Μεγάλη Πέμπτη


ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΜΙΚΕΛΛΙΔΗ*

    Η Μεγάλη Πέμπτη ήταν για τον Ανέστη η κατ’ εξοχήν δραματική μέρα της Τεσσαρακοστής. Η αποκορύφωση του Θείου δράματος. Ο Νικητής του θανάτου παραδομένος στον θάνατο. Ο Αναστάς νεκρούς Εσταυρωμένος. Ο σώζων ασθενείς και αμαρτωλούς φορτωμένος τον σταυρό του μαρτυρίου να οδεύει στον Γολγοθά κάτω από τη χλεύη και τα ραπίσματα των δημίων του. Αυτό το δράμα τον συγκλόνιζε τον Ανέστη. Από μικρός ζούσε όλες  τις άγιες μέρες στην εκκλησία και καταλάβαινε πόσο διαφορετική ήταν η Μεγάλη Πέμπτη απ’ όλες τις άλλες ημέρες.

Τι ήταν ακόμη που έκανε τη μέρα αυτή τόσο ξεχωριστή για εκείνον; Ήταν το συγκλονιστικό πρόσωπο του παπα-Ηλία στην εκκλησία όταν έφτανε η στιγμή του «Σήμερον κρεμάται επί ξύλου, ο εν οίδασι την γην κρεμάσας»; Ήταν τα μαύρα ρούχα που σκέπαζαν τις εικόνες στην εκκλησία; Να ‘ταν πάλι όλες εκείνες οι δακρυσμένες γυναίκες που παρακολουθούσαν με κατάνυξη τη Θεία Σταύρωση; Ή να ‘ ταν  τα βλοσυρά πρόσωπα όλων των αντρών που βρίσκονταν στην εκκλησία παρακολουθώντας με πραγματική συγκίνηση τη λειτουργία; Ό,τι και να ήταν ο Ανέστης έμαθε από μικρός πως η Μεγάλη Πέμπτη ήταν μια πολύ ξεχωριστή μέρα στο ημερολόγιο της Εκκλησίας κι είχε από τότε έναν ιδιαίτερο σεβασμό και μια ξέχωρη φροντίδα για τη μέρα αυτή. Ποτέ δεν θυμόταν τον εαυτό του να λείπει απ’ την εκκλησία μια τέτοια μέρα. Ακόμη κι όταν ήταν φοιτητής στην Αγγλία θυμόταν που διένυε μίλια ολόκληρα αλλάζοντας δυο και τρία λεωφορεία, για να εκκλησιαστεί μαζί με άλλους φοιτητές και τους ομογενείς σε Ορθόδοξο ναό. Κι όταν έκανε οικογένεια και πάλι ήταν σταθερός στον εκκλησιασμό την Αγία Εβδομάδα, κι αν καμιά φορά απουσίαζε απ’ την εκκλησία ποτέ δε συνέβαινε αυτό την Μεγάλη Πέμπτη.

Ξεχωριστή θέση είχε στην ψυχή του η ανάγνωση των δώδεκα Ευαγγελίων, όπου εκεί μέσα άκουε απ’ το πρωτότυπο όλη την πορεία των γεγονότων των παθών του Κυρίου. Και μικρός έβλεπε να σβήνουν ένα κερί κάθε φορά που τέλειωνε η ανάγνωση ενός ευαγγελίου … αργότερα αντί κεριά άναβαν μικρά φωτάκια και το ένα μετά το άλλο τα έσβηναν κι αυτά. Μια εικόνα κι αυτή της παιδικής του ηλικίας που συντηρήθηκε μέσα του με τα χρόνια.

Στα πενήντα πέντε του πια περνούσε κι εκείνος το δικό του Γολγοθά. Από καιρό τώρα είχε διαγνωσθεί με όγκο στον εγκέφαλο κι άρχισε η περιπέτειά του. Φαρμακευτική αγωγή πρώτα, επέμβαση πάνω στην επέμβαση, χημειοθεραπεία ξανά και ξανά… Τον βρήκε στο Λονδίνο εκείνο το Πάσχα. Είχε ήδη κάνει ένα νέο κύκλο θεραπειών.  Όλο αυτό το διάστημα της δοκιμασίας πολύ συχνά κατέφευγε στο Θεό και στη δύναμη που έπαιρνε από την  ορθόδοξη πίστη του. Είχε πάντα μαζί του το «Προσευχητάριο», αλλά και το μικρό βιβλιαράκι με τους Χαιρετισμούς της Παναγίας και το μικρό, χοντρό βιβλιαράκι με τις ακολουθίες της Αγίας Βδομάδας που χρόνια τώρα το είχε και τον συνόδευε στην εκκλησία. Τις ατέλειωτες ώρες της αναμονής εκείνα τα βιβλιαράκια ήταν η παρηγοριά του. Από εκεί αντλούσε ελπίδες για τη ζωή του. Έκανε ακόμη όνειρα για τα παιδιά του, τα εγγονάκια του που  τόσο πολύ του έλειπαν.  Κι έκλεινε τα μάτια και προσευχόταν με κατάνυξη και θερμή πίστη.

