Ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος και η ΠΟΕΔ: άγνωστες πτυχές μιας ταραγμένης σχέσης


ΤΟΥ ΔΡΟΣ ΑΝΔΡΕΑ ΚΑΣΟΥΛΙΔΗ*  

Η Ιστορία της Κυπριακής Εκπαίδευσης και ιδιαίτερα τα όσα κρίσιμα περικλείονται στην δεκαπενταετία 1959-1974 συνεχίζουν να μη φωτίζονται με επάρκεια από την ιστορική έρευνα. Ωστόσο, μια πρόσφατη πολυετή έρευνα στην εν λόγω μετα-αποικιακή περίοδο του υποφαινόμενου έχει να καταδείξει ιδιαίτερα ενδιαφέροντα γεγονότα[1]. Ένα από αυτά αποτελεί και η σχέση ανάμεσα στον πρώτο πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας, τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο, και την Οργάνωση των Ελληνοκυπρίων Δασκάλων ΠΟΕΔ. Αγγίζουμε έστω και ακροθιγώς αυτό το ζήτημα στον περιορισμένο χώρο αυτού του άρθρου.

Η ΠΟΕΔ επέλεξε να εμπλακεί στην πολιτική ζωή από την περίοδο, ακόμα, της μετάβασης της Κύπρου από την αποικιοκρατία στην ανεξαρτησία. Οι πολιτικές της επιλογές έδειξαν από νωρίς τη σαφή σύμπλευσή της με τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο, το φορέα του κυρίαρχου ιδεολογικού προσανατολισμού, των ελληνοχριστιανικών ιδεωδών. Έτσι, αρχικά εντάχθηκε στο πολιτικό σχήμα που συγκροτήθηκε με τις ευλογίες του Μακαρίου και του Γεώργιου Γρίβα, το Ενιαίο Δημοκρατικό Μέτωπο Αναδημιουργίας (ΕΔΜΑ) ενώ δεν παρέλειψε να εμπλακεί ενεργά και στο Εθνικό Συμβούλιο Νεολαίας Κύπρου (ΕΣΝΚ), ένα θεσμό που είχε συγκροτήσει ο Μακάριος για την προώθηση των ελληνοχριστιανικών ιδεωδών. Μάλιστα, σε κατοπινό στάδιο, ο Μακάριος θα συναινέσει στην επιλογή του προέδρου της ΠΟΕΔ, Αλέξανδρου Κιαγιά, στην προεδρία του ΕΣΝΚ. Ας σημειωθεί ότι η συμμετοχή των δασκάλων στο ΕΣΝΚ λαμβανόταν υπόψη στην αξιολόγησή τους, ήταν δηλαδή, εμμέσως πλην σαφώς, μία ξεκάθαρη δήλωση των εθνικών τους φρονημάτων. Ακόμα, η ΠΟΕΔ θα εκδηλώσει την πολιτική της νομιμοφροσύνη συμμετέχοντας θεσμικά με τον πρόεδρό της στη «Συντονιστική», μια Επιτροπή που είχε συγκροτηθεί από όλες τις συνδικαλιστικές οργανώσεις με πρωτοστάτη την ΠΑΣΥΔΥ για να προωθήσει τη διεθνοποίηση του κυπριακού ζητήματος.

Από την πλευρά του, ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος επιδίωξε να έχει μια στενή σχέση με τη διδασκαλική οργάνωση και το διδασκαλικό κόσμο, προτάσσοντας τον κυρίαρχο ιδεολογικό προσανατολισμό του ελληνοχριστιανικού ιδεώδους. Το γεγονός ότι η Εκπαίδευση καθόλη την πρώτη πενταετία της μετα-ανεξαρτησιακής περιόδου βρισκόταν έξω από την κυβερνητική σφαίρα, εξαιτίας της συνταγματικής πρόνοιας περί την ανάληψης της ευθύνης των δύο κοινοτήτων από αντίστοιχες Κοινοτικές Συνελεύσεις, δημιουργούσε ακόμη πιο έντονη την ανάγκη της διδασκαλικής ηγεσίας να έχει τακτικές επαφές με τον πρόεδρο Αρχιεπίσκοπο Μακάριο για την ικανοποίηση των διδασκαλικών εκκρεμούντων αιτημάτων, όταν οι επαφές με τον πρόεδρο της ΕΚΣΚ οδηγούνταν σε αδιέξοδο. Ο λόγος του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου ήταν ιδιαίτερα καθοριστικός για τις αποφάσεις της διδασκαλικής ηγεσίας. Αναφέρουμε ενδεικτικά τη διακοπή της απεργίας διαρκείας που πραγματοποίησαν από κοινού δάσκαλοι και καθηγητές το Νοέμβριο του 1963 έπειτα από προσωπική παρέμβαση του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου.

