Μερικές σκέψεις για τις εξετάσεις για συμμετοχή στον κατάλογο διορισίμων


TOY ΚΑΘΗΓΗΤΗ ΓΡΗΓΟΡΗ Α. ΜΑΚΡΙΔΗ*

Είναι πραγματικότητα και ανάγκη ότι το εκπαιδευτικό σύστημα της Κύπρου χρειάζεται εκσυγχρονισμό. Ο εκσυγχρονισμός χρειάζεται για να γίνει βελτίωση της μαθησιακής ικανότητας των μαθητών και αυτό δεν μπορεί να γίνει χωρίς να λαμβάνουμε υπόψη δύο βασικούς παράγοντες, την εξέλιξη της τεχνολογίας και το γεγονός ότι οποιαδήποτε εξέλιξη θα πρέπει να εφαρμοστεί από και μέσω των εκπαιδευτικών.

Χρειαζόμαστε λοιπόν εκσυγχρονισμό και στην επιλογή των εν δυνάμει καλυτέρων εκπαιδευτικών αλλά και αυτών που έχουν αυτοπεποίθηση για τις γνώσεις και ικανότητές τους, δηλαδή αυτοί που τολμούν να διαγωνιστούν για διάκριση. Μερικές χώρες έχουν αποκεντρωμένα συστήματα επιλογής εκπαιδευτικών όπου η επιλογή μπορεί να γίνει από κάθε σχολείο ξεχωριστά και έτσι επιλέγουν τους καλύτερους με μικρής διάρκειας συμβόλαια, από 1-5 έτη. Κάποτε μπορεί να χρειαστεί να πληρώσουν και μεγαλύτερους μισθούς αλλά όποιος δεν έχει καλά αποτελέσματα στην μαθητική μάθηση (όχι διδασκαλία) μπορεί να μην έχει ανανέωση του συμβολαίου του ή ακόμη και διακοπή.

Η Κύπρος έχει άλλο σύστημα που η επιλογή των εκπαιδευτικών είναι κεντρική και μάλιστα ο εκπαιδευτικός αποκτά μονιμότητα σε κάποιο στάδιο και είναι ευρέως γνωστό ότι και για τις πιο προβληματικές περιπτώσεις εκπαιδευτικών είναι σχεδόν αδύνατον να απομακρυνθούν από την τάξη.

Το νέο σύστημα εξετάσεων για εισδοχή στη δημόσια εκπαιδευτική υπηρεσία έχει σχεδιαστεί για να προσπαθήσει να επιλέξει τους καλύτερους, αυτούς που πραγματικά ενδιαφέρονται να γίνουν εκπαιδευτικοί και αυτούς που μπήκαν στον κόπο να προετοιμαστούν για να καταφέρουν διάκριση σε ένα διαγωνισμό γνώσεων και ικανοτήτων. Το γεγονός ότι κάποιοι δεν πέτυχαν πρόκριση σε κάποιο κομμάτι της εξέτασης δεν σημαίνει ότι δεν είναι καλοί εκπαιδευτικοί ή δεν μπορούν να αναπτυχθούν σε καλούς εκπαιδευτικούς. Η εξέταση κατά την άποψη μου δεν διακρίνει άμεσα τους καλούς εκπαιδευτικούς αλλά εκείνους που έχουν τη δυναμική να γίνουν καλοί εκπαιδευτικοί. Αυτοί που πέτυχαν την βάση σε όλα τα μέρη των εξετάσεων δείχνουν στην πραγματικότητα καλύτερη ικανότητα δυναμικής για να εξελιχθούν σε καλούς και ακόμη εξαίρετους εκπαιδευτικούς. Μερικοί απέτυχαν σε ένα από τα θέματα ενώ φάνηκε ότι είναι ψηλής στάθμης λόγω ψηλής επίδοσης σε άλλα θέματα που πέρασαν. Αυτοί θα πρέπει να ενθαρρυνθούν να επαναλάβουν την εξέταση για να πετύχουν ολοκληρωμένα. Υπάρχει το μεγάλο ερώτημα, γιατί το σύστημα τους επιβάλλει να επαναλάβουν και αυτά που ήδη πέρασαν; Εφόσον το μοντέλο δίνει το δικαίωμα βελτίωσης της θέσης και της βαθμολογίας τότε γιατί να μην μπορεί κάποιος να διατηρεί αυτό έστω και ένα μάθημα που πέρασε. Θα ανάμενε κανείς ότι αυτό να το είχαν σκεφθεί οι υπεύθυνοι και το Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού που πρότεινε το μοντέλο. Γιατί θα πρέπει κάποιος να επαναλάβει όλα τα θέματα αν έχει αποτύχει σε μόνο ένα και ιδιαίτερα όχι αυτό του γνωστικού του αντικειμένου;

