Λειτουργικός αναλφαβητισμός… Μπορεί να αντιμετωπιστεί με τις υφιστάμενες σχολικές πρακτικές;


ΤΟΥ ΜΑΡΙΟΥ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ*

Ο εντοπισμός μαθητών και μαθητριών με μεγάλη πιθανότητα να μείνουν λειτουργικά αναλφάβητοι μέχρι το τέλος της υποχρεωτικής εκπαίδευσης, μέσω διεξαγωγής έρευνας σε μαθητές/τριες Γ΄ και Στ΄ τάξης Δημοτικού πρέπει να μας προβληματίσει όλους. Πρέπει να μας προβληματίσει αφάνταστα πώς τα ποσοστά αυτά αυξάνονται αντί να μειώνονται, με αποτέλεσμα τα τελευταία χρόνια να καταγράφονται διψήφια ποσοστά! Τι πάει λάθος με το εκπαιδευτικό μας σύστημα; Τι πάει λάθος με τις ενέργειες του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού, για να αντιμετωπίσει την αύξηση αυτή; Μπορεί να αντιμετωπιστεί με τις υφιστάμενες σχολικές πρακτικές; Στόχος των διαφόρων πρακτικών που προτείνονται είναι να οδηγήσουν τα παιδιά με αυξημένο κίνδυνο λειτουργικού αναλφαβητισμού στο να μάθουν να γράφουν και να διαβάζουν με τη στενή έννοια του όρου, αποκτώντας απλώς κάποιες δεξιότητες. Μήπως αυτή η θεώρηση οδηγεί σε αντίθετα αποτελέσματα;

Για πολλούς αιώνες ο γραμματισμός (literacy) συνδέθηκε εννοιολογικά με τον όρο αλφαβητισμός, που παραπέμπει στην εκμάθηση της γραφής και της ανάγνωσης.Κατά την περίοδο του Ρομαντισμού και στις αρχές του 20ου αιώνα ο γραμματισμός συνδέθηκε με τη λογοτεχνία και τους τρόπους γραφής της. Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο το περιεχόμενο του γραμματισμού άλλαξε και απόκτησε κοινωνικές διαστάσεις, αφού τέθηκε στην υπηρεσία της οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης, με την Unesco (1956) να καταγράφει ότι«Γραμματισμός είναι το σύνολο των γνώσεων και των δεξιοτήτων που έχει αποκτήσει ένα άτομο σε σχέση με τη γραφή και την ανάγνωση, οι οποίες του επιτρέπουν να εμπλακεί σε όλες τις δραστηριότητες τις οποίες επιτελούν τα άτομα της ομάδας και της κουλτούρας στην οποία ανήκει».Στο ίδιο πνεύμα κινήθηκε η Παγκόσμια Συνέλευση των Υπουργών Παιδείας (1965) και η κίνηση «Δικαίωμα στο διάβασμα» (1986), για να καταλήξουμε στην άποψη των Barton και Hamilton (2000) ότι ο γραμματισμός συνιστά μια κοινωνική πρακτική. 

Από την άλλη, ο Street (1984) κωδικοποίησε τις διαφορετικές στάσεις απέναντι στον γραμματισμό, με το αυτόνομο και το ιδεολογικό μοντέλο. Στο αυτόνομο μοντέλο ο γραμματισμός προσδιορίζεται από την απόκτηση ενός συνόλου γνωστικών δεξιοτήτων, μέσα από μια αποταμιευτική προσθήκη πληροφοριών και πρέπει να αντιμετωπίζεται σαν κάτι φυσικό, καθολικό, κατάληξη μιας φυσιολογικής αναπτυξιακής πορείας. Αντίθετα, στο ιδεολογικό μοντέλο ο γραμματισμός δεν είναι κάτι μετρήσιμο, δομείται κοινωνικά στο πλαίσιο συγκεκριμένων κοινωνικών πρακτικών, διαφοροποιείται ανάλογα με τις κοινωνικές ομάδες και δεν είναι ιδεολογικά ουδέτερος.

Με τις ισχύουσες ατομοκεντρικές πρακτικές που προτείνονται από το Υπουργείου τα προβλήματα των παιδιών που αντιμετωπίζουν δυσκολίες στο σχολείο παρουσιάζονται μέσα από ένα συγκεκριμένο μοντέλο – το μοντέλο του ελλείμματος. Το μοντέλο αυτό στηρίζεται σε μια συγκεκριμένη προσέγγιση της έννοιας του γραμματισμού ως μιας λίστας από δεξιότητες. Από την άλλη, σύμφωνα με τις κοινωνικοπολιτισμικές θεωρήσεις –που συνθέτουν το ιδεολογικό μοντέλο-, ο «γραμματισμός» δε συνιστά ένα στατικό πακέτο γνώσεων που μεταφέρονται από τον/την εκπαιδευτικό στους/τις μαθητές/τριες, αλλά μια σειρά δεξιοτήτων, στρατηγικών και στάσεων απέναντι στα κείμενα που δομούνται μέσα από επικοινωνιακές διαδικασίες.Με άλλα λόγια, οι αλληλεπιδράσεις μαθητών/τριών – εκπαιδευτικού – κειμένων δεν είναι ουδέτερες - δομούν συγκεκριμένες ταυτότητες αλλά και αποκλεισμούς από τις δεξιότητες και τις στρατηγικές του σχολικού γραμματισμού.  Η έννοια του ελλείμματος ως προς τις δεξιότητες ή η αποδυνάμωση της φωνής των μαθητών/τριών κατασκευάζεται μέσα στη σχολική τάξη.

Ο στόχος μας στα διάφορα προγράμματα είναι να διαμορφώσουμε θετικές προς τη μάθηση ταυτότητες. Να μετατρέψουμε τις σχολικές κοινότητες σε ένα ελκυστικό μαθησιακό περιβάλλον για τα παιδιά, όπου να ακούγεται η φωνή τους και να μην καταπνίγεται. Αυτό γίνεται τόσο όταν τα παιδιά αυτά φέρνουν στοιχεία από την τοπική κοινότητα στη σχολική τάξη, αλλά και όταν εμπλέκονται σε δραστηριότητες σχολικού γραμματισμού.Τα παιδιά με αυξημένο κίνδυνο λειτουργικού «αναλφαβητισμού» έρχονται στην τάξη με τη δική τους φωνή και με τις δικές τους γλωσσικές εμπειρίες γραμματισμού που συνήθως διαφέρουν από εκείνες που το σχολείο προτείνει. Η εξοικείωση των παιδιών αυτών με την κουλτούρα του σχολείου δεν μπορεί να συντελεστεί αν το σχολείο υποτιμά τις γνώσεις των ίδιων των παιδιών ή αν η συμμετοχή των παιδιών αυτώναξιολογείται με βάση την έννοια του σωστού και του λάθους στη γλωσσική έκφραση και θεωρεί ότι η γραμματική, η ανάγνωση και η γραφή είναι απλές, ουδέτερες δεξιότητες που κατακτώνται μέσα από τη συστηματική διδασκαλία μιας συγκεκριμένης «ύλης».

Η εμπλοκή σε σχολικού τύπου δραστηριότητες, όπως το να διακρίνει κανείς παραγράφους, να εντάσσει τα κείμενα σε κειμενικά είδη, να γράφει πλαγιότιτλους, μπορεί να γίνει μόνο όταν οι ασκήσεις αυτές αποκτήσουν νόημα για τα παιδιά. Οι συνηθέστερες πρακτικές στηρίζονται σε λογικές του τύπου «τι δεν μπορούν να κάνουν τα παιδιά». Κάθε παιδί γνωρίζει πράγματα που έχει κατακτήσει από την τοπική του κοινότητα, γι΄ αυτό στηρίζουμε συμμετοχικές διαδικασίες όλων των παιδιών κατά τις οποίες το κάθε ένα προτείνει και συμπληρώνει ανάλογα με τις γνώσεις του. Στόχος μας η δημιουργία ενός πλούσιου σε ερεθίσματα μαθησιακού περιβάλλοντος που αναγνωρίζει τις εμπειρίες όλων των παιδιών και συνδέει τη σχολική κοινότητα με την τοπική κοινωνία, μέσα από ένα ευρύ φάσμα κοινωνικών και παγκόσμιων προβλημάτων που μπορούν να διερευνηθούν στην τάξη, η οποία πρέπει να αρχίζει από μικρή ηλικία, όπως τα δικαιώματα των παιδιών με αφορμή τις διάφορες παγκόσμιες μέρες, τις εμπειρίες ζωής των ίδιων των παιδιών, τις ανάγκες και τις αναζητήσεις των ίδιων των παιδιών, κοινωνικά ζητήματα (ρατσισμός, πόλεμος, ειρήνη, εκπαίδευση, φτώχεια, κοινωνικός αποκλεισμός κ.ά.) και θέματα της επικαιρότητας.

Επομένως, πρέπει να αλλάξει το μεταβιβαστικό μοντέλοπου σχετίζεται απλώς και μόνο στην ενίσχυση της γλωσσικής ικανότητας των μαθητών/τριών και το οποίο έρχεται εκ των υστέρων με κάποια «θεραπευτικά» παρεμβατικά προγράμματα. Οι μαθητές/τριες πρέπει να τύχουν ενίσχυσης από τα πρώτα τους χρόνια στο σχολικό περιβάλλον, ακόμη και από την προδημοτική εκπαίδευση, όταν εντοπιστούν από τον ίδιο τον/την εκπαιδευτικό. Τα οποιαδήποτε μαθήματα πρέπει να νοηθούν ως πλαίσια ενδυνάμωσης της φωνής αυτών των μαθητών/τριών. Για αυτό χρειάζεται αλλαγή της φιλοσοφίας για το πώς αντιμετωπίζονται αυτά τα παιδιά, διότι δυστυχώς το εκπαιδευτικό μας σύστημα συνεχίζει να καταπνίγει τη φωνή αυτών των μαθητών/τριών και συνεχίζει να κατασκευάζει στην τάξη αδύναμους αναγνώστες και συγγραφείς, όποια παρεμβατικά εκ των υστέρων προγράμματα κι αν υλοποιήσουμε…

*Μέλος ΔΣ ΠΟΕΔ




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter










1320