Ενώ, όμως, μέχρι και το 1968 η ηγεσία της ΠΟΕΔ δηλώνει ότι είναι «συμπολίτευση» και βρίσκεται παρά το πλευρό του Μακαρίου όταν ο τελευταίος διεκδικεί για δεύτερη φορά την προεδρία του κυπριακού κράτους, μετά το 1971 οι σχέσεις της ηγεσίας της ΠΟΕΔ και του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου κλονίζονται. Κύκλοι του προεδρικού κατηγορούν την ηγεσία της ΠΟΕΔ ότι λειτουργούν ενάντια στην πολιτική του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, ο οποίος είχε ήδη ξεκινήσει την προσπάθεια της νομιμοποίησης της Κυπριακής Δημοκρατίας μέσα από την πρόταξη της πολιτικής του «εφικτού» έναντι του «ευκταίου».

Ο κλονισμός των σχέσεων της ΠΟΕΔ με την πολιτική ηγεσία γίνεται εμφανής στην περίοδο της εκκλησιαστικής κρίσης. Υποστηρικτές του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου επιδιώκουν την εμπλοκή και του διδασκαλικού κόσμου στην εν λόγω κρίση καθώς σε σχολεία της Λευκωσίας και της Λεμεσού κυκλοφορεί δήλωση καταδίκης της ενέργειας των τριών μητροπολιτών, την οποία οι δάσκαλοι καλούνται να προσυπογράψουν:

«Οι κάτωθι διδάσκαλοι της πόλεως …. καταδικάζομεν την ενέργειαν των Τριών Μητροπολιτών να καθαιρέσουν τον λαοφιλή Αρχιεπίσκοπον της Κύπρου Μακάριον, ως στρεφομένην κατά του χριστεπωνύμου λαού της μαρτυρικής Κύπρου μας και εναντίον της ιεράς μας υποθέσεως, την οποίαν η συντριπτική πλειοψηφία του αγωνιζομένου Κυπριακού λαού ενεπιστεύθη εις τας στιβαράς χείρας του λαοφιλούς μας Εθνάρχου, και τασσόμεθα ολοψύχως παρά το πλευρόν της Αυτού Μακαριότητος».

Ένας μεγάλος αριθμός δασκάλων συναινεί και υπογράφει τη δήλωση. Η ΠΟΕΔ αντιδρά σε αυτή την προσπάθεια και σε ανακοίνωσή της επισημαίνει: Η «δι’ ευνοήτους λόγους διδομένη δημοσιότης εις τας υπογραφάς ταύτας, η σκανδαλώδης ανάμιξις υπαλλήλου του Υπουργείου Παιδείας εις την κίνησιν ταύτην, μακράν από του να προάγουν το εθνικό μας θέμα, διευρύνουν τον διχασμόν, διαταράττουν τας αρμονικάς σχέσεις των διδασκάλων και μόνον ζημίαν προκαλούν εις την εκπαίδευσιν». Τέλος, «δηλούται απεριφράστως ότι η ΠΟΕΔ, ως συνδικαλιστική και Εθνική Οργάνωσις, παραμένει πάντοτε μακράν της πολιτικής, η δε τοιαύτη κρυστάλλινη θέσις της κακοβούλως ερμηνεύεται υπό τινων επιτηδείων, μοναδικόν σκοπόν εχόντων την υπόσκαψιν του κύρους και της θέσεως του Συμβουλίου, ως έλλειψις εκτιμήσεως προς τον Μακαριώτατον Πρόεδρον της Δημοκρατίας» [2].