Ακόμη ένα πρόβλημα είναι η συγκρισιμότητα των αριθμητικών αποτελεσμάτων μεταξύ των εξετάσεων κάθε δύο χρόνια. Θα πρέπει το σύστημα να είναι σίγουρο ότι τα αποτελέσματα είναι συγκρίσιμα για να αποφευχθούν κατά λάθος αδικίες αφού για αυτόν που πέρασε δεν είναι υποχρεωτική η επανάληψη, εκτός αν θέλει να βελτιώσει τη σειρά του. Η αριθμητική σύγκριση μεταξύ διαχρονικά διαφορετικών εξετάσεων που τα θέματα δεν προέρχονται από διαδικασία στάθμισης ή από τράπεζα σταθμισμένων θεμάτων για το βαθμό δυσκολίας τους μπορεί να είναι λανθασμένη και χρειάζεται μεγάλη προσοχή τόσο στην ετοιμασία των θεμάτων όσο και στους υπολογισμούς. Η συνήθεις επεξεργασία για να δημιουργήσει κάποιος τράπεζα σταθμισμένων θεμάτων παίρνει τουλάχιστο 5 χρόνια.

Η εξέταση είναι διαγωνισμός, εφόσον ανταγωνίζεται κάποιος να περάσει ποιο μπροστά από άλλους για να διορισθεί πρώτος, άρα οποιαδήποτε δήλωση ότι δεν χρειάζεται κάποιος προετοιμασία για διάκριση σε διαγωνισμό είναι εκτός πραγματικότητας και πρακτικής λογικής. Ιδιαίτερα, αν λάβει υπόψη κάποιος ότι πολλοί εκπαιδευτικοί μπορεί να βρίσκονται μακριά από την πρακτική της διδασκαλίας ή την ενασχόληση με το αντικείμενο τους, σίγουρα θα πρέπει κάποιος να μελετήσει για προετοιμασία. Πολλοί υποψήφιοι δεν έκαναν ούτε ένα μάθημα στις σπουδές τους που να έχει σχέση με αποτελεσματική διδασκαλία , έτσι χωρίς μελέτη και προετοιμασία για το μέρος της εξέτασης που εξετάζει αυτά τα θέματα, σίγουρα δεν θα γνωρίζουν τι θα απαντήσουν. Ακόμη αυτοί που μπορεί να έχουν πρακτική εμπειρία στη διδασκαλία μπορεί να μην γνωρίζουν τη σωστή γλώσσα που θα πρέπει να χρησιμοποιήσουν για να εξηγήσουν τις σκέψεις και απαντήσεις τους.

Πιστεύω ότι ο θεσμός του νέου συστήματος εξετάσεων για διορισμό είναι από τις πιο σημαντικές εξελίξεις που έγιναν στο εκπαιδευτικό σύστημα της Κύπρου τα τελευταία 30 χρόνια και είναι λυπηρό να γίνονται απροσεξίες στις διαδικασίες. Ίσως το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού να χρειαστεί να εξασφαλίσει συνεργάτες με εμπειρογνωμοσύνη στις διαδικασίες και την εξαγωγή αποτελεσμάτων για να εξασφαλίζεται ότι δεν γίνονται λάθη σε αυτές.

*Επισκέπτης καθηγητής σε πανεπιστήμια της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, πρόεδρος της Μαθηματικής Εταιρείας Νοτιοανατολικής Ευρώπης, Μέλος της Επιτροπής Παιδείας της Ευρωπαϊκής Μαθηματικής Εταιρείας, Πρόεδρος της Κυπριακής Μαθηματικής Εταιρείας, Πρόεδρος του Ιδρύματος THALES και Γενικός Διευθυντής της PROGNOSIS. 




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter











172