ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΗ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ*
Όλο φρου – φρου κι’ αρώματα. Σαν την Μαντάμ Σουσού στην Ψαραγορά. Στην κοσμάρα της. Στολισμένη σαν λατέρνα, καπέλο και φτερό και φυσικά με ψηλοτάκουνα. Βλέπει γύρω – γύρω με απαξίωση. Φαίνεται να την εκνευρίζουν οι πάντες. Οι ζήτουλες, για παράδειγμα, συνταξιούχοι, εργάτες, λήπτες δημοσίου βοηθήματος, εργαζόμενοι στην ΣΥΤΑ, στην ΑΗΚ, στην Αρχή Λιμένων, Γιατροί, Νοσηλευτές, Καθαρίστριες, εκπαιδευτικοί, Φοιτητές, Μαθητές, Δημόσιοι υπάλληλοι (ιδιαίτερα αυτοί που έχουν χαμηλές κλίμακες), κτίστες, μαραγκοί, επιπλοποιοί, όλοι αυτοί και όσοι, εν πάση περιπτώσει διαθέτουν μια εργασία στις δύσκολες μέρες που περνά ο τόπος μας. Που αντί να σιωπήσουν και να πουν «δόξα σοι ο θεός» που έχουμε μια δουλειά, γκρινιάζουν και παραπονιούνται. Ότι, δήθεν, τους αποκόπτουν. Από πού να τα πάρουν; Φυσικά απ’ τους πολλούς; Οι άλλοι που έχουν τα πολλά, είναι τόσον ολίγοι. Θεέ μου! Αυτό το απλό πράγμα δεν το κατανοούν;
Αυτοί όμως που κυριολεκτικά της την δίνουν είναι οι άνεργοι. Αντί να κάνουν υπομονή και ν’ ακούσουν και την Τρόικα, ή έστω τον Μακαριώτατο, που τους διαβεβαιώνουν ότι η ανάπτυξη έρχεται και θάχουμε δουλειές με φούντες, διαμαρτύρονται ενάντια στα αντιλαϊκά μέτρα της κυβέρνησης. Δεν έχουμε ψωμί! Ας φάνε…. παντεσπάνι!!
Και δεν αντέχει τις υπερβολές. Του τύπου: «πέθανε από ασιτία» ή «της απέκοψαν το επίδομα και έτρωγε από τα σκουπίδια μαζί με το 5χρονο αγοράκι της». Ήταν κύπρια; Μιλούσε απτέστως τη νεοελληνική (όπως ο Μακαριώτατος;). Ε τότε δεν πιάνεται. Και σπάει ο καρπός, έτσι όπως η Μαρινέλλα στο «λίγο κρασί, λίγο θάλασσα και τ’ αγόρι μου». Αχ τι τραγουδάκι κι’ αυτό!! Το καλύτερο της Γιουροβίζιον. Τι περιμένεις μωρέ από τους ξενέρωτους ευρωπαίους! Βγάζουν πρώτα τα χαζοτράγουδα. Έχουν αυτοί Σάκη, Βίσση, Παπαρίζου;
Λέγαμε λοιπόν για όλους αυτούς που «σκόπιμα» χάνουν τη ζωή τους. Α πα πα πα!! Ούτε αυτοί πιάνονται. Οι πιο πολλοί και εδώ είναι ξένοι. Τι θέλουν όλοι αυτοί, αλήθεια, στις φυλακές μας και αμαυρώνουν το καλό μας όνομα; Οι φυλακές μας είναι για τους ΔΙΚΟΥΣ μας. Και μετά σου λένε «ανέλαβε την ευθύνη». Ανέλαβε την εσύ. (Γεια σου βρε Ιωνά, καλά του απάντησες του «αναιδή δημοσιογράφου»).
Ψηλοτάκουνα και βαριοπούλα και στην εκπαίδευση. Χάλασε, χάλασε, χάλασε. Ότι έχουν κτίσει οι προηγούμενοι. Και μετά, βαδίζει ανάμεσα σε πλίνθους και κέραμους ατάκτως ειρημένους, με υφάκι νικητή, ψηλά η μύτη και το πηγούνι, κι όταν απομακρύνεται λίγο, έχοντας οπτικό πεδίο, γυρίζει το κεφάλι και εύχαρης απολαμβάνει τα έργα της μ’ ένα ελαφρύ μειδίαμα ικανοποίησης στο μισό δεξί χείλος, ανάμεσα σε κουνιαρτό και νεκατωμένους αέρηδες.
Και όταν πια φθάνει στην πλατεία, ανεβαίνει στο βάθρο, μπρος στο μνημείο του Τίμιου Πολιτικού, θ’ ανεβάσει το δεξί πόδι με το ψηλοτάκουνο, θα πατήσει ελαφριά στο οριζοντιομένο μνημείο, θα σηκώσει τα χέρια ψηλά, ενώ από κάτω θα ξεσπούν σε ιαχές τα υπόλοιπα στελέχη της κυβέρνησης: πιστολέρο, απάτσι, σκληροί εκδικητές και άλλοι κοστουμάτοι, γυρολόγοι, αερητζήδες, τζογαδόροι, εργατοπατέρες και πλήθος ακόλουθοι χειροκροτητές.
« - Τι περιμένουμε στην αγορά συναθροισμένοι;
Είναι οι βάρβαροι να φθάσουν σήμερα.
Γιατί μέσα στην Σύγκλητο μια τέτοια απραξία;
Τι κάθονται οι Συγκλητικοί και δεν νομοθετούνε;
Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα;
Τι νόμους πια θα κάμουν οι Συγκλητικοί;
Οι βάρβαροι σαν έλθουν θα νομοθετήσουν.
- Γιατί αδειάζουν γρήγορα οι δρόμοι κι οι πλατέες κι όλοι γυρνούν στα σπίτια τους πολύ συλλογισμένοι;
- Γιατί ενύχτωσε κι οι βάρβαροι δεν ήλθαν
- Και μερικοί έφθασαν απ’ τα σύνορα
- Κι είπανε πως βάρβαροι πια δεν υπάρχουν
Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους.
Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια λύσις»
Κ. Καβάφης
Κατέβηκε απ΄ το βάθρο της. Έβγαλε τα ψηλοτάκουνα πήρε στο χέρι καπέλο και φτερό, πήρε το δρόμο της επιστροφής με το κεφάλι σκυφτό. Πέρα, στο βάθος του ορίζοντα ακούονταν για ώρα τα ποδοβολητά των αλόγων. Μετά ερημιά και σιωπή. Ούτε βάρβαροι, ούτε πιστολέροι. Ούτε βάθρα. Ούτε σημαίες. Ούτε λάβαρα. Ούτε…. Ψηλοτάκουνα!!
*Πρόεδρος Προοδευτικής Κίνησης Καθηγητών