Λουκής Ακρίτας: ο πατέρας της πολιτικής της «ταύτισης»


ΤΟΥ ΔΡΟΣ ΑΝΔΡΕΑ ΚΑΣΟΥΛΙΔΗ*

Με την ευκαιρία της τέλεσης του καθιερωμένου πλέον θρησκευτικού μνημόσυνου για το δάσκαλο – δημοσιογράφο - λογοτέχνη και πολιτικό Λουκή Ακρίτα από το Δήμο Μόρφου, φρονώ ότι είναι σημαντικό να φωτίσουμε, έστω αποσπασματικά, μία σημαντική – αλλά άγνωστη για τους πιο πολλούς – πτυχή της δράσης του ως Υφυπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων σε σχέση με την Κυπριακή Εκπαίδευση κατά την περίοδο 1963-1964. Για να κατανοήσουμε την πρόταση του Λ. Ακρίτα, είναι προφανώς επιβεβλημένο να έχουμε μια στοιχειώδη γνώση της εκπαιδευτικής κατάστασης στην Κυπριακή Δημοκρατία όταν η Κύπρος απέκτησε την ανεξαρτησία της.

Είναι ευρέως διαδεδομένη η – εσφαλμένη – αντίληψη ότι, όπως και στην περίοδο την Αποικιοκρατίας, έτσι και στην μετα-ανεξαρτησιακή περίοδο η Κυπριακή Εκπαίδευση ακολούθησε πιστά και χωρίς παρεκκλίσεις το ελλαδικό εκπαιδευτικό σύστημα και πιο συγκεκριμένα τα ελλαδικά αναλυτικά προγράμματα. Μια βαθύτερη ανάλυση και ιστορική αρχειακή έρευνα καταδεικνύει ότι η εκπαιδευτική πολιτική για την ελληνοκυπριακή κοινότητα στα πρώτα πέντε χρόνια της Ανεξαρτησίας, εφόσον η εκπαίδευση δεν ανήκε στη σφαίρα της κυβερνητικής πολιτικής αλλά της κοινοτικής, διήλθε τρία βασικά στάδια.

Στην περίοδο 1959-1962 διακρίνουμε να αναπτύσσονται πολιτικές που κατευθύνουν σε μια προσπάθεια «εσπευσμένης ελληνοποίησης», μέσα από τη στοχευμένη «αποβολή των στοιχείων που εισήγαγε η αποικιακή εκπαιδευτική πολιτική». Βλέπουμε, για παράδειγμα, ανάμεσα στις πρώτες αποφάσεις της Κοινοτικής Συνέλευσης τον εξοστρακισμό της αγγλικής γλώσσας από τη δημόσια εκπαιδευτική υπηρεσία, τη μετατροπή του Διδασκαλικού Κολλεγίου σε Παιδαγωγική Ακαδημία και την άμεση αναθεώρηση του Αναλυτικού και Ωρολογίου Προγράμματος. Στην περίοδο που ακολουθεί και έως το 1964 την εκπαιδευτική πολιτική της Ελληνικής Κοινοτικής Συνέλευσης διακρίνει μια προσπάθεια «εκπαιδευτικής αυτονόμησης» μέσα από την ανάδειξη του εκπαιδευτικού δυναμισμού και πνευματικού πλούτου των Κυπρίων, γεγονός που οδηγεί στην ανάπτυξη εντόπιων αναλυτικών προγραμμάτων και σχολικών βοηθημάτων αλλά και την εισαγωγή και εφαρμογή παιδαγωγικών πρακτικών από χώρες του εξωτερικού, κυρίως της Δύσης. Οι πολιτικές αυτές εντάσσονται στο εκπαιδευτικό σύστημα της Κύπρου, ανεξάρτητα από το εάν υιοθετούνται και εφαρμόζονται στην Ελλάδα. Μετά το 1964, ωστόσο, η εκπαιδευτική πολιτική στο νησί θα εισέλθει σε μια νέα φάση, στη φάση της «ταύτισης» της εκπαιδευτικής της πολιτικής με την εκπαιδευτική πολιτική της Ελλάδας. Τα γεγονότα θα καταδείξουν, όμως, ότι επρόκειτο για μια πολιτική προθέσεων, γι’ αυτό και θα μπορούσαμε να χαρακτηριστεί ως η περίοδος της «διακηρυγμένης ταύτισης».  