Την προσπάθεια ελέγχου των δασκάλων και της ηγεσίας του από κύκλους του προεδρικού προδίδει ένα έγγραφο που έφερε στο φως η ιστορική μας έρευνα. Το σχέδιο αυτό εμφανίζεται να εκπονήθηκε από κύκλους που πρόσκεινταν στον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο και οι οποίοι επιδίωξαν την ανάληψη της ηγεσίας της Οργάνωσης από «μακαριακές» δυνάμεις, καθώς η ηγεσία της ΠΟΕΔ στην εν λόγω περίοδο (1971-1973) θεωρήθηκε ότι είχε έντονες ιδεολογικές συνάψεις με το καθεστώς της Αθήνας. Στο σχέδιο αυτό, το οποίο φέρει την κωδική ονομασία «Επιτελικόν Σχέδιον Φ», λαμβάνεται η απόφαση όπως υπάρξει ένα «φακέλωμα» του διδασκαλικού κόσμου σε υποστηρικτές και «πολέμιους» της πολιτικής του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου. Οι πρώτοι αναφέρονται ως «ΜΑΚ» (Μακαριακοί) και οι δεύτεροι ως «ΑΝΤ» (Αντιμακαριακοί). Στοιχεία που έχουν προκύψει μέσα από πολυετή έρευνα επιβεβαιώνουν την ύπαρξη καταλόγων με αυτούς τους χαρακτηρισμούς σε όλες τις επαρχίες. Ωστόσο, όπως σε κάθε εσωτερική σύγκρουση, γίνεται προφανές ότι στην κατηγοριοποίηση των δασκάλων σε υποστηρικτές και «πολέμιους» του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου παρεισφρύουν και άλλα κριτήρια, ανάλογα με το ποιος προβαίνει σε αυτούς τους χαρακτηρισμούς και ποιες σκοπιμότητες εξυπηρετεί.

Στις εκλογές του 1973 εκλέγεται η νέα ηγεσία της ΠΟΕΔ, η οποία εμφανίζεται ως η δύναμη της ανανένωσης και της εξυγίανσης, η οποία βρίσκεται πιο κοντά στην πολιτική του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου. Ωστόσο, μέσα από την πρώτη της ανακοίνωση γίνεται προφανές ότι και η νέα ηγεσία παραμένει προσηλωμένη στην ενωτική ρητορεία, αφού καλεί τους δασκάλους να ρίξουν: ««στη λήθη ο,τιδήποτε έχει συμβή μεταξύ των διδασκάλων κατά τας προσφάτους εκλογάς» και διακηρύττει ότι «οι διδάσκαλοι της Κύπρου ήσαν, είναι και θα παραμείνουν εθνικόφρονες», υπογραμμίζοντας ότι «απαρασάλευτος παραμένη η εμμονή των δι’ Ένωσιν ολοκλήρου της πολυπαθούς νήσου μας μετά της Μητρός Πατρίδος»[3].

*Ιστορικός της Εκπαίδευσης


[1] Κασουλίδη Ανδρέα: Πολιτική, Εκπαιδευτική Πολιτική και Διδασκαλικός Συνδικαλισμός στην Κύπρο: το παράδειγμα της ΠΟΕΔ (1960-1974), αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή, ΑΠΘ, Δεκέμβριος 2012.

[2] [Ανακοινωθέν ΠΟΕΔ], 2-4-1973, στο: Αρχείο ΠΟΕΔ/Κ37: Ανακοινωθέντα (1972-1975). Επίσης: «Η ΠΟΕΔ διαδηλοί την ανάγκην ενότητος και συνεργασίας με το Εθνικόν Κέντρον», στην: εφημ. Ελευθερία, 3-4-1973.

[3] [Ανακοινωθέν], 4-2-1974, στο: Αρχείο ΠΟΕΔ/Κ44: Διοικητικό Συμβούλιο ΠΟΕΔ (1974-1975).




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter










366