Μουσειοπαιδαγωγική εκπαίδευση: Αυτή η «μαγική» διαδικασία!


Είμαι πάντα έτοιμος να μάθω,
αλλά όχι πάντα έτοιμος να διδαχθώ
Ουίνστον Τσώρτσιλ

ΤΗΣ ΣΑΛΩΜΗΣ ΧΑΤΖΗΝΕΟΦΥΤΟΥ*       

Αναρωτηθήκατε ποτέ γιατί καθημερινά σχηματίζονται ουρές ανθρώπων στο Μουσείο του Λούβρου για να δουν από κοντά, για παράδειγμα, τη «Μόνα Λίζα» του Λεονάρντο ντα Βίντσι, το αυθεντικό δηλαδή αντικείμενο, ενώ θα μπορούσαν κάλλιστα να ενημερωθούν για ό,τι σχετίζεται με τον διάσημο πίνακα από το διαδίκτυο και στην άνεση του σπιτιού τους; Σύμφωνα με τους Nemeroff και Rozin (2000), σε ένα μουσείο, τα άτομα νιώθουν έλξη για αυθεντικά αντικείμενα, η οποία έλξη χαρακτηρίζεται «μαγική», όχι βέβαια με την υπερφυσική έννοια του όρου, αλλά σαν μια λειτουργία της ανθρώπινης σκέψης που προκαλεί ενέργεια μέσω της επαφής με διάσημα αντικείμενα.

Παράλληλα με τη μαγική έλξη που δημιουργείται ανάμεσα στους επισκέπτες των μουσείων και στα εκθέματα, συχνά αυτά συνοδεύονται από πληροφορίες που είτε είναι γραμμένες, είτε ακούγονται με τη χρήση των ειδικών συσκευών που χρησιμοποιούνται για ηχητική ξενάγηση, είτε δίδονται από τον ίδιο τον ξεναγό κατά τη διάρκεια μιας οργανωμένης περιήγησης στον χώρο. Ως εκ τούτου, αυτή η μοναδική σχέση ανάμεσα σε αυθεντικά αντικείμενα και επισκέπτες ενισχύεται ακόμη περισσότερο όταν αυτά τα αντικείμενα εκτίθενται με τον ορθό τρόπο, καθιστώντας την εμπειρία ελκυστική

Η εμπειρία επομένως μιας επίσκεψης σε κάποιο μουσείο σχετίζεται άμεσα με την άτυπη μάθηση, που ορίζεται ως μια κυρίως αυθόρμητη διαδικασία που λαμβάνει χώρα σε περιβάλλον διαφορετικό από αυτό μιας τυπικής αίθουσας διδασκαλίας και που βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στον αυθορμητισμό και στην επιθυμία των ατόμων να μάθουν. Όπως λοιπόν αυθεντικά είναι τα εκθέματα σε ένα μουσείο, έτσι αυθεντική είναι και η εμπειρία μιας άτυπης μάθησης, που συμβαίνει χωρίς να το αντιλαμβανόμαστε και χωρίς να το επιδιώκουμε, αλλά ως απάντηση σε πραγματικά προβλήματα και προκλήσεις, τα οποία ομοιάζουν με την ίδια τη ζωή και ως εκ τούτου χαρακτηρίζονται από έντονη ενέργεια. Μέσω της άτυπης μάθησης, το άτομο έχει καλύτερο έλεγχο του τι, πού και πώς μαθαίνει, με αποτέλεσμα να εμπλουτίζει τις γνώσεις του και να καλλιεργεί δεξιότητες. Επιπρόσθετα, οι γνώσεις και δεξιότητες που αποκτά έχουν διάρκεια και καθίστανται μέρος πλέον της ζωής του.

Τα μουσεία μπορούν κατά συνέπεια να αξιοποιηθούν ως περιβάλλοντα μάθησης που θα μπορούν να υποστηρίξουν την ευεξία και την πνευματική ενδυνάμωση των ατόμων και των κοινωνιών. Ταυτόχρονα, η μουσειακή εμπειρία δύναται να ενισχύσει τις στάσεις και τις γνωστικές δεξιότητες των ατόμων, ιδιαίτερα λόγω του ότι η μάθηση είναι εθελοντική και αυτο-κατευθυνόμενη, οδηγούμενη από την περιέργεια για ανακάλυψη και εξερεύνηση, παράλληλα με την ελεύθερη ανταλλαγή εμπειριών.

