ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ Κ. ΠΕΡΣΙΑΝΗ*
To Μάρτιο του 2016 εκδόθηκε στην Αθήνα από τον εκδοτικό οίκο Κέρκυρα Α.Ε.-Economia Publishing το βιβλίο του καθηγητή της Γεωπολιτικής στο Πανεπιστήμιο Pantheon Sorbonne (Paris 1) και στην Ecole Normale Superieure Γεώργιου-Στυλιανού Πρεβελάκη με τον τίτλο Ποιοι είμαστε; Γεωπολιτική της Ελληνικής Ταυτότητας.
Tο βιβλίο εξηγεί τις πολιτικές συνέπειες για τον σύγχρονο ελληνισμό της μετάβασης της παγκόσμιας κοινότητας , μέσω της Κυκλοφορίας (ανθρώπων, αγαθών, ιδεών), που είναι το κύριο χαρακτηριστικό της παγκοσμιοποίησης, από τη νεωτερικότητα στη μετανεωτερικότητα. Κύρια χαρακτηριστικά της νεωτερικότητας είναιτο έθνος, το κράτος και το έδαφος (η αγία τριάς της νεωτερικότητας, όπως τα χαρακτηρίζει ο συγγραφέας (σ.93). Κύρια χαρακτηριστικά της μετανεωτερικότητας είναι η αβεβαιότητα, η ασάφεια, η πολυπολιτισμικότητα, οι ανοικτοί ορίζοντες, η δικτυωτή οικονομία και ο δικτυωτός κόσμος ( Δίκτυο είναι η διασπορά και οι φυσικοί και νοητοί δρόμοι που δημιουργεί η συγκοινωνία και επικοινωνία μεταξύ των κοιτίδων διασποράς). Σκοπός του συγγραφέα είναι να πείσει ότι οι παγκόσμιες αυτές εξελίξεις επιβάλλουν στον ελληνισμό να αλλάξει την Εικονογραφία του πλάθοντας έναν διαφορετικό εθνικό «μύθο» που θα τον βοηθήσει να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες. Μας παρηγορεί μάλιστα με το επιχείρημα ότι το γεγονός ότι η Ελλάδα δεν έχει προσαρμοστεί στο υπάρχον περιβάλλον της νεωτερικότητας δεν πρέπει να μας στενοχωρεί, γιατί με τον ερχομό της μετανεωτερικότητας η πραγματικότητα αυτή «ούτως ή άλλως είναι σε αποδομή» (σ.160).
Οι βασικές θέσεις του βιβλίου είναι οι εξής:
α) Η Ελλάδα αντιμετωπίζει σήμερα κρίση κατεύθυνσης και ταυτότητας ανάλογη με εκείνη που έζησε μετά τη Μικρασιατική καταστροφή(σ.14).
β) Αυτό οφείλεται κυρίως στο ότι η ταυτότητα που έχουν οι Έλλnνες εδώ και διακόσια χρόνια στηρίζεται στον «μύθο» του “homo hellenicus», δηλαδή στην εικόνα του «Έλληνα» που κατασκεύασε το ελλαδικό κράτος τo 19o αιώνα. (σ.206). Αυτή η ταυτότητα είναι αποκλειστικό σχεδόν δημιούργημα του χρόνου (της Ιστορίας). Η άλλη διάσταση, ο χώρος (η Γεωγραφία) απουσιάζει σχεδόν παντελώς. Λείπει επίσης η συνεισφορά των άλλων κοινωνικών επιστημών (κοινωνιολογίας, ανθρωπολογίας, ανθρωπογεωγραφίας) (σ.16,18).
γ) ο μύθος αυτός πλάστηκε για να βοηθήσει τους Έλληνες να μπορέσουν να επιβιώσουν μέσα στο επιθετικό περιβάλλον που επικρατούσε την εποχή που ιδρύθηκε το ελληνικό κράτος. Ήταν αποτέλεσμα φοβικών συνδρόμων (σ.17).
δ) «Έτη φωτός χωρίζουν τον κόσμο στον οποίο εκτυλίσσεται η σημερινή ελληνική κρίση από την εποχή του Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου και του Ελευθέριου Βενιζέλου. Όμως, παραμένουμε δέσμιοι των παλαιών σχημάτων»(σ.17).
