ΤΟΥ ΔΡΟΣ ΓΙΩΡΓΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ*
9.94 από τα 20. Αυτός είναι ο μέσος όρος της βαθμολογίας για τις εξετάσεις των Νέων Ελληνικών στα πλαίσια των παγκυπρίων εξετάσεων, στις οποίες παρακάθισαν πέραν των 7500 υποψηφίων. Η βαθμολογία σχολιάζεται ποικιλοτρόπως. Στα ΜΜΕ γίνεται λόγος για «Βατερλώ» και «παταγώδη αποτυχία», εφόσον ο μέσος όρος είναι οριακά κάτω από τη βάση. Αλλού, η βαθμολογία αυτή σχολιάζεται ως πλασματική με το επιχείρημα ότι αρκετοί από τους υποψηφίους παρακάθισαν στις εξετάσεις απλώς για να απολυθούν από το σχολείο (τα Νέα Ελληνικά είναι υποχρεωτικό μάθημα για όλους) και έτσι πιθανώς να μην είχαν προετοιμαστεί καθόλου. Έτσι, με ένα και μόνο βαθμό, τον οποίο δεν μπορούμε να ερμηνεύσουμε με ακρίβεια, θα ήταν παρακινδυνευμένο να εξαγάγουμε ασφαλή συμπεράσματα ως προς την επάρκεια των μαθητών στο μάθημα των Νέων Ελληνικών.
Ωστόσο, παραβλέποντας τη βαθμολογία, τα τεκμήρια που παρέχονται μπορούν έστω τυπικά να καταδείξουν μία αδυναμία των μαθητών στην έκφραση, πράγμα που γίνεται ιδιαίτερα αντιληπτό μέσα από την έκθεση ιδεών. Το γραφικό «διάβαζε βιβλία για να βελτιώσεις την έκφρασή σου» που εκστομίζεται συχνά από εκπαιδευτικούς και γονείς δεν μπορεί να βρει πρόσφορο έδαφος, αφού το διάβασμα βιβλίων δεν είναι δυνατό να ανταποκρίνεται στις κλίσεις του κάθε μαθητή. Η σωστή έκφραση αποτελεί δεξιότητα και μπορεί να καλλιεργηθεί μέσα από δραστηριότητες εντός σχολικής αίθουσας. Τι γίνεται, όμως, στην τάξη; Όπως γνωρίζουμε, στο σχολείο υπάρχει περισσότερο μία θεωρητική προσέγγιση όσον αφορά στην παραγωγή γραπτού λόγου. Για παράδειγμα, οι μαθητές μαθαίνουν για τα σημεία στίξης χωρίς όμως να γνωρίζουν το πώς λειτουργεί η γλώσσα και πώς ενδεχόμενες διαφοροποιήσεις στη στίξη μπορούν να διαφοροποιήσουν το ύφος ή το νόημα. Με άλλα λόγια απουσιάζει η μετα-γλωσσική ενημερότητα. Θα ήταν ιδιαίτερα εποικοδομητικό αν έστω μία φορά την εβδομάδα παραδιδόταν μάθημα παραγωγής γραπτού λόγου, το οποίο θα περιλάμβανε δραστηριότητες βελτίωσης έκφρασης, σύνταξης καθώς και ορθογραφίας.
Πέρα από τη βελτίωση της διδασκαλίας, υπάρχουν επίσης θεσμικά ζητήματα, τα οποία αποτελούν τροχοπέδη στην ομαλή λειτουργία του σχολείου και του θεσμού των εξετάσεων. Είναι ξεκάθαρο ότι οι εξετάσεις απόλυσης πρέπει να αποκολληθούν από τις παγκύπριες, όπως συνέβαινε ως το 2005, για να μπορεί ανάμεσα σε άλλα να υπάρχει σαφής εικόνα της απόδοσης των υποψηφίων στο μάθημα. Επίσης, θα ήταν καλό τα αποτελέσματα να παρουσιάζονται με πιο κατατοπιστικό τρόπο: να αναγράφεται ο αριθμός των υποψηφίων δίπλα από ένα εύρος βαθμολογιών (π.χ. 10-12: 2300 υποψήφιοι, 12-14: 3000 υποψήφιοι, κ.ο.κ.). Επίσης, ο γενικός βαθμός του σχολικού απολυτηρίου οφείλει να έχει βαρύτητα στην εξασφάλιση θέσης σε ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Διότι, αυτό που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια είναι η εστίαση των μαθητών στα 4-5 «κύρια» μαθήματα στα οποία θα εξεταστούν. Τα υπόλοιπα μαθήματα αντιμετωπίζονται ως «ανούσια» και επομένως δευτερεύοντα, μειώνοντας έτσι το εύρος γενικής μάθησης. Αν συνυπολογίζεται και ο βαθμός απολυτηρίου, οι μαθητές θα υποχρεωθούν να δίνουν βαρύτητα και στα υπόλοιπα μαθήματα.
Τελειώνοντας, δεν μπορούμε να εξάγουμε αυθαίρετα συμπεράσματα από έναν βαθμό. Πρέπει να αξιολογήσουμε τις ανάγκες του κάθε μαθητή και να βελτιώσουμε τόσο τη διδασκαλία όσο και την οργάνωση των πανεθνικών εξετάσεων. Το γεγονός ότι υπάρχει ένας σημαντικός αριθμός μαθητών που αντιπαθεί το μάθημα των Νέων Ελληνικών πρέπει να μας προβληματίσει.
*Διδάκτωρ Επιστημών Αγωγής (Εκπαίδευση, Γλωσσολογία)
http://georgiougeorgios.weebly.com