικά στις κόρες των ματιών του, σαν ν ΄ανέμενε τη στιγμή , τ΄ακροβλέφαρά του μάτωσαν. Η χρυσαφένια σελήνη στεκόταν ακίνητη στον ουρανό , σαν πέτρα λαξεμένη από έναν προαιώνιο Θεό, μόνο που το φως της αραίωσε  πια μες στα λειψά σύννεφα, ξοδεύτηκε μες στις παγερές ανασαιμιές και στις γλυκόπικρες μυρωδιές του δάσους». ( σ. 62)

Χρησιμοποιώντας εξίσου ποιητική γλώσσα ο συγγραφέας αναδεικνύει το ερωτικό στοιχείο με αφορμή τον άτυχο έρωτα του ΦλόυερΣίντενχαμ  για  μια υπηρέτρια , την ΄Εστερ, γεγονός που καθόρισε την όλη πορεία της ζωής και του έργου του.

«Την περίμενα κάτω από τη γέφυρα και  μετά ανηφορίζαμε στον λόφο με τις τριανταφυλλιές.  Ανηφορίζαμε; Τρόπος του λέγειν.  Πετούσαμε, βγάζαμε λευκά φτερά και πετούσαμε σαν τις πεταλούδες  από τριανταφυλλιά σε τριανταφυλλιά ρουφώντας αχόρταγα το νέκταρ του έρωτά μας. Η μέρα κυλούσε τόσο γρήγορα, έσβηνε στο πορφυρό ηλιοβασίλεμα, ξεψυχούσε στο μισοσκόταδο, έλιωνε τη νύχτα». ( σ. 83)

Ενδεικτικοί, όμως, της φιλοσοφικής θεώρησής του,  μεστοί νοήματος και οι στοχασμοί του συγγραφέα για τη ζωή και την ευτυχία, καθώς ο αναγνώστης τούς συναντά στη ροή της ιστορίας.  « …ο φιλόσοφος αναζητεί την ευτυχία μέσα του…η ευτυχία είναι μια νοητική κατάσταση αταραξίας και απάθειας απέναντι στις εγκόσμιες τιμές, , στα πλούτη και στην εφήμερη δόξα». ( σ. 99)

Διάβασα με εξαιρετικό ενδιαφέρον τις δύο νουβέλες του καθηγητή Δημητρίου, απολαμβάνοντας το ευχάριστο ξάφνιασμα και την τέρψη που χαρίζει  ένας λόγος φωτεινός, μία γλώσσα υπέροχη στη δομή και στους όρους της, μία γραφή που ανεβάζει τη σκέψη σε υψηλά επίπεδα στοχασμού και εγείρει μοναδικά τον συναισθηματικό κόσμο του αναγνώστη.  Δύο βιβλία που έρχονται να εμπλουτίσουν  την κυπριακή και την ευρύτερη ελληνική πεζογραφία με τον ιδιαίτερο θησαυρό που κομίζουν στη λογοτεχνική πραγματικότητά μας.

Το μήνυμα των δύο βιβλίων  διαπερνά τις γραμμές τους, χαράζεται έντονα και καταληκτικά στην ανθρώπινη νόηση ως συνώνυμο της ανθρώπινης ύπαρξης και της νομοτέλειάς της:  Στο πέρασμα του χρόνου οι Ιδέες και όχι οι άνθρωποι κερδίζουν την αθανασία, γιατί επαναλαμβάνονται και αναβιώνουν σε άλλα σώματα, που θα κάνουν μαζί τους την ίδια διαδρομή, καθώς  η θνητότητα θα θέτει τους δικούς της  χρονικούς περιορισμούς  και ο ανθρώπινος νους θα αδυνατεί να ερμηνεύσει αυτά που ξεπερνούν τα όρια των δυνατοτήτων του.

  Όπως ενδεικτικά τονίζει ο συγγραφέας, « Ό,τι ζει πρέπει να συμφιλιωθεί με τον θάνατο,  για να γίνει αθάνατο» . ( Το χειρόγραφο, σ. 125 )

*Συγγραφέας




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter










298