ε) «Η Ελλάδα απελπίζεται, επειδή εμμένει να κοιτάζει προς τα πίσω. Αν τολμούσε να στραφεί προς το μέλλον, να απορρίψει την οπτική της στενής εθνοκρατικής αντίληψης, θα διαπίστωνε ότι διαθέτει πλεονεκτήματα τα οποία της επιτρέπουν να διεκδικήσει μια σημαντική θέση στο παγκόσμιο γίγνεσθαι»(150).
στ) «Η ελληνική κρίση [..] είναι συνέπεια των προβλημάτων του συστήματος στο οποίο ενταχθήκαμε εδώ και δυο αιώνες»(σ. 206).Το σύστημα αυτό είναι το βετσφαλιανό, που ξεκίνησε με τη συνθήκη της Βετσφαλίας (1648) με κύριο γνώρισμα τη σύνδεση της ταυτότητας με το έδαφος (σ.99-100).
ζ) «Οι υφιστάμενες απαντήσεις (στο ερώτημα Ποιοι Είμαστε) εμποδίζουν την προσαρμογή μας στο περιβάλλον». Γι αυτό «χρειάζεται να αναζητηθούν νέες, να τροποποιηθούν οι παλαιές» (σ.205). Σ’ αυτό θα βοηθήσει η γεωπολιτική(σύνθεση Ιστορίας και Γεωγραφίας) που μπορεί να δώσει μια νέα προοπτική και να μειώσει «την άγονη αντιπαράθεση εθνικιστικών και αντεθνικιστικών αφηγημάτων» (σ20).
η) «Η απάντηση στο ερώτημα αυτό δεν είναι ούτε δεδομένη ούτε αναλλοίωτη στο χρόνο. Εξαρτάται από τις μεταβαλλόμενες εξωτερικές συνθήκες, αλλά και από τις καταβολές μας, την Ιστορία, την σχέση μας με τα γεωγραφικά στοιχεία της ύπαρξής μας,-το έδαφος και το δίκτυο» (σ.205). Γι αυτό δεν είναι αποκλειστικό έργο της επιστήμης να δώσει την απάντηση αυτή (σ.16). Πρέπει να είναι «μείγμα επιστήμης και μυθοπλασίας». και είναι ανάγκη να υπάρξει μια ισορροπημένη συνεργασία μεταξύ των κοινωνικών επιστημών και της πολιτικής. Ο ίδιος ονομάζει το βιβλίο του «μυθο-επιστημονικό»δοκίμιο(σ.205).
θ) Με βάση την απάντηση που θα δοθεί στο ερώτημα αυτό πρέπει να πλασθεί ένας καινούργιος μύθος/Εικονογραφία για τον ρόλο και την κατεύθυνση του ελληνισμού στο μέλλον. Η νέα αυτή Εικονογραφία θα είναι «περισσότερο ευνοϊκή στην Κυκλοφορία, άρα λιγότερο φοβική, περισσότερο ανοικτή στους άλλους, άρα λιγότερο σαφής, ανεπτυγμένη σε περισσότερες κλίμακες, άρα λιγότερο πυραμιδοειδής και ιεραρχημένη. Η νέα αυτή Εικονογραφία μπορεί να καταστήσει τους Έλληνες εκ νέου υπερήφανους και δημιουργικούς» (σ.207).
ι) Η σημερινή χρονική περίοδος ( διακόσια χρόνια από την αναγέννηση του ελληνισμού το 1821) προσφέρεται γι αυτή τη μεγάλη αλλαγή (σ.206).
Τα σχόλια μου για τις προτάσεις του συγγραφέα είναι τα εξής:
α) Η γεωπολιτική ανάλυση της ιστορίας της νεότερης Ελλάδας με τα εργαλεία της Κυκλοφορίας και της Εικονογραφίας είναι πολύ διαφωτιστική, αποκαλυπτική και χρήσιμη και προσφέρει ένα πολύ ενδιαφέρον καινούργιο πλαίσιο θεώρησης των πολιτικών πραγμάτων.
