Με το νέο σύστημα διορισμών θα υποβαθμιστεί άμεσα η παρεχόμενη εκπαίδευση των παιδιών μας


ΤΟΥ ΛΕΩΝΙΔΑ ΚΥΡΙΑΚΟΥ*

    Πολλά ακούγονται και γράφονται τον τελευταίο καιρό για την προσπάθεια που γίνεται για εκσυγχρονισμό της εκπαίδευσης μέσα από τα σχέδια αξιολόγησης, επιμόρφωσης και διορισμού των εκπαιδευτικών στα δημόσια σχολεία. Οι δύο πρώτες προτάσεις (αξιολόγησης και επιμόρφωσης) δεν αντιμετωπίζονται αρνητικά από τους εκπαιδευτικούς και τις εκπαιδευτικές οργανώσεις,  γεγονός που καταδεικνύει τη διάθεσή τους για βελτίωση και εκσυγχρονισμό της εκπαίδευσης και πρακτικά της διδασκαλίας μέσα στην τάξη. Επίκεντρο της συζήτησης αποτελεί όμως το προτεινόμενο σύστημα διορισμών. Ακόμη και όσοι βιάστηκαν να υποστηρίξουν το σχέδιο διορισμών πριν καν το διαβάσουν, πλέον παρουσιάζονται πολύ διστακτικοί και επιφυλακτικοί. Αφού έφυγε ο αρχικός ενθουσιασμός, άρχισαν να βγαίνουν στην επιφάνεια θέματα πρακτικής φύσης, αλλά και ηθικής. Η συζήτηση αποκάλυψε θέματα κυρίως γύρω από την ανθρώπινη πλευρά των πραγμάτων και τη θυματοποίηση των (συμβασιούχων - αντικαταστατών) εκπαιδευτικών και των οικογενειών τους. Δεδομένης όμως και της εποχής στην οποία ζούμε, όπου η αποδοτικότητα, η αποτελεσματικότητα και η παραγωγικότητα κατέχουν πρωταρχικό ρόλο, είναι νομίζω συνετό να σκεφτούμε την επίδραση της υιοθέτησης ενός τέτοιου σχεδίου χωρίς την απάλειψη όσων εργάζονται σήμερα μέσα στα σχολεία μας, δίνοντας έμφαση σε αυτούς τους τομείς.

            Αναφορικά με τη δημοτική εκπαίδευση, οι επηρεαζόμενοι εκπαιδευτικοί αποτελούν ένα ποσοστό πολύ μεγαλύτερο του 10 % του συνολικού αριθμού των δασκάλων. Όλοι αυτοί είναι άτομα στην ηλικία περίπου των τριάντα χρόνων περίπου και εργάζονται στο δημόσιο σχολείο για τουλάχιστον 7 χρόνια. Επομένως βρίσκονται, σύμφωνα με μελέτες, στην πιο αποδοτική φάση της καριέρας τους. Οι πλείστοι (ίσως πέραν του 65%) κατέχουν μετεκπαίδευση, όλοι έχουν επιμορφωθεί στα Νέα Αναλυτικά Προγράμματα και οι περισσότεροι έχουν παρακολουθήσει προγράμματα μεντορισμού. Η εκπαιδευτική τους πείρα μάλιστα αποκτά μεγαλύτερη βαρύτητα εάν υπολογίσουμε ότι για κάποια χρόνια ζυμώθηκαν εργαζόμενοι ως αντικαταστάτες σε πληθώρα σχολείων και διάφορες τάξεις. Πολλοί από αυτούς είναι οικογενειάρχες και έχουν τα δικά τους παιδιά. Από τα πιο πάνω, διαφαίνεται άμεσα ότι το προσωπικό που θα αφεθεί εκτός έδρας όχι μόνο δεν είναι καθόλου κακής ποιότητας εκπαιδευτικοί, αλλά αντιθέτως, μπορούμε εύκολα να διαπιστώσουμε το αντίθετο.

Μια από τις θεμελιώδεις αρχές της εκπαιδευτικής ηγεσίας και διοίκησης είναι ότι ο εργαζόμενος οδηγείται σε αυξημένη παραγωγικότητα εάν νιώθει ότι ο προϊστάμενος του ενδιαφέρεται για το άτομό του, για τα προβλήματα που αντιμετωπίζει, εξασφαλίζει καλές συνθήκες εργασίας, ενδιαφέρεται για την ευημερία του και αναγνωρίζει την προσφορά του στον οργανισμό. Επιπλέον, υπάρχει άμεση αλληλεπίδραση της αποτελεσματικότητας με την επάρκεια του εκπαιδευτικού, δηλαδή τα συναισθήματά του, την ικανοποίηση των κινήτρων του μέσα από την επιδίωξη των στόχων της υπηρεσίας (Θεοφιλίδης, 2012). Ακριβώς για τον ίδιο λόγο, σε ένα σχετικό άρθρο της, η κ. Κουτσελίνη εξήγησε ότι δε συμφωνεί με την εργοδότηση των εκπαιδευτικών στη βάση πενταετών συμβολαίων, γιατί έτσι πλήττεται η εργασιακή ασφάλεια. Τώρα, ας σκεφτούμε μια εταιρεία που, αντί να αξιολογήσει τη δουλειά των υπαλλήλων της και τα αποτελέσματά τους, τους απολύει χωρίς ουσιαστικό λόγο και τους ζητάει να παρακαθίσουν  μαζί με χιλιάδες άλλους σε εξετάσεις θεωρητικής φύσης για να εξετάσει εάν θα μπορούσαν να είναι καλοί στη δουλειά τους. Αλήθεια, με τι ηθικό θα πήγαιναν στη δουλειά τους αυτοί οι άνθρωποι; Με πόσα αισθήματα ματαίωσης; Επιπλέον, αν δεν ξέρουν κατά πόσο θα συνεχίσουν να εργάζονται σε αυτό το επάγγελμα θα επενδύσουν σε αυτό; Θα προσπαθήσουν να βελτιωθούν, να εξελιχθούν, να βελτιώσουν το υλικό και τις πρακτικές τους; Ή μήπως το πίσω μέρος του μυαλού του θα αρχίσει να μαζεύει εναλλακτικές λύσεις για κάθε περίπτωση;

Ας υποθέσουμε όμως ότι και αυτοί θα έχουν την ευκαιρία να διαγωνιστούν μαζί με τις άλλες χιλιάδες των ενδιαφερομένων για να αποδείξουν την ικανότητά τους σε θεωρητικές γνώσεις. Νιώθοντας ότι σε περίπτωση αποτυχίας απειλείται άμεσα η θέση τους και ως εκ τούτου η οικογένεια και το σπίτι τους, τότε αυτοί θα αναγκαστούν να ισχυροποιήσουν τη θέση τους αποκτώντας θεωρητικές γνώσεις, με άμεσο αποτέλεσμα να υποβαθμίσουν την πρακτική τους για να προετοιμαστούν για τις εξετάσεις. Μπορούμε λοιπόν να προβλέψουμε και  να είμαστε βέβαιοι ότι τυχόν συμπερίληψη οποιουδήποτε μάχιμου εκπαιδευτικού σε διαδικασίες θεωρητικής και όχι πρακτικής εξέτασης, θα πλήξει άμεσα την ποιότητα της εκπαίδευσης των παιδιών μας. Αυτό ενισχύεται ακόμα περισσότερο αν λάβουμε υπόψη το σχεδόν βέβαιο ενδεχόμενο οι εν ενεργεία εκπαιδευτικοί για να βελτιώσουν τη θέση τους έναντι των ανταγωνιστών είναι πολύ πιθανόν να τρέξουν να αποκτήσουν άμεσα περισσότερα μεταπτυχιακά και διδακτορικά στο ελάχιστο δυνατό χρονικό διάστημα, κλέβοντας και πάλι χρόνο από το χρόνο των μαθητών τους (Προσωπικά κατέχω και είμαι υπέρ της δια βίου μάθησης, όχι όμως με το πιστόλι στον κρόταφο). Ο κάθε εκπαιδευτικός που διδάσκει καλείται να προγραμματίζεται για το επόμενο δεκαπενθήμερο, για την επόμενη μέρα μέσα στην τάξη, να επιμορφωθεί, να μάθει τα Νέα Αναλυτικά Προγράμματα, να διορθώσει τις εργασίες των παιδιών, να βρει τρόπους έμπνευσης, αλλά και εξατομίκευσης - διαφοροποίησης της μάθησης των (πραγματικών) μαθητών του. Αισθανόμενος ότι υστερεί σε διαθέσιμο χρόνο για προετοιμασία στις εξετάσεις σε σχέση με τους αδιόριστους συναδέλφους του και συνδιεκδικητές των ελάχιστων αυτών θέσεων, ο εκπαιδευτικός θα πασχίσει να καλύψει τη διαφορά για να σώσει το σπίτι και την οικογένειά του. Ο μόνος χαμένος από αυτά τα νέα δεδομένα που θα βασανίζουν το δάσκαλο θα είναι ο ήδη ταλαιπωρημένος από τις οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες Κύπριος μαθητής. Αν οι εξετάσεις αυτές επαναλαμβάνονται κάθε δύο χρόνια, τότε αυτή η διαδικασία στην οποία θα υποβάλλεται ο  κάθε μαθητής δε θα έχει τέλος. Και μάλιστα, χωρίς κανένα ουσιαστικό λόγο, μια και οι διορισμοί που θα δίνονται θα είναι, τουλάχιστον στη δημοτική εκπαίδευση, ελάχιστοι εώς μηδενικοί.

Όλοι οι εκπαιδευτικοί στην Κύπρο αξιολογούνται επί της πρακτικής τους κι επί της ουσίας στο τέλος κάθε χρόνου από το διευθυντή της σχολικής τους μονάδας. Αξιολογούνται άτυπα, αλλά καθημερινά από τους μαθητές που διδάσκουν και τους γονείς τους. Έχουν επίσης ατομικό φάκελο, όπου καταγράφονται όλα τα σχετικά. Παρόλα αυτά, αφού καμία έμφαση δε θα δίνεται σε αυτά, εύκολα θα μπορεί κάποιος να αδιαφορήσει για όλα και να επικεντρωθεί στο διάβασμα και την προετοιμασία για τις θεωρητικές εξετάσεις στις οποίες θα πρόκειται να παρακαθίσει.

Τη στιγμή που όλες οι προηγμένες χώρες, αλλά και η δική μας, προωθούν και υιοθετούν συστήματα αξιολόγησης της πρακτικής των εν ενεργεία εκπαιδευτικών μέσα από μετρήσεις των αποτελεσμάτων των μαθητών, εμπλοκή του διευθυντή, των μαθητών και γονέων στην αξιολόγησή τους, αξιολόγηση του πορτφόλιου, των αναστοχαστικών ημερολογίων του εκπαιδευτικού, εμείς παλινδρομούμε χάνοντας πολύτιμο χρόνο, χρήμα, και θέτοντας παράλληλα σε άμεσο κίνδυνο την ποιότητα διδασκαλίας και μάθησης των παιδιών μας. Πώς αυτοαναιρούμαστε εισάγοντας δύο εκ διαμέτρου αντίθετες «καινοτομίες»;

Η κ. Κουτσελίνη κατέληξε στο προαναφερόμενο και καθόλα επιστημονικό άρθρο της ότι οι εξετάσεις ίσως δεν μπορούν να επιλέξουν τους καλύτερους, αλλά μπορούν να κρατήσουν τους χειρότερους απ’ έξω. Όμως οι χειρότεροι θα μπορούσαν και μπορούν πολύ εύκολα να εντοπιστούν και να υποστηριχθούν ή να απορριφθούν μέσα από την πρακτική τους στην τάξη καθημερινά. Προσωπικά, ως πατέρας τεσσάρων παιδιών, δε θα έχω καμία εγγύηση ότι με την εφαρμογή του Νέου Συστήματος Διορισμών τα παιδιά μου δε θα βρεθούν αντιμέτωπα ή με ένα άτομο με ψυχικές διαταραχές ή παράξενες σεξουαλικές προτιμήσεις που απλά πέτυχε σε μία εξέταση. Οι ανησυχίες μου θα τεραστιοποιούνται, δεδομένης της παντελούς έλλειψης τριγωνοποίησης, ή αλλιώς τριγωνισμού, δηλαδή τη χρήση διαφορετικών μεθόδων συλλογής δεδομένων για ενίσχυση της εγκυρότητας. Ως πατέρας, προτιμώ ο δάσκαλος των παιδιών μου να διαβάζει τι και πώς θα διδάξει, να αφιερώνει όλο του το χρόνο και ενέργεια στα παιδιά μου, να αναστοχάζεται επί της πρακτικής του, να επιμορφώνεται και όχι να προετοιμάζεται για θεωρητικές εξετάσεις εις βάρος των παιδιών μου.

 Μόνο με (πραγματική) αξιολόγηση επί της πρακτικής μέσα στην τάξη μπορούμε να αναβαθμίσουμε την πρακτική των εν ενεργεία εκπαιδευτικών. Άλλωστε, όπως μας υπέδειξε κάποτε (αλλά ίσως δεν τον ακούσαμε ποτέ) ο κ. Ντανιέλ Ζάιφμαν, πρόεδρος του Ινστιτούτου Βάιζμαν στο Ισραήλ: «Δεν είναι τι ξέρεις, αλλά τι κάνεις με όσα ξέρεις».

 Εκπαιδευτικός Δημοτικής και πατέρας




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter











136