ΤΟΥ ΛΟΪΖΟΥ ΠΟΤΑΜΙΤΗ*
Έχει τεθεί ενώπιον των συντεχνιών εδώ και μερικές μέρες το νομοσχέδιο για τη μεταρρύθμιση της Δημόσιας Υπηρεσίας που αφορά ιδιαίτερα τους εκτάκτους υπαλλήλους. Με το νομοσχέδιο αυτό ρυθμίζεται ουσιαστικά το εργασιακό πλαίσιο της ομάδας αυτής η οποία είχε αδικηθεί για πολλά χρόνια, διασφαλίζοντας ταυτόχρονα την εύρυθμη και αποτελεσματική λειτουργία του κρατικού μηχανισμού. Γίνεται κατανοητή από τη μια η προσπάθεια της κυβέρνησης για εκσυγχρονισμό του συστήματος με ορθολογισμό, λαμβάνοντας υπόψη την δημοσιονομική ικανότητα του κράτους και των απαιτούμενων μεταρρυθμίσεων. Είναι όμως τουλάχιστο άδικο στις πρόνοιες αυτές του νομοσχεδίου να μην συμπεριληφθεί κατά τρόπο ανάλογο (λόγω της ύπαρξης του καταλόγου διοριστέων) και ο τομέας της Εκπαίδευσης.
Συγκεκριμένα, στο εν λόγω νομοσχέδιο περιλαμβάνεται πρόνοια μετατροπής των συμβάσεων τους σε αορίστου χρόνου σε όσους έκτακτους συμπληρώνουν 30 μήνες απασχόλησης, την ίδια ώρα που διασφαλίζεται ότι τα συμβόλαια τους δεν θα τερματίζονται λόγω πλεονασμού. Στη περίπτωση της Δημοτικής Εκπαίδευσης, οι συμβασιούχοι δάσκαλοι που καλύπτουν για χρόνια μόνιμες θέσεις αλλά και οι αντικαταστάτες δάσκαλοι που συμπληρώνουν 30 μήνες υπηρεσία πρέπει να καλυφτούν με τις πρόνοιες του νομοσχεδίου αυτού έτσι ώστε να τερματιστεί η διάκριση που υφίστανται αλλά και η επαγγελματική τους αβεβαιότητα. Εξάλλου το νομοσχέδιο αυτό αποτελεί και Κοινοτική εναρμονιστική οδηγία. Παράλληλα, με τον τερματισμό του 10% της κλίμακας μισθοδοσίας των νεοεισερχόμενων στην Δημόσια Υπηρεσία για όσους έχουν συμπληρώσει 24 μήνες απασχόλησης, αίρεται μια σημαντική αδικία και στην περίπτωση της Εκπαίδευσης θα σταματούσε την ύπαρξη εκπαιδευτικών πολλών ταχυτήτων που καθιστά την παραγωγική εργασία στα σχολεία δύσκολη. Ταυτόχρονα ξεκινά διάλογος για ρύθμιση συγκεκριμένων όρων απασχόλησης των εκτάκτων υπαλλήλων όπως οι άδειες ασθενείας, άδειες μητρότητας κτλ. όπου κι εκεί παρουσιάζονται επίσης σημαντικές ανισότητες μεταξύ μόνιμου και έκτακτου εκπαιδευτικού προσωπικού.
Ο τομέας της Εκπαίδευσης προσφέρει την απαραίτητη υποδομή για την αναβάθμιση των κοινωνικών αντανακλαστικών προόδου των πολιτών και μόνο μέσα από τη βελτίωση των επιπέδων εκπαίδευσης μπορεί το κράτος να προσβλέπει σε ισχυροποίηση του και με μακροπρόθεσμα οφέλη. Η εκπαίδευση πρέπει να θεωρείται επένδυση και όχι άλλη μια κρατική δαπάνη και τα όποια νομοσχέδια προωθούνται για να εξορθολογήσουν δομές της Δημόσιας Υπηρεσίας και με τα οποία αίρονται εργασιακές αδικίες πρέπει πρώτιστα να συμπεριλαμβάνουν και τον τομέα της Εκπαίδευσης.
*Πρόεδρος ΠΑΔΕΔ-ΠΡΩΤΟΠΟΡΙΑ Λεμεσού