β) Το επιχείρημά του ωστόσο ότι η ανθρωπότητα κινείται σήμερα μακριά από τον εθνικισμό δεν πείθει. Η διαπίστωση του Jean Gottman που παραθέτει ότι «ήδη το 1970 η κρατική κυριαρχία έχει ξεπεραστεί» διαψεύδεται από τα παραδείγματα που ο ίδιος ο συγγραφέας αναφέρει, εκείνο της διάλυσης της Γιουγκοσλαβίας και της ίδρυσης νέων εθνικών κρατών (σ.151)και εκείνο του βιβλίου του Samuel Huntington με τίτλο Who Are We? (2004), στο οποίο, κινούμενος από πατριωτισμό, εκφράζει την ανησυχία του για το άνοιγμα της ταυτότητας της Αμερικής στην κουλτούρα του ισπανόφωνου στοιχείου των ΗΠΑ(σ.25-26). Αν μια χώρα 250 εκατ. όπως οι ΗΠΑ φοβάται αλλαγή της ταυτότητάς της από ανοίγματα σε ξένους πολιτισμούς, πώς πρέπει να νιώθουν η Ελλάδα και η Κύπρος;
γ) Στη σ. 175 ο συγγραφέας αναφέρει την επινόηση των Ιαπώνων οργανωτών της διυπουργικής συνόδου του ΟΟΣΑ το 2014 να χρησιμοποιήσουν το παράδειγμα του μπαμπού για να εξηγήσουν στους συνέδρους τη σημασία του αγγλικού όρου resilience(όπως γράφει ο συγγραφέας, η λέξη «δεν έχει ισοδύναμο στην ελληνική»). Και εξηγεί:« Το μπαμπού λυγίζει κάτω από τη δύναμη του ανέμου αλλά δεν σπάζει. Όταν ο άνεμος κοπάζει, το φυτό επανέρχεται στην αρχική του θέση[..]. Οι παλαιοί μεγάλοι Πολιτισμοί είναι σαν τα μπαμπού. Υπέστησαν την πίεση των δυτικών ανέμων και πλάγιασαν ως το έδαφος. Τώρα που η Δύση χάνει την υπεροχή και την υπεροψία της, οι λαοί-κληρονόμοι των μεγάλων Πολιτισμών αναδομούν οικονομίες, κοινωνίες και πολιτικά συστήματα». Δεν είναι σαφές γιατί ο συγγραφέας κάνει αναφορά σ’ αυτό το σύμβολο, με κίνδυνο μάλιστα να θεωρηθεί ότι το ευνοεί για να υποκαταστήσει τον παλιό ελληνικό μύθο. Ο ίδιος, πιστεύω, ποτέ δεν θα πρότεινε κάτι τέτοιο, αφού θα αποτελούσε ακρότητα(από τον αναγεννώμενο από την τέφρα του Φοίνικα στο μπαμπού), η οποία, όπως λέει ο ίδιος, θα παραβίαζε «την επιστημονική πειθαρχία», θα προκαλούσε «πόλωση» και θα δηλητηρίαζε «το κλίμα της δημιουργικής συζήτησης, προαπαιτούμενο για την ανταπόκριση στον μεταβαλλόμενο κόσμο» (σ.18).
δ) Ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι «ο ελληνισμός είναι ιδιαίτερα ευνοημένος» επειδή είναι μια από τις «κοινωνίες οι οποίες διαθέτουν πλούτο εικονογραφικών υλικών» και «μπορούν να αναπροσαρμόζουν την Εικονογραφία τους με μεγάλη ευκολία» (σ.64). Το πρώτο μέρος της δήλωσης είναι σωστό, όχι όμως και το δεύτερο. Η υπάρχουσα εικονογραφία είναι πράγματι πλούσια, αλλά αυτή που χρησιμοποιείται πολύ συχνά και εμφαντικά στα σχολεία(επαναλαμβάνεται με πολλούς και διάφορους τρόπους--ομιλίες, ποιήματα, θεατρικές παραστάσεις, σημαίες, εικόνες σε κάθε γιορτή και εκδήλωση) και στα ΜΜΕ είναι αντίθετη προς αυτή που θεωρεί κατάλληλη ο συγγραφέας. Η απάντηση, επομένως στο ερώτημα του τίτλου είναι ότι μια τέτοια προσπάθεια θα ήταν πάρα πολύ δύσκολη. Τη δυσκολία αυτή άλλωστε την παραδέχεται και ο ίδιος ο συγγραφέας, όταν γράφει στη ότι «για τον περισσότερο κόσμο το ερώτημα (Ποιοι είμαστε) δεν έχει νόημα. Το σχολείο, ο πολιτικός λόγος και τα Μέσα Ενημέρωσης διδάσκουν την εθνική συνέχεια, την μονολιθικότητα της ελληνικής ταυτότητας, την ενότητα του ελληνικού χώρου και χρόνου» (σ.14).