Με αφορμή τα συνέδρια ιστορίας και αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου «Κύπρου»


ΤΗΣ ΔΡΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΑΣ ΚΕΝΤΗ*

Διεξάγονται αυτές τις μέρες στον τόπο μας δύο επιστημονικές συναντήσεις-συνέδρια. Το ένα στα Λεύκαρα στις 23-24 Μαϊου, με θέματα για την τοπική κοινωνία/ιστορία και το άλλο στη Λευκωσία (21-23 Μαϊου), διοργάνωση του Πανεπιστημίου Κύπρου, για την Αρχαία Σαλαμίνα.

Θα ήθελα να συγχαρώ τους διοργανωτές και συμμετέχοντες στη συνάντηση των Λευκάρων, οι οποίοι, σεβόμενοι την τοπική κοινωνία, δεν ακολούθησαν την πεπατημένη τροχιά του Πανεπιστημίου Κύπρου, όπως αυτή διαφαίνεται στο Συνέδριο για την αρχαία Σαλαμίνα (21-23 Μαϊου). Οι διαλέξεις στα Λεύκαρα είναι όλες στην ελληνική γλώσσα, στη γλώσσα των κατοίκων αυτού του τόπου και στην επίσημη γλώσσα του Πανεπιστημίου Κύπρου. Το συνέδριο τούτο όχι μόνο δεν στερείται εμβέλειας και επιστημοσύνης αλλά υπερτερεί σ’ αυτά, ακριβώς διότι αποτείνεται σ’ αυτούς που πρωτίστως πρέπει να πληροφορηθούν για τον τόπο τους και δεν περιχαρακώνει τη γνώση εντός των στενών ορίων μιας επιστημονικής κοινότητας. Είναι καιρός να γίνει αντιληπτό ότι η εμβέλεια στην επιστήμη δεν μετριέται σε ύψος αλλά σε ποιότητα, δηλαδή σε έκταση απήχησης στην κοινωνία.

Διοργανώσεις και έρευνες που αφορούν την ιστορία και αρχαιολογία σε μικροεπίπεδο ή σε μακροεπίπεδο είναι ιδιαίτερα σημαντικές για τις τοπικές κοινωνίες αλλά και  για το σύνολο κυπριακού λαού. Αναγνωρίζεται φυσικά η εγκυρότητα της αγγλικής ως διεθνούς γλώσσας και ως επιστημονικής γλώσσας παγκοσμίως, πέραν τούτου όμως τα εκπαιδευτικά ιδρύματα κάθε βαθμίδας έχουν ηθική υποχρέωση να απευθύνονται και στις κοινωνίες από τις οποίες αντλούν θέματα και πηγές για την ανάπτυξη των επιστημών. Η Κύπρος, η ιστορία και η γη της χρησιμοποιούνται ως εφαλτήριο και για την ανάπτυξη της επιστημοσύνης και της προσωπικής προβολής πολλών ιδίων και ξένων ιστορικών και αρχαιολόγων. Ο σεβασμός στη μητρική γλώσσα μας, που είναι και η επίσημη γλώσσα  του κράτους και του κρατικού Πανεπιστημίου, συνιστά και οφειλή στον λαό και νομιμοφροσύνη αλλά και αδιαπραγμάτευτη ηθική ανταπόδοση, γιατί η  δράση και ο μακραίωνος πολιτισμός του αποτελούν αντικείμενα έρευνας για πολλούς. Άρα, βεβαίως, ερευνητές και  επιστήμονες οφείλουν την επιστημονική τους οντότητα στον κάτοικο της Τραχυπέδουλας και της Πάφου, στον Παραλιμνίτη και τον Αμμοχωστιανό, στον Λεμεσιανό και τον Καρπασίτη, στον Μεσαρίτη και τον κάθε κάτοικο αυτού του τόπου και όχι το αντίστροφο. Την ευθύνη φυσικά για το κατάντημά μας που αντί να είμαστε περήφανοι για τη γλώσσα μας-τη γλώσσα των γλωσσών και τη γλώσσα των επιστημών- και να την προάγουμε διεθνώς, ώστε να αποκτήσει τη θέση που της αξίζει την απαξιώνουμε, δεν την φέρουν οι προσκεκλημένοι ξένοι στο Συνέδριο της Σαλαμίνας. Την φέρουν οι ίδιοι οι διοργανωτές και οικοδεσπότες που αυτοί επέβαλαν τον ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΟ της ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ, για χάριν, όπως ελέχθη, της διεθνούς διάστασης και του κύρους του Συνεδρίου, επιτρέποντας διαλέξεις μόνον στην αγγλική και γαλλική!!  

Τέτοιες ενέργειες και στάσεις απορρέουν, προφανώς, από έλλειψη εθνικής ευαισθησίας και ραγιαδίστικη νοοτροπία που θεωρεί εμάς τους «μικρούς» υποχρεωμένους να υποτασσόμαστε στη γλώσσα της παγκοσμιοποίησης, εάν θέλουμε να αναδειχθούμε διεθνώς. Μπροστά σε τέτοια ιδιοτελή και προσωπικής παρότρυνσης οράματα, η διάδοση της γνώσης της  ιστορίας, της κορωνίδας των αρχαίων πόλεων, Σαλαμίνας, όπου έδρασαν ο μεγάλος αγωνιστής του κυπριακού ελληνισμού Ονήσιλος και  ο εμπνευσμένος βασιλιάς της Ευαγόρας που έσωσε τον τόπο του από τον εκβαρβαρισμό, μοιάζει παρανυχίδα στα υψηλά δώματα όπου επικάθονται εδώ και καιρό διοργανωτές διαφόρων συνεδρίων, όπως αυτό. Απέκτησε δηλαδή μεγαλύτερη αξία η ανταλλαγή διαλέξεων ανάμεσα σε ένα κύκλο 40-50 ατόμων από το να δίνεται η δυνατότητα να παρευρίσκονται και να παρακολουθούν το συνέδριο για την ιστορία τους μαθητές, απλοί άνθρωποι, εκπαιδευτικοί και άλλοι. Επιπρόσθετα, άλλη δυναμική λαμβάνει η εκφορά λόγου στη μητρική, όπως και άλλη η κατανόηση, η ένταση και η ένσταση σε όσα τυχόν ακουστούν. Καθίσταται η Ελληνική διωκόμενη από τους ίδιους τους Έλληνες (εκτός αν θεωρούν εαυτόν απλώς ελληνόφωνο). Ωστόσο, δεν υπάρχει -ή δεν θα έπρεπε να υπάρχει- ξένος ερευνητής ιστορικός ή αρχαιολόγος (τουλάχιστον) που να θεωρεί εαυτόν επιστημονικά ορθόν χωρίς να ομιλεί ικανοποιητικά την Ελληνική.

Ως ηθική αντικαταβολή λοιπόν, η διοργάνωση συνεδρίων στη μητρική μας γλώσσα, που και εκ του Συντάγματος είναι η (μία) επίσημη γλώσσα της Κυπριακής Δημοκρατίας, είναι επιβεβλημένη και αποδεικνύει τον  σεβασμό και την αναγνώριση της σχέσης μεταξύ του λαού και των εκπαιδευτικών φορέων. Το Πανεπιστήμιο Κύπρου έχει ρόλο και ευθύνη για την κοινωνική και την πνευματική της αναβάθμιση. Δεν υπάρχει δε λόγος ύπαρξης εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, εάν αυτά γκετοποιούν την επιστημονική γνώση και δεν απευθύνονται εν τέλει στον λαό άσχετα με το μορφωτικό επίπεδο κάθε ατόμου, ενώ ταυτόχρονα απαξιώνουν την μητρική γλώσσα.  

Είναι, δυστυχώς, τουλάχιστον όνειδος και ιστορικός, εκπαιδευτικός και πολιτικός «σολοικισμός», λαός υπό κατοχή και ενώπιον κινδύνου εθνικής συρρίκνωσης και αφανισμού, να «διδάσκεται», από τα ίδια τα εκπαιδευτικά ιδρύματα (π.χ. Πανεπιστήμιο Κύπρου) «υποτίμηση της μητρικής του γλώσσας. Αυτό που στην ουσία υποτιμά είναι την ταυτότητά του, την εθνική του ιδιοπροσωπία, τον πολιτισμό του αλλά απαρνείται συγχρόνως και την ευθύνη του να προάγει τον δικό του πολιτισμό και κατ’ επέκταση τον πανανθρώπινο πολιτισμό».

Φιλόλογος/Αρχαιολόγος




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter










119