Για να είναι όμως πετυχημένη η μουσειακή εμπειρία και να ενισχύσει την εκπαιδευτική διαδικασία, θα πρέπει να δοθεί μεγάλη προσοχή στον σχεδιασμό της. Για παράδειγμα, θα πρέπει να δοθεί έμφαση στην τοποθέτηση των εκθεμάτων, στα γράμματα και στο μέγεθος των χαρακτήρων που τα συνοδεύουν, καθώς επίσης και στον φωτισμό του χώρου. Όλα αυτά τα στοιχεία έχουν μεγάλη επιρροή για το αν ή όχι η προσοχή των ατόμων είναι τυχαία ή ενεργή και επικεντρωμένη.

Το ερώτημα που προκύπτει είναι με ποιο τρόπο μπορεί να αξιοποιηθεί η άτυπη μάθηση γενικότερα και ειδικότερα η μουσειοπαιδαγωγική εκπαίδευση. Εάν επικεντρωθούμε στα παιδιά, αυτά πρέπει να καλλιεργηθούν στις εμπειρίες που προσφέρουν τα μουσεία ή οι αρχαιολογικοί χώροι από μικρή ηλικία, ώστε σταδιακά να επιζητούν από μόνα τους τέτοιες εμπειρίες. Η όλη διαδικασία είναι σχεδόν «μαγική» και αποτελείται από συγκεκριμένα στάδια. Στην αρχή η περιήγηση σε μουσεία ή σε αρχαιολογικούς χώρους είναι σε πολύ μεγάλο βαθμό καθοδηγούμενη, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για σχολεία που πραγματοποιούν τέτοιες επισκέψεις στα πλαίσια εκπαιδευτικών εκδρομών. Εάν όμως η οικογένεια συμπεριλάβει επισκέψεις σε μουσεία ή αρχαιολογικούς χώρους στις συνήθεις δραστηριότητές της εντός της χώρας ή κατά τη διάρκεια ταξιδιών στο εξωτερικό, τότε η όλη διαδικασία γίνεται πλέον γνωστή και οι εμπειρίες πολλαπλασιάζονται. Είναι σχεδόν «μαγικό» να παρακολουθεί κάποιος παιδιά να περιφέρονται σε μουσεία ή σε αρχαιολογικούς χώρους με άνεση, να χειρίζονται ορθά το ενημερωτικό υλικό που είναι ενδεχομένως διαθέσιμο, να επιλέγουν τα ίδια τι επιθυμούν να μελετήσουν. Και είναι εξίσου «μαγικό» να ακούει κάποιος τα παιδιά να συζητάνε για όσα βλέπουν και αισθάνονται σε τέτοιους χώρους και να τα συνδέουν με όσα έμαθαν στο σχολείο ή το αντίθετο, δηλ. να αξιοποιούν στο σχολείο τις γνώσεις και τις εμπειρίες που έχουν ήδη αποκτήσει από επισκέψεις σε μουσεία ή σε αρχαιολογικούς χώρους.

Κλείνοντας, ας θυμηθούμε τα λόγια του Ουίνστον Τσώρτσιλ, ο οποίος διακήρυττε ότι ήτανπάντα έτοιμος να μάθει, αλλά όχι πάντα έτοιμος να διδαχθεί! Η μουσειοπαιδαγωγική εκπαίδευση, όταν πραγματοποιείται κάτω από τις σωστές συνθήκες και βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στον αυθορμητισμό και στην επιθυμία των συμμετεχόντων, μπορεί να έχει τα θετικά αποτελέσματα που προαναφέρθηκαν. Ας μην ξεχνάμε εξάλλου ότι όλοι μας είμαστε πάντα έτοιμοι να μάθουμε, αλλά όχι πάντα έτοιμοι να διδαχθούμε!

* Καθηγήτρια Ελληνικής Φιλολογίας, Διδάκτωρ Παιδαγωγικών και Adjunct Professor του Πανεπιστημίου Saint Louis Αμερικής




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter











222