Το 1964 η Κυβέρνηση του Γεώργιου Παπανδρέου επιχειρεί τη χάραξη βαθιών τομών στην εκπαίδευση μέσα από την πρόταξη της Παιδείας ως δημόσιο αγαθό. Η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του Γ. Παπανδρέου περιλαμβάνει, ανάμεσα σε άλλα, την καθιέρωση της δωρεάν εκπαίδευσης σε όλες τις βαθμίδες καθώς και των μαθητικών συσσιτίων, τη διάκριση της Μέσης Παιδείας σε δύο κύκλους (Γυμνάσιο και Λύκειο), την επέκταση της υποχρεωτικής εκπαίδευσης από τα έξι στα εννέα χρόνια, την καθιέρωση της δημοτικής ως ισότιμης προς την καθαρεύουσα.. Ο ίδιος ο πρωθυπουργός τίθεται επικεφαλής αυτής της ριζοσπαστικής εκπαιδευτικής μεταρρύθμιση, έχοντας στο πλευρό του τον Κύπριο Λουκή Ακρίτα, ως υφυπουργό Παιδείας και τον παιδαγωγό Ευάγγελο Παπανούτσο.

Διανύουμε ήδη μια περίοδο κατά την οποία η Κύπρος πολιτεύεται μεν ως ανεξάρτητο κράτος, στην πραγματικότητα, όμως, παραμένει έντονος ο πόθος και η προσδοκία για την επίτευξη του τελικού στόχου της πολιτικής Ένωσης.

Σε πολιτικό επίπεδο η στήριξη της ελληνικής κυβέρνησης θα εκδηλωθεί με την αποστολή της μεραρχίας στο νησί. Σε εκπαιδευτικό επίπεδο, όμως, θα εκδηλωθεί με την πρόταση που θα καταθέσει ο Υφυπουργός Παιδείας της Ελλάδας Λουκής Ακρίτας για την ταύτιση της ελληνοκυπριακής εκπαίδευσης με την ελλαδική εκπαίδευση, έχοντας πάντα κατά νου την μεταρρύθμιση που προτείνεται στην Ελλάδα. Το Μάρτιο του 1964, σε επίσκεψή του στο νησί θα δηλώσει έπειτα από συνάντησή του με τον Κ. Σπυριδάκι ότι «πρόθεσις της Ελληνικής Κυβερνήσεως είναι να ενοποιηθεί πλήρως η εθνική παιδεία της Νήσου με την της υπολοίπου Ελλάδος, να συντονισθούν δε και όλαι αι πνευματικαί, καλλιτεχνικαί και γενικώτερον, πολιτιστικαί εκδηλώσεις Ελλάδος και Κύπρου».

Είχε φυσικά προηγηθεί η επίσκεψη τριμελούς εκπαιδευτικής αντιπροσωπείας από την Ελλάδα στο νησί υπό τον κ. Φωτεινόπουλο για να αξιολογήσει την εκπαιδευτική κατάσταση. Η έκθεση που είχε υποβληθεί από την Επιτροπή Φωτεινόπουλου διατύπωνε έντονες ανησυχίες για την εκπαιδευτική πολιτική στην Κύπρο, η οποία φαινόταν να «απομακρύνεται» από τα όσα γίνονταν εν Ελλάδι.

Το θέμα της εκπαιδευτικής ταύτισης θα συζητηθεί σε συνάντηση του ισχυρού ανδρός της Κυπριακής Εκπαίδευσης Κωνσταντίνου Σπυριδάκι με τον Λουκή Ακρίτα στην Αθήνα – χωρίς, ωστόσο, να υπάρχουν δείγματα γραφής μιας αναλυτικής σε περιεχόμενο πρότασης, ως προς το σε τι θα συνίστατο η πολιτική της «ταύτισης». Παρόλα αυτά, η γενικόλογη πρόταση περί «ταύτισης» θα υλοποιηθεί με τον Κ. Σπυριδάκι να τη χαρακτηρίζει «αυτονόητον εθνικόν καθήκον». Επιστέγασμα όλης αυτής της προσπάθειας θα είναι το ψήφισμα που θα υιοθετήσει ομόφωνα η Ελληνική Κοινοτική Συνέλευση της Κύπρου στις 25 Ιουνίου του 1964, στο οποίο αναφέρονται αυτολεξεί τα εξής:

«Επειδή η παιδεία αποτελεί βάσιν της εθνκής των Ελλήνων παραδόσεως και ανυπέρβλητον αξίαν εις την δημιουργικήν πορείαν του έθνους και επειδή η παιδεία των Ελληνοπαίδων της Κύπρου επί αιώνας αγωνισαμένη κατά μυρίων επιβουλών προερχομένων εκ των εκάστοτε κατακτητών της νήσου διετήρησε ακμαίον τον εθνικόν αυτής χαρακτήρα, επιτυχούσα μετά τον εθνικό αγώνα 1955-59 την πλήρη αυτής απελευθέρωσιν και επειδή η εθνική παιδεία των Κυπρίων είναι ανεξάρτητος πολιτικών σχημάτων το δε μέλλον αυτής είναι συνυφασμένον μετά του εθνικού μέλλοντος της Κύπρου και ολοκλήρου του έθνους, ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ, η Ελληνική Κοινοτική Συνέλευσις αποφασίζει:

Όπως η εν Κύπρω Παιδεία ταυτισθή ως προς τα κατευθύνσεις και τα προγράμματα προς την εν Ελλάδι εισαγομένην μεταρρύθμισιν,

Όπως η Επιτροπή Διοικήσεως της Συνελεύσεως μελετήση τα αναγκαία νομοθετικά ή άλλα μέτρα προς ταχυτέραν και κατά το δυνατόν πληρεστέραν επίτευξιν της ειρημένης ταυτίσεως,

Όπως η Επιτροπή Διοικήσεως μελετήση περαιτέρω την λήψιν και άλλων νομοθετικών και διοικητικών μέτρων προς πλήρη και κατά το δυνατόν ταύτισιν των εν Κύπρω εκπαιδευτικών πραγμάτων προς τα εν Ελλάδι».

Προφανώς, αρκετοί κατοπινοί μελετητές της ιστορίας της Κυπριακής Εκπαίδευσης θεώρησαν ότι αυτό το ψήφισμα αποτελούσε και το ουσιαστικότερο τεκμήριο για την πανθομολογουμένην κοινή πορεία των δύο εκπαιδευτικών συστημάτων. Δεν πρόσεξαν, όμως, το λεκτικό της τελευταίας παραγράφου που αναφέρεται σε «κατά το δυνατόν ταύτισιν» και, προφανώς, δεν εντόπισαν ότι, στην πραγματικότητα καιμε βάση τα γεγονότα που ακολούθησαν, η πολιτική της «ταύτισης» ουδέποτε προσδιορίστηκε με σαφήνεια και ουδέποτε ακολουθήθηκε. Η κατάλυση της δημοκρατίας από την απριλιανή δικτατορία σήμανε στην πραγματικότητα και το τέλος της μεταρρύθμισης του Γ. Παπανδρέου, έστω και εάν η Χούντα σημείωνε με έμφαση προς η μεταρρύθμιση δεν είχε ανατραπεί.

Η πρόταση για την υιοθέτηση της πολιτικής της ταύτισης καταγράφεται στον ιστορικό χρόνο, ως μία αγνή προσπάθεια που είχε ως αφετηρία της το Λουκή Ακρίτα – και όχι τον Κωνσταντίνο Σπυριδάκι όπως εσφαλμένα επίσης κάποιοι θεωρούν - και η οποία αποτύπωνε σε εκείνη τη δεδομένη χρονική στιγμή μία ακόμη προσπάθεια να αναδειχθεί το ενιαίο του ελληνικού έθνους, στο οποίο σαφώς περιλαμβανόταν και η Κύπρος.

* Ιστορικός της Εκπαίδευσης - Εκπαιδευτικός




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter











571