Μπήκε η Αγία Εβδομάδα κι ο Ανέστης, ετούτο το Πάσχα, ένιωθε να βαδίζει μαζί με τον Κύριο το δύσκολο δρόμο των παθών. Χημειοθεραπεία, εξειδικευμένες εξετάσεις και πολλή αγωνία περιλάμβανε το ημερολόγιο της εβδομάδας. Διάβαζε καθημερινά από το μικρό του βιβλιαράκι την ακολουθία της κάθε μέρας και ψιθύριζε όποια ψαλμωδία θυμόταν το ρυθμό της. «Τον νυμφώνα σου βλέπω, Σωτήρ μου κεκοσμημένον και ένδυμα ουκ έχω, ίνα εισέλθω εν αυτώ, λάμπρυνόν μου την στολήν της ψυχής, φωτοδότα, και σώσον με», ήταν ένας ύμνος που τόσο πολύ αγαπούσε να ψάλλει με πάθος στον εσπερινό της Κυριακής των Βαϊων. Και τώρα, στο κρεβάτι του πόνου και της αγωνίας, σιγοψιθύριζε τον αγαπημένο του ύμνο διαβάζοντάς τον μέσα από τις σελίδες του μικρού εγκόλπιου που έσφιγγε με τόση αγάπη στα χέρια του, ενώ συχνά το έφερνε στο στήθος του κάνοντας τη δική του προσευχή.

Κάθε φορά που τέλειωνε ένας κύκλος θεραπειών έπαιρνε εξιτήριο, και με τη βοήθεια της πιστής συζύγου του πήγαινε σε ένα στούντιο που το ίδιο το νοσοκομείο παραχωρούσε στους μακροχρόνιους ασθενείς, έτσι για να νιώθουν κι οι ίδιοι πιο άνετα ψυχολογικά, αλλά και για να διευκολύνονται αποφεύγοντας τις μεγάλες μετακινήσεις. Εκεί, στο μικρό εκείνο χώρο περνούσε τις ατέλειωτες ώρες ο Ανέστης πότε μιλώντας με τη γυναίκα του πότε διαβάζοντας και πότε παρακολουθώντας στην τηλεόραση το δορυφορικό πρόγραμμα του κρατικού τηλεοπτικού καναλιού της πατρίδας του.

Βράδυ Μεγάλης Πέμπτης κι ο Ανέστης είχε από νωρίς συντονιστεί με το πρόγραμμα της τηλεόρασης του νησιού του. Στις οκτώ ώρα Κύπρου η σύνδεση για τον εσπερινό της Σταύρωσης του Κυρίου. Με μάτια βουρκωμένα ο Ανέστης κι η γυναίκα του παρακολουθούσαν από την τηλεόραση τη λειτουργία. Τα μάτια του έτρεχαν καθώς ο φακός εστίαζε στον εσταυρωμένο Χριστό. «Εξέδυσάν με τα ιμάτιά μου και ενέδυσάν με χλαμύδα κοκκίνην. Έθηκαν επί την κεφαλήν μου στέφανον εξ ακανθών και επί την δεξιάν μου χείρα έδωκαν κάλαμον, ίνα συντρίψω αυτούς ως σκεύη κεραμέως».

Ο Ανέστης άκουε, έβλεπε, ένιωθε συμμετείχε με όλες του τις αισθήσεις στο Θείο δράμα. Και την ίδια ώρα ένα φως ένιωθε να τον λούζει και να τον κάνει ανάλαφρο ανεβάζοντάς τον σε έναν αλλόκοτο κόσμο. Σαν τίποτε να μην τον είχε βαρέσει όλους τους προηγούμενους μήνες, καμία αρρώστια, κανένα άγχος, καμία χημειοθεραπεία, τίποτε … Το ‘νιωθε ο Ανέστης πως και το δικό του δράμα είχε φτάσει στο αποκορύφωμά του και πως ερχόταν και για εκείνον η λύτρωση …

*Εκπαιδευτικός, από το βιβλίο του «Κάποτε το Πάσχα